Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

A-ανθρακοσάρωθρο

Πήγαινε κάτω

A-ανθρακοσάρωθρο Empty A-ανθρακοσάρωθρο

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 01:57

αβυσσομαχικό: [το] (άβυσσος + μάχη) (ε.φ.) το τμήμα του στρατού που αποτελείται από αστροναύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική space force)
αγγειοπιεσίνη: [η] (αγγείο + πίεση) πρωτεΐνη που βρίσκεται στο πλάσμα του αίματος, η οποία παράγεται με την επίδραση της ρενίνης σε μόρια σφαιρίνης (μτφ. δ. απο την αγγλική angiotensin = αγγειοτενσίνη) (© Ju-87)
αγγελιοχλεύς: [ο] (αγγελία + οχλεύς) άτομο που αποστέλνει διαφημίσεις σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις χωρίς εξουσιοδότηση απο τους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική spammer = σπάμερ) (© stavmanr)
αγγελιόχληση: [η] (αγγελία + ὄχλησις) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ) (© stavmanr)
αγκιστροΰφαντο: [το] (αγκίστρι + υφαντό) το χριτς χρατς, δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
αγκυροερίφιο: [το] (Άγκυρα + ἐρίφιον) μαλλί απο κατσίκα Αγκύρας (μτφ. δ. απο την τουρκ. tiftik = τιφτίκι)
αγκυροκόνικλος: [ο] (Άγκυρα + κόνικλος) είδος κουνελιού με μακρύ τρίχωμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. Ankara = ανκορά)
αγκυροπή: [η] (άγκυρα + οπή) κυκλικό ή ελλειψοειδές άνοιγμα τής παρειάς τού πλοίου στην περιοχή τής πλώρης, από το οποίο περνά η αλυσίδα τής άγκυρας (μτφ. δ. απο την ιταλική occhio = όκιο) (© Ju-87)
αγκυρουλκώ: [ρ.] (ἄγκυρα + ϝέλκω) στρέφω βαρούλκο, για να σηκώσω άγκυρα ή βάρκα (μτφ. δ. απο την ιταλική virare = βιράρω)
αγκυρόφθαλμος: [ο] (ἄγκυρα + ὀφθαλμός) κυκλικό ή ελλειψοειδές άνοιγμα τής παρειάς τού πλοίου στην περιοχή τής πλώρης, από το οποίο περνά η αλυσίδα τής άγκυρας (μτφ. δ. απο την ιταλική occhio = όκιο)
αγόραγχος: [το] (αγορά + άγχος) φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
αγοράδεστρο: [το] (αγορά + δένω) είδος προκαταβολής που δίνεται για αγορά, ώστε ο πωλητής να μην πουλήσει το αντικείμενο της συναλλαγής σε άλλον μέχρι να γίνει η οριστική πώληση (μτφ. δ. απο την ιταλική caparra = καπάρο)
αγοράμαξο: [το] (αγορά + ἅμαξα) αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί) (© Ju-87)
αγροδρομία: [η] (αγρός + -δρομία) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους (μτφ. δ. απο την αγγλική motocross = μοτοκρός)
αγροικίσκος: [ο] (αγρός + οἶκος) καλύβα κτισμένη μέσα σε αγρό (μτφ. δ. απο την τουρκ. dam = ντάμι)
αγχέτοιχο: [το] (αγχι- + τοίχος) τραπέζι με δύο πόδια, που από την άλλη πλευρά του στηρίζεται σε τοίχο, ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική console = κονσόλα)
αγχιδόριο: [το] (ἄγχι + δορά) ένδυμα που καλύπτει το επάνω μέρος τού σώματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blouse = μπλούζα)
αγχιεκπομπή: [η] (ἄγχι + εκπομπή) τεχνική διευθυνσιοδότησης και δρομολόγησης δικτύων, κατά τον οποίο τα πακέτα δρομολογούνται στον «εγγύτερο» ή «καλύτερο» προορισμό, σύμφωνα με τη τοπολογία δρομολόγησης (μτφ. δ. απο την αγγλική anycast)
αγχιθέσιο: [το] (ἄγχι + θέση) μεγάλο κάθισμα που συνήθως διαθέτει πλάτη, στο οποίο μπορούν να καθίσουν περισσότερα του ενός άτομα (μτφ. δ. απο τη γαλλική canapé = καναπές)
αγχιληψία: (ἄγχι + λαμβάνω) κοντινό πλάνο κινηματογραφικής λήψης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gros plan = γκρο πλαν)
αγχόνιππος: [η] (αγχόνη + ίππος) μακρύ σχοινί ή δερμάτινο λουρί με θηλειά στο ένα άκρο του, το οποίο χρησιμεύει για τη σύλληψη καταδιωκόμενων ζώων ή ανθρώπων (μτφ. δ. απο την ισπανική lazo = λάσο)
αγωνιωδία: [η] (αγωνία + ᾠδή) δραματικό λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό έργο με έντονο το στοιχείο της αγωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική thriller = θρίλερ)
αδαμαντάορας: [ο] (ἀδάμας + ἄορ) (ε.φ.) σπαθί του οποίου η κόψη είναι ένα μονολιθικό διαμάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική crystal sword)
αδηούχος: [ο] (Άδης + ἔχω) (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Άδη (μτφ. δ. απο την αγγλική plutonian)
αδιαμορφωσιά: [η] (α- + διαμόρφωση) υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτήν, που δεν έχει διαμορφωθεί (μτφ. δ. απο την τουρκ. alan = αλάνα)
αδραναπορροφητής: [ο] (αδράνεια + απορροφώ) (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
αδρανοεκμηδενιστής: [ο] (αδράνεια + εκμηδενίζω) (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper) (© clot)
αεριθύνωπο: [το] (ἀήρ + ἰθύνω + ὤψ) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
αεροδύομαι: [ρ.] (αέρας + δύομαι) το να πέφτω απο αεροπλάνο, και το άνοιγμα του αλεξιπτώτου να γίνεται μετά απο μερικά λεπτά, ώστε να βρίσκομαι σε ελεύθερη πτώση για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sky diving) (© Ju-87)
αερόδυση: [η] (αέρας + δύομαι) πτώση απο αεροπλάνο, όπου το άνοιγμα του αλεξιπτώτου γίνεται μετά απο μερικά λεπτά, ώστε ο αεροδύτης να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sky diving) (© Ju-87)
αεροκιβωτός: [η] (ἀήρ + κιβωτός) εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική télépherique = τελεφερίκ) (© Ju-87)
αερομβώτιο: [το] (ἀήρ + ρόμβος + ὠτίον) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
αερομπότ: [το] (ἀήρ + ρομπότ) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© Hellegennes)
αερομποτάνκ: [το] (ἀήρ + ρομπότ + τανκ) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone) (© Hellegennes)
αεροταλωειδές: [το] (ἀήρ + Τάλως) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© Ju-87)
αερωλισθηρίδα: [η] (ἀήρ + ολισθαίνω + -ίδα) εφαρμοστό ένδυμα ιδιαιτέρας ανθεκτικότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική skinsuit)
αζωαύτεργο: [το] (α-[στερητικό] + ζωή + αυτό + έργο) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)(© stavmanr)
αζωθυπνία: [η] (άζωτο + ὕπνος) τεχνητή χειμερία νάρκη σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που επιτυγχάνονται με εμβάπτιση σε υγρό άζωτο (μτφ. δ. απο την αγγλική cold sleep)
αζωθύπνιος: [ο] (άζωτο + ὕπνος) (ε.φ.) άτομο ευρισκόμενο σε κρυογονική νάρκη (μτφ. δ. απο την αγγλική cold sleeper)
αζωτόκλινο: [το] (άζωτο + κλίνη) (ε.φ.) διαστημόπλοιο στο οποίο το πλήρωμα βρίσκεται σε τεχνητή χειμερία νάρκη για να επιζήσει μακρόχρονα ταξίδια στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sleeper ship)
αθλοχορεύτρια: [η] (άθλο- + χορός) χορεύτρια ομάδας που παρουσιάζει ένα μίγμα χορού και γυμναστικών επιδείξεων στα ημίχρονα διαλείμματα των αθλητικών αγώνων προς διασκέδαση των θεατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική majorette = μαζορέτα)
αιγλαμπτήρας: [ο] (αίγλη + λαμπτήρας) γυάλινος σωλήνας ο οποίος περιέχει δύο ηλεκτρόδια και είναι γεμάτος από το χημικό στοιχείο Νέον υπό ελαττωμένη πίεση και καθίσταται φωτεινός με την εφαρμογή ορισμένης τάσης στα ηλεκτρόδιά του (μτφ. δ. απο τη γαλλική néon = νέον)
αιθερογραφία: [η] (αιθέρας + γράφω) αναγραφή διαφημιστικών μηνυμάτων στον ουρανό μέσω ιχνών συμπύκνωσης που εκκρίνονται απο αεροσκάφη (μτφ. δ. απο την αγγλική skywritting)
αιθεροκοχλίας: [ο] (αιθέρας + κοχλίας) στενή και χρωματιστή χάρτινη ταινία, τυλιγμένη σε κύλινδρο, που, καθώς ρίχνεται, ξετυλίγεται στον αέρα και η οποία χρησιμοποιείται σε διάφορες μεγάλες γιορτές (μτφ. δ. απο τη γαλλική serpentin = σερπαντίνα)
αϊκόλογο: [το] (ἀϊκή [απότομη κίνηση] + λόγος) έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι (μτφ. δ. απο την ιταλική attacca = ατάκα)
αιμόκαρπος: (αίμα + καρπός) ποικιλία πορτοκαλιού (Citrus sinensis) με βαθυκόκκινη σάρκα και χυμό (μτφ. απο την ιταλική sanguigni = σαγκουίνι) (© Ju-87)
αιμόκιτρος: [ο] (αίμα + κίτρο) κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τής πορτοκαλιάς η οποία χαρακτηρίζεται από την εύχυμη και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αιματόχροη σάρκα τού καρπού της (μτφ. δ. απο τη γαλλική sanguigni = σαγκουίνι) (© κάποιος_Νίκος)
αιμοπιτυλωδία: [η] (αίμα + πίτυλος + ᾠδή) είδος ταινιών τρόμου, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική splatter = σπλατεριά)
αισθησιοποιός: [ο] (αίσθησις + -ποιός) ηθοποιός που παίρνει μέρος σε ταινία πορνό (μτφ. δ. απο την αγγλική pornstar = πορνοστάρ)
αιωροδιοχετευτήρας: [ο] (αἰωρῶ + διοχετεύω) (ε.φ.) σωλήνας εντός του οποίου είναι εξουδετερωμένη η βαρύτητα και χρησιμοποιείται για τις μεταφορές των αιωρουμένων μέσα σε αυτόν αντικειμένων και προσώπων (μτφ. δ. απο την αγγλική dropshaft)
αιωροπλωρίζω: [ρ.] (αἰωρῶ + πλώρη) το να κινείται ταχύπλοο σκάφος με υψωμένη την πλώρη (μτφ. δ. απο την αγγλική planer = πλανάρω)
αιωρόσυρμος: [ο] (αἰωρῶ + συρμός) εναέριο μεταφορικό μέσο με θαλαμίσκους που μετακινούνται αναρτημένοι σε πολύ ισχυρά καλώδια μεταφέροντας επιβάτες ή εμπορεύματα σε ορεινές δυσπρόσιτες περιοχές ή χιονοδρομικά κέντρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική télépherique = τελεφερίκ)
αιώροχος: [ο] (αἰωρῶ + ὄχος) (ε.φ.) ανοικτό όχημα που αιωρείται (μτφ. δ. απο την αγγλική skimmer)
ακουισμός: [ο] (ακούω + -ισμός) η βαθιά πνευματική δραστηριότητα του να ακούς τον άλλον με σεβασμό (μτφ. δ. απο την Αμπορίγκινες dadirri) (© Ju-87)
ακραιομορία: [η] (ακραίος + μόρα + -ία) μικρή ομάδα ακραίας, άκαμπτης ιδεολογίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική groupuscule = γκρουπούσκουλο)
ακρογεισόπλεκτο: [το] (άκρη + γείσο + πλέκω) οδοντωτό κέντημα με στρογγυλές ή αιχμηρές απολήξεις στο άκρο, συνήθως, ενός υφάσματος ή ενδύματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική feston = φεστόνι)
ακτινορρίπτης: [ο] (ακτίνα + ῥίπτω) (ε.φ.) ακτινοβόλο όπλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray gun)
ακτινορρίπτω: [ρ.] (ακτίνα + ῥίπτω) το να πυροβολώ με ακτινοβόλο (μτφ. δ. απο την αγγλική ray)
ακτινουλκώ: [ρ.] (ἀκτῖνα + ἕλκω) (ε.φ.) το να ρυμουλκώ σκάφος ή αντικείμενο εξ αποστάσεως μέσω ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική tractor beam pulling)
αλαβοκύλικας: [ο] (α- + λαβή + κύλικας) ημισφαιρικό κεραμικό, πορσελάνινο ή γυάλινο αγγείο, σχετικά μικρό, για το σερβίρισμα π.χ. του παγωτού (μτφ. δ. απο την αγγλική bol = μπολ)
αλατόβακτρο: [το] (άλας + βάκτρο) αλμυρό ραβδοειδές μπισκότο (μτφ. δ. απο τη γαλλική bâton salé = μπατόν σαλέ)
αλειφόζη: [η] (ἀλείφω + -όζη) (1) λιπώδης ιστός (2) σπάνιος δισακχαρίτης (μτφ. δ. απο την λατινική adipose = αδιπόζη) (© Ju-87)
αλειφοσυνδετίνη: [η] (ἀλείφω + συνδέω + -ίνη) ορμόνη που εμπλέκεται στη ρύθμιση των επιπέδων της γλυκόζης, όπως επίσης και στον καταβολισμό των λιπαρών οξέων (μτφ. δ. απο την αγγλική adiponectin = αδιπονεκτίνη) (© Ju-87)
αλεξελκτήριο: [το] (ἀλέξω + ἕλκω) (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός εξουδετέρωσης των δυνάμεων που ασκούνται στο πλήρωμα κατα τη διάρκεια μεγάλων επιταχύνσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική inertia damper)
αλευράλμη: [η] (ἄλευρον + ἅλμη) ειδική σάλτσα (από ξίδι, σκόρδο, ντομάτα, αλεύρι κτλ.) για τη διατήρηση ψαριών ή κρέατος (μτφ. δ. απο την ιταλική marinata = μαρινάτα)
αλευράρτυμα: [το] (ἄλευρον + ἄρτυμα) κρέμα απο γάλα, αλεύρι και αυγό που τοποθετείται σε στρώσεις φαγητών (μτφ. δ. απο τη γαλλική béchamel = μπεσαμέλ)
αληπάθεια: [η] (ἄλη [περιπλάνηση] + πάθος) επιδεικτικά απαθής και αδιάφορος (μτφ. δ. απο τη γαλλική blasé = μπλαζέ)
αλλανάγνωση: [η] (ἄλλος + ανάγνωση) (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα ανάγνωσης σκέψεων (μτφ. δ. απο την αγγλική esp)
αλλαναγνωστήρας: [ο] (ἄλλος + ανάγνωση) (ε.φ.) κατασκοπευτική ακτινοβολία η οποία μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις (μτφ. δ. απο την αγγλική spy ray)
αλλαναγνώστης: [ο] (ἄλλος + ανάγνωση) (ε.φ.) άτομο με τηλεπαθητικές ικανότητες που μπορεί να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων (μτφ. δ. απο την αγγλική esper)
αλλαντόψωμο: [το] (ἀλλᾶς + ψωμί) σάντουιτς με βραστό ή ψητό λουκάνικο (μτφ. δ. απο την αγγλική hot dog = χοτ ντογκ) (© Ju-87)
αλλελλογολογία: [η] (ἄλλος + έλλογος + -λογία) (ε.φ.) επιστήμη η οποία ασχολείται με τη μελέτη της εξωγήινης νοημοσύνης (μτφ. δ. απο την αγγλική xenology)
αλλοδημεγκριτήριο: [το] (ἄλλος + δήμος + έγκριση) άδεια εισόδου σε μια χώρα που εκδίδεται από τις αρχές της χώρας αυτής και δίνεται σε ξένους πολίτες με την θεώρηση και την επικύρωση διαβατηρίων ή άλλων εγγράφων τους (μτφ. δ. απο την ιταλική visa = βίζα)
αλλόσχημος: [ο] (ἄλλος + σχήμα) άνθρωπος του οποίου το σώμα ή το μυαλό έχει αλλοτριωθεί προς την κατεύθυνση είτε της μηχανοποιήσης είτε της εξωγηϊνοποίησης (μτφ. δ. απο την αγγλική transhuman)
αλλοχθονογενές: [το] (ἄλλος + χθων + γένος) (ε.φ.) επιθ. για κάτι που κατάγεται εκτός γης (μτφ. δ. απο την αγγλική off-earth adj)
αλλοχθονοπτέρυγας: [ο] (ἄλλος + χθων + πτέρυγας) εξωγήινο ιπτάμενο ον (μτφ. δ. απο την αγγλική avian)
αλματηλασία: [η] (άλμα + ἐλαύνω) είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcours = παρκούρ)
αλματηλάτης: [ο] (άλμα + ἐλαύνω) αθλητής του παρκούρ (μτφ. δ. απο τη γαλλική traceur)
αλμώρυα: [η] (άλμη + ὀρύα [λουκάνικο]) αλλαντικό που παρασκευάζεται με ψιλοκομμένο χοιρινό ή (και) μοσχαρίσιο κρέας, καπνιστό ή βραστό, λίπος και διάφορα μπαχαρικά (μτφ. δ. απο την ιταλική salame = σαλάμι)
αλυσολειχία: [η] (άλυσος + λείχω) σεξουαλική πράξη πολλών ατόμων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική sex-daisy chain)
αλυχνόφιλτρο: [το] (α- + λύχνος + φίλτρο) μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial) (© Spiros252),
αλυχνόχθονας: [ο] (α- + λύχνος + χθων) γαιόμορφος πλανήτης περιφερόμενος στο σύμπαν, μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue earth-like planet)
αλφοθήκη: [η] (ἀλφή [αμοιβή] + θήκη) μπαούλο, σεντούκι (μτφ. δ. απο την ιταλική forziere = φορτσέρι)
αμανδρόπεδο: [το] (α- + μάνδρα + πεδίο) υπαίθρια έκταση σε κατοικημένη περιοχή, ή κοντά σε αυτή, που δεν έχει διαμορφωθεί (μτφ. δ. απο την τουρκ. alan = αλάνα) (© Ju-87)
αμαξατραπία: [η] (ἅμαξα + ἀτραπός) αγώνες δρόμου αυτοκινήτων σε ανώμαλο έδαφος (μτφ. δ. Απο την αγγλική autocross = ωτοκρός) (© Ju-87)
αμαξέλαιο: [το] (αμάξι + έλαιο) υγρό με πτητική κι εύφλεκτη ιδιότητα και με χαρακτηριστική και έντονη οσμή, το οποίο παράγεται από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως (μτφ. δ. απο τη γερμανική benzin = βενζίνη) (© Ju-87)
αμαξοσκελετός: [ο] (ἅμαξα + σκελετός) το μέρος ενός οχήματος που σηκώνει το αμάξωμα, τον κινητήρα, τις ρόδες, ο σκελετός του οχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική chassis = σασί) (© Ju-87)
αμετρόρρυθμα: [επιρρ.] (άμετρος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την δίχως μέτρο (μουσικό) ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική senza misura = σέντσα μιζούρα)
αμπελοϊδέα: [η] (άμπελος + ιδέα) ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε να μπόρεσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© fagano)
αμφελικοσανίδα: [η] (ἀμφί + έλικας + σανίδα) τροχοσανίδα με δύο τροχούς, των οποίων οι άξονες περιστροφής είναι κάθετοι στο μήκος της, και δύο αναβολείς, μέσα στο κέντρο των τροχών, στηριζομένους σε κυλισιοτριβείς (μτφ. δ. απο την αγγλική skatecycle)
αμφίαρτο: [το] (ἀμφί + άρτος) γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ ,το αμφίψωμο (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich = σάντουιτς) (© stavmanr)
αμφιδιαμορφωτής: [ο] (ἀμφί + διαμορφώνω) ηλεκτρονική συσκευή που επιτρέπει την επικοινωνία ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσω τηλεφωνικών γραμμών, μετατρέποντας το ψηφιακό σήμα του υπολογιστή σε αναλογικό τηλεφωνικό σήμα και αντίστροφα (μτφ. δ. απο την αγγλική modem = μόντεμ)
αμφιδοκορρίπτης: [ο] (ἀμφί + δοκός + ῥίπτω) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun)
αμφίκλινο: [το] (ἀμφί + κλίνη) μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου, ή (στον πληθ.) κρεβάτια, συνήθως παιδικά, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική cucetta = κουκέτα)
αμφικωδώνιο: [το] (ἀμφί + κώδων) γυναικείο παντελόνι που πιάνει μέχρι τη μέση της γάμπας με μπατζάκια που φαρδαίνουν προς τα κάτω (μτφ. δ. απο τη γαλλική jupe‐culotte = ζιπ κιλότ)
αμφιλαροτραγικός: [ο] (ἀμφί + ιλαρός + τραγικός) ηθοποιός που μπορεί να παίζει κωμικούς αλλα και τραγικούς ρόλους (μτφ. δ. απο την ιταλική caratterista = καρατερίστας)
αμφιλειχία: [η] (αμφί + λείχω) ερωτική στάση κατα την οποία δύο γυναίκες λείχουν τα γεννητικά όργανα ενός ανδρός (μτφ. δ. απο την αγγλική double blow job)
αμφιμήραπτο: [το] (ἀμφί + μηρός + άπτω) κάλυμμα για τα πόδια, όπως οι κάλτσες, αλλά μονοκόμματο και από λεπτότερο ύφασμα, και που φτάνει έως τη μέση· φοριέται κυρίως από γυναίκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική caleçon = καλτσόν)
αμφίμοχλος: [ο] (ἀμφί + μοχλός) παιδικό παιχνίδι· αποτελείται από ένα οριζόντιο ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος που εκτελεί κυκλική κίνηση στο κατακόρυφο επίπεδο γύρω από το μέσον του, ενώ οι δύο παίκτες κάθονται στα άκρα του· όταν ο ένας ανεβαίνει τότε ο άλλος κατεβαίνει και αντιστρόφως (μτφ. δ. απο την ιταλική traballare [ταλαντεύομαι] = τραμπάλα)
αμφίοψο: [το] (ἀμφί + όψη) στενόμακρη πετσέτα ή τετράγωνο μαντίλι που ανήκει στην κατηγορία τής πολύχρωμης κεντητικής με χρωματιστές μεταξωτές κλωστές και με ιδιότυπη τεχνική που κάνει το κέντημα διπρόσωπο, δηλ. ίδιο και από τις δύο όψεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. cevre = τσεβρές)
αμφίπνοος: [ο] (ἀμφί + πνέω) άνεμος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κύριες διευθύνσεις (μτφ. δ. απο την τουρκ. musevves = μεσοβέζικος)
αμφίσφυρα: [η] (ἀμφί + σφύρα) είδος βλήματος το οποίο χρησιμοποιούνταν παλαιότερα και το οποίο αποτελούνταν από δύο σφαίρες συνδεδεμένες μεταξύ τους με σύρμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική balle ramée = μπαλαρμάς)
αμφιτέμαχο: [το] (ἀμφί + τέμαχος) ένδυμα αποτελούμενο απο δύο κομμάτια (μτφ. δ. απο τη γαλλική deux‐pièces = ντε-πιές)
αμφίτροχο: [το] (ἀμφί + τροχός) ηλεκτροκινούμενη τροχοσανίδα δύο παραλλήλως περιστρεφομένων τροχών (μτφ. δ. απο την αγγλική e-Board)
αμφίψωλο: [το] (ἀμφί + ψωλή) ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα συνουσιάζεται ταυτόχρονα με δύο άντρες, όπου ο ένας διεισδύει στο αιδοίο και ο έτερος στον πρωκτό της (μτφ. δ. απο την αγγλική [sex] sandwich)
αμφόρεμα: [το] (ἀμφί + φόρεμα) γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι και φούστα (ή παντελόνι) του ίδιου στιλ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tailleur = ταγέρ)
αμφόρετο: [το] (ἀμφί + φορετό) ύφασμα που έχει και τις δύο όψεις του φινιρισμένες έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο ως εξωτερικές όψεις ενδύματος, ενώ, συχνά, οι όψεις αυτές διαφέρουν ως προς το χρώμα ή το σχέδιο (μτφ. δ. απο τη γαλλική double face)
αμφορίδιο: [το] (ἀμφορεύς + -ίδιο) γυάλινη μικρή φιάλη, που περιέχει (αποστειρωμένο) φάρμακο κατάλληλο για ενέσιμη χορήγηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική ampoule = αμπούλα)
αναγλυφίδα: [η] (ανάγλυφος + -ίδα) εφαρμοστό παντελόνι που «κολλάει» στο σώμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική collant = κολάν)
αναδειξιοθήρας: [ο] (ανάδειξις + -θήρας) πρόσωπο χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς, που θέλει να ανέλθει επαγγελματικά και κοινωνικά χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε μέσο (μτφ. δ. απο τη γαλλική arriviste = αριβίστας)
αναδειξιοθηρία: (ανάδειξις + θήρα) τάση για γρήγορη ανάδειξη με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε μέσου (μτφ. δ. απο τη γαλλική arrivisme: αριβισμός)
αναδυνατότητα: [η] (αν- + α- + δυνατότητα) (ε.φ.) πρώτος νόμος του Άρθουρ Κλαρκ, που λέει πως όταν ένας διακεκριμένος επιστήμονας υποστηρίζει πως κάτι είναι δυνατόν, τότε έχει δίκαιο, ενώ έχει άδικο όταν υποστηρίζει το αντίθετο (μτφ. δ. απο την αγγλική Clarke's First Law)
ανακατοφρύγω: [ρ.] (ανακατεύω + φρύγω) ψήνω ανακατεύοντάς τους διαρκώς κόκκους καφέ ή σπόρους δημητριακών (π.χ. αμύγδαλα) σε μεγάλη θερμοκρασία (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavourmak = καβουρδίζω)
ανακοινωσελίδα: [η] (ανακοίνωση + σελίδα) διαφημιστικό φυλλάδιο (μτφ. δ. απο τη γαλλική feuille volante = φεϊγβολάν)
ανάκομβος: [ο] (ανα- + κόμβος) τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας, κορδονιού κτλ. σε σχήμα πεταλούδας (μτφ. δ. απο την ιταλική fiocco [= νιφάδα] = φιόγκος)
ανακτίσκος: [ο] (άναξ + -ίσκος) φιγούρα της τράπουλας, ο βαλές (μτφ. δ. απο την ιταλική fante = φάντης)
ανανυμφοδώρημα: [το] (ανα- + νύμφη + δώρημα) προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (μτφ. δ. απο την τουρκ. agirlik = αγριλίκι)
αναρροφύσκη: [η] (ανα- ῥοφῶ + φύσκη) ελαστικός αχλαδόσχημος αναρροφητήρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική poire [αχλάδι] = πουάρ)
αναρτέμμισθος: [ο] (αναρτώ + έμμισθος) αμοιβόμενος διαδικτυακός προπαγανδιστής
ανατολικωδία: [η] (ανατολικός + ωδή) κινηματογραφικό έργο του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται στην προαποικιοκρατική Άπω Ανατολή με θεματολογία πολεμικών τεχνών (μτφ. δ. απο την αγγλική eastern)
ανατυποσότητα: [η] (ανατυπώνω + ποσότητα) ο αριθμός αντιτύπων στα οποία εκδίδεται ένα έντυπο (μτφ. δ. απο τη γαλλική tirage = τιράζ)
ανδεοκόνικλος: [ο] (Άνδεις + κόνικλος) ράτσα τρωκτικού που συγγενεύει με τα ινδικά χοιρίδια με καταγωγή απο την Νότια Αμερική (μτφ. δ. απο την ισπανική chinchinlla = τσιντσιλά) (© Ju-87)
ανδραποδοειδές: [το] (ανδράποδο + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
ανδριμάντειο: [το] (ανήρ + ιμάντας) ανδρικό μαγιώ που καλύπτει μόνο τα γεννητικά όργανα και τιράντες που πιάνουν στους ώμους (μτφ. δ. απο την αγγλική mankini)
ανελπιστεύρημα: [το] (ανέλπτιστο + εύρημα) το ανέλπιστο εύρημα, μια ευκαιρία υπεράνω προσδοκίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kelepir = κελεπούρι)
ανεφελόχθονας: [ο] (α- + νεφέλη + χθων) (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
ανθεκτίτης: [ο] (ανθεκτικός + -ίτης) είδος πλαστικού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων καθημερινής χρήσης ή για την επάλειψη επιφανειών με υγρό βακελίτη, προκειμένου να στεγανοποιηθούν ή να γίνουν σκληρές και ανθεκτικές (μτφ. δ. απο την γερμανική bakelit = βακελίτης) (© Ju-87)
ανθελκωθούμενο: [το] (ἀντί + ἕλκω + ὠθῶ) όχημα του οποίου η ώθηση βασίζεται σε μηχανισμό που εξουδετερώνει την βαρύτητα και κινείται έτσι σε μικρή απόσταση πάνω απο το έδαφος χωρίς ωστόσο να το αγγίζει (μτφ. δ. απο την αγγλική floater)
ανθορίζω: [ρ.] (ἀντάω + ὁρίζω) το να κανονίζω τόπο και χρόνο συνάντησης (μτφ. δ. απο τη γερμανική verabreden)
ανθρακοσάρωθρο: [το] (άνθρακας + σάρωθρο) σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή με το οποίο μετακινούν τα κάρβουνα στον φούρνο ή στο τζάκι (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης