Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

ανθρακόχθονας-αψυχολαγνεία

Πήγαινε κάτω

ανθρακόχθονας-αψυχολαγνεία Empty ανθρακόχθονας-αψυχολαγνεία

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 01:59

ανθρακόχθονας: [ο] (άνθρακας + χθων) πλανήτης ο οποίος αποτελείται κυρίως απο ενώσεις άνθρακα, αντίθετα με πλανήτες σαν τη Γη που αποτελείται κυρίως απο ενώσεις Πυριτίου (μτφ. δ. απο την αγγλική carbon planet)
ανθραχύαλος: [ο] (άνθρακας + ὕαλος) ελαφρύ και διάφανο πλαστικό υλικό που μοιάζει με γυαλί που έχει μεγάλη αντοχή στις καιρικές μεταβολές και τις πιέσεις (μτφ. δ. απο τη γερμανική plexiglas = πλεξιγκλάς)
ανθυλεκρήγνυτρο: [το] (ἀντί + ὕλη + ἐκρήγνυμι) (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
ανθυλέκρηκτρο: [το] (ἀντί + ὕλη + έκρηκτρο) (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
ανθυλόκτιστο: [το] (ἀντί + ὕλη + κτίζω) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που αποτελείται απο αντιύλη (μτφ. δ. απο την αγγλική contraterrene)
ανθυποδηματοποιός: [ο] (ἀντί + ὑπόδημα + -ποιός) κατασκευαστής ή πωλητής κατωτέρας ποιότητας υποδημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kavaf = καβάφης)
ανθυπολιτεία: [η] (ἀντί + ὑπό + πολιτεία) η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, τόσο για τις πράξεις που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα, όσο και για τις πράξεις του προστατευόμενου κράτους (μτφ. δ. απο τη γαλλική protectorat = προτεκτοράτο)
ανιδωσωμάτιο: [το] (ανίδωτος + σωμάτιο) υποθετικό σωματίδιο της σκοτεινής ύλης (μτφ. δ. απο την αγγλική neutralino = νετραλίνο) (© Ju-87)
ανιδωτόνιο: [το] (ανίδωτος + -όνιο) υποθετικό σωματίδιο της σκοτεινής ύλης (μτφ. δ. απο την αγγλική neutralino = νετραλίνο) (© Ju-87)
ανταμοθετώ: [ρ.] (ἀντάμα + τίθημι) το να κανονίζω τόπο και χρόνο συνάντησης (μτφ. δ. απο τη γερμανική verabreden)
αντιγράφανδρο: [το] (αντίγραφο + ανήρ) τεχνητός βιολογικός οργανισμός που μοιάζει με άνθρωπο (μτφ. δ. απο την αγγλική replicant)
αντιδόριο: [το] (ἀντί + δόριος) (ε.φ.) εφαρμοστή στολή απο συνθετικό υλικό με ανθεκτικότητα σε αντίξοες συνθήκες (μτφ. δ. απο την αγγλική plastiskin)
αντιδρωθητήρας: [ο] (αντιδρώ + ωθητήρας) μηχανισμός ώθησης διαστημοπλοίου μέσω εκφενδονισμού ύλης προς κατεύθυνση αντίθετη της κίνησης (μτφ. δ. απο την αγγλική reaction drive)
αντιλάμνετε: [ρ.] (ἀντί + λάμνω) δευτ. προσ. πληθ. της προστ. του ρ. αντιλάμνω, που σημαίνει κάνω πίσω με τα κουπιά (μτφ. δ. απο την ιταλική scia = σία)
αντιλειχία: [η] (αντί + λείχω) ερωτική στάση κατα την οποία οι δύο ερωτικοί σύντροφοι αλληλογλύφονται στα γεννητικά τους όργανα (μτφ. δ. απο την αγγλική sixty-nine = εξηντα εννιά)
αντιπλάνηση: [η] (ἀντί + πλανώ) σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
αντιποινοδικία: [η] (ἀντί + ποινή + δίκη) η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά (μτφ. δ. απο την ιταλική vendetta = βεντέτα)
αντιποινοφαντία: [η] (ἀντί + ποινή + φαίνομαι) σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
αντιστροφοχλοβάτεμα: [το] (αντίστροφος + όχλος + βάτεμα) σεξουαλική πράξη όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες και ένας άνδρας (μτφ. δ. απο την αγγλική reverse gangbang)
αντιφαντασιακός: [ο] (ἀντί + φαντασία) άτομο το οποίο δεν είναι οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική mundane)
αντιχειραίτηση: [η] (ἀντί + χείρα + αίτηση) το να προσπαθεί κάποιος να σταματήσει διερχόμενο ιδιωτικό όχημα και να επιβιβαστεί σε αυτό δωρεάν, απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας με τον αντίχειρά του προς την επιθυμητή κατεύθυνση (μτφ. δ. απο την αγγλική auto‐stop = οτοστόπ)
αντιχειρεγκρίνω: [ρ.] (αντίχειρας + εγκρίνω) το να προσεγκρίνω ή το να προσυπογράφω αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέσω μιας καταχωρητικής λειτουργίας (μτφ. δ. απο την αγγλική like = κάνω λάικ)
αντλιοσάλπιγγα: [η] (αντλία + σάλπιγγα) χάλκινο πνευστό όργανο (μτφ. δ. απο την ιταλική trombone = τρομπόνι)
ανωρόφιο: [το] (αν- + οροφή) ανοιχτό, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabriolet = καμπριολέ)
αξιοσύλλεκτο: [το] (άξιο + συλλέγω) (ε.φ.) επετειακό τεύχος περιοδικού (μτφ. δ. απο την αγγλική annish)
αοιδόρρυθμα: [επιρρ.] (αοιδός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα συνοδεία ενός σολίστα τραγουδιστή ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την γαλλική suivez = σουιβέζ)
αορατοποιός: [ο] (αόρατος + -ποιός) (ε.φ.) συσκευή ή μηχανισμός ο οποίος μπορεί να κάνει αόρατο τον χρήστη του ή το όχημα στο οποίο είναι εγκατεστημένος (μτφ. δ. απο την αγγλική cloaking device)
αορίσκος: [ο] (ἄορ + -ίσκος) αιχμηρό εγχειρίδιο, μικρό μαχαίρι πολύ κοφτερό (μτφ. δ. απο την ιταλική stiletto = στιλέτο)
απαλόδορο: [το] (απαλός + δορά) είδος κατεργασμένου δέρματος πολυτελείας τού οποίου η εσωτερική πλευρά τοποθετείται ως εξωτερική στα κατασκευαζόμενη είδη (μτφ. δ. απο τη γαλλική suède = σουέτ)
απαφετήριος: [ο] (απο + αφετηρία) (ε.φ.) επιθ. για κάτι που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet adj)
απεικονόσταση: [η] (απεικόνιση + στάση) φροντισμένη στάση που παίρνει κανείς προκειμένου να φωτογραφηθεί ή να χρησιμέψει ως μοντέλο ζωγράφου ή γλύπτη (μτφ. δ. απο την ιταλική posa = πόζα)
απεικονοστέκομαι: [ρ.] (απεικόνιση + στέκομαι) το να παίρνω ορισμένη στάση προκειμένου να φωτογραφηθώ ή να χρησιμέψω ως μοντέλο καλλιτέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική posare = ποζάρω)
απερανθάλτης: [ο] (απέραντο + ἅλμα) (ε.φ.) μηχανισμός ακαριαίας (ταχύτερης του φωτός) τηλεπικοινωνίας (μτφ. δ. απο την αγγλική ansible)
απεραντόποθος: [ο] (απέραντος + πόθος) η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh)
απλοκρατία: [η] (απλός + κρατώ) μια κίνηση στη σύγχρονη τέχνη, κυρίως στο χώρο των εικαστικών και της μουσικής, όπου απο το έργο τέχνης έχει εκλείψει κάθε τι περιττό και υπάρχουν μέσα σε αυτό μόνο τα βασικά και αναγκαία στοιχεία (μτφ. δ. απο τη γαλλική minimalisme = μινιμαλισμός) (© Ju-87)
απλοτροπία: [η] (απλός + τρόπος) μια κίνηση στη σύγχρονη τέχνη, κυρίως στο χώρο των εικαστικών και της μουσικής, όπου απο το έργο τέχνης έχει εκλείψει κάθε τι περιττό και υπάρχουν μέσα σε αυτό μόνο τα βασικά και αναγκαία στοιχεία (μτφ. δ. απο τη γαλλική minimalisme = μινιμαλισμός) (© Ju-87)
αποθάλαμος: [ο] (απο + θάλαμος) απομονωμένος χώρος σε κέντρο διασκέδασης για πελάτες που χρειάζονται να μείνουν μόνοι μεταξύ τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική séparé = σεπαρέ)
αποκαταστατισμός: [ο] (αποκατάσταση + -ισμός) χριστιανική κίνηση που υποστηρίζει ότι η Αγία Γραφή δεν διδάσκει την αιώνια οδύνη στην κόλαση. Ακολουθώντας τον Ωριγένη, τον Αλεξανδρινό λόγιο και θεολόγο του 3ου αιώνα, βεβαιώνει την καθολική αποκατάσταση των πάντων ενώπιον του Θεού, τη σωτηρία της ψυχής όλων των ανθρώπων (μτφ. δ. απο τη γαλλική universalisme = ουνιβερσαλισμός)
αποκομμάζωμα: [το] (ἀπόκομμα + μάζωμα) καλλιτεχνική σύνθεση με τη συγκόλληση χρωματιστών ή ζωγραφισμένων επιφανειών ή εικόνων, η χαρτεπικόλληση (μτφ. δ. απο τη γαλλική collage = κολάζ)
αποκομμάτιο: [το] (ἀπόκομμα + ίο) απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupon = κουπόνι)
αποκρημνοφιλία: [η] (απόκρημνος + φιλία) το συναίσθημα του να θέλει κάποιος να πηδήξει απο μεγάλο ύψος στο κενό (μτφ. δ. απο τη γαλλική l'appel du vide)
αποκρουσοβούτι: [το] (απόκρουση + βουτιά) (ποδόσφ.) εκτίναξη και πτώση στο έδαφος του τερματοφύλακα για να αποκρούσει την μπάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική plongeon = πλονζόν)
αποκρύφογκο: [το] (απόκρυφος + όγκος) (ε.φ.) ογκώδες μυστηριώδες αντικείμενο (μτφ. δ. απο την αγγλική big dumb object)
αποληξίχθονας: [ο] (απόληξη + χθών) (ε.φ.) πλανήτης που βρίσκεται στις άκρες ή εκτός του γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική rim world)
απομελανίνωση: [η] (ἀπό + μελανίνη) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική décapage = ντεκαπάζ)
αποσφάγιο: [το] (απο + σφάγιο) τμήμα σφαγίου που θεωρείται κατωτέρας ποιότητας, σαβούρα (μτφ. δ. απο την τουρκ. katma = κατιμάς)
αποτοπισμός: [ο] (από + τόπος + -ισμός) συναίσθημα αποπροσανατολισμού κάποιου ευρισκομένου σε άγνωστο μέρος (μτφ. δ. απο τη γαλλική depaysement)
απωλοκληρωτής: [ο] (ἀπό + ολοκλήρωση) όπλο το οποίο διαλύει τον στόχο του στα υλικά απο τα οποία αποτελείται (μτφ. δ. απο την αγγλική disintegrator)
αραβοσιτόχυλος: [ο] (αραβόσιτος + χυλός) κουρκούτι απο καλομπακάλευρο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kacamak = κατσαμάκι)
αργιλλίδα: [η] (ἄργιλλος + -ίδα) (ε.φ.) ασπίδα που προστατεύει απο το να διαβαστεί ή να ποδηγετηθεί η σκέψη (μτ. δ. απο την αγγλική mind shield)
αργυροχίαστο: [το] (αργυρός + χιαστός) συμπλέγματα ασημένιων ή και επίχρυσων αλυσίδων που τα φέρουν από τη μια ωμοπλάτη έως την άλλη και που συχνά διασταυρώνονται στο στήθος (μτφ. δ. απο την τουρκ. capraz = τσαπράζι)
αργυροχοιρίδιο: [το] (αργυρός + χοιρίδιο) κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση (μτφ. δ. απο την τουρκική kumbara = κουμπαράς)
αριφυλληδές: [το] (ἀρι- + φύλλο + ηδύς) είδος εδέσματος τού ταψιού με ανατολίτικη προέλευση, που παρασκευάζεται από φύλλα ζύμης και γέμιση από κρέμα γάλακτος ή τυρί (μτφ. δ. απο την ιταλική focaccia = μπουγάτσα)
αρρενάμφιππο: [το] (άρρην + άμφι + ίππος) σεξουαλική πράξη, όπου επι ανάσκελα ξαπλωμένου ανδρός, μία γυναίκα συνουσιάζεται ιππαστί και μία άλλη αιδοιολειχείται απο τον ίδιο (μτφ. δ. απο την αγγλική double cowgirl)
αρτοκέρας: [το] (άρτος + κέρας) γλύκισμα απο σφολιάτα κερατοειδούς σχήματος με γέμιση απο κρέμα και σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© κάποιος_Νίκος)
αρτόπτυο: [το] (άρτος + πτύον) φτυάρι με το οποίο ο αρτοποιός τραβάει το ψωμί έξω απο τον φούρνο (μτφ. δ. απο την τουρκ. gelberi = γκελμπερί)
αρτόρραβδος: [ο] (ἄρτος + ῥάβδος) λευκό σταρένιο ψωμί ραβδοειδούς σχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα) (© κάποιος_Νίκος)
αρτοφέγγαρο: [το] (ἄρτος + φεγγάρι) αρτοσκεύασμα σε σχήμα μισοφέγγαρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική croissant = κρουασάν) (© Ju-87)
αρχαιαλφές: [το] (αρχαίος + ἀλφή) παλαιό αντικείμενο, ενδεχομένως μεγάλης υλικής ή άλλης αξίας και φτιαγμένο με τέχνη (μτφ. δ. απο την ιταλική antica = αντίκα)
αρχειοδέκτης: [ο] (αρχείο + δέκτης) χαρτοφύλακας από χαρτόνι, μέσα στον οποίον ταξινομούνται και φυλάσσονται έγγραφα (μτφ. δ. απο τη γαλλική classeur = κλασέρ)
ασβεσταργιλόπολτος: [ο] (ασβέστης + άργιλος + πολτός) ελαστική, ανθεκτική και αδιάβροχη χυτή αυτοεπιπεδούμενη τσιμεντοκονία (μτφ. δ. απο την τουρκ. ayran = αϊράνι) (© Ju-87)
ασβεστάργιλος: [ο] (ασβέστης + άργιλος) συνδετικό δομικό υλικό, που αποτελείται από λεπτή ασβεστολιθική ή αργιλική σκόνη, που σε ανάμειξη με νερό σχηματίζει παχύρρευστο μείγμα, που αργότερα στερεοποιείται (μτφ. δ. απο τη λατινική caementum = τσιμέντο) (© Ju-87)
ασβεστοχρωστήρας: [ο] (ασβέστης + χρωστήρας) στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών (μτφ. δ. απο την τουρκ. badana = μπαντανάς)
ασκαρμόλεμβος: [η] (α- + σκαρμός + λέμβος) μακρόστενη ελαφριά, αμφίπλωρη βάρκα στην οποία τα κουπιά δεν τοποθετούνται σε σκαλμούς (μτφ. δ. απο τη γαλλική canot = κανό)
ασπίδαυρο: [το] (ασπίδα + αὔρα) (ε.φ.) αμυντικό πεδίο διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική deflector)
αστεροειδαπός: [ο] (αστεροειδής + -δαπός) (ε.φ.) κάτοικος της ζώνης των αστεροειδών, που εργάζεται πάνω στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων τους (μτφ, δ. απο την αγγλική belter)
αστοειδημονιός: [ο] (αστός + ϝεῑδος > ειδήμων + νέος) τεχνοκράτης, συνήθως νεαρής ηλικίας με καλοπληρωμένη δουλειά και τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από υπερκατανάλωση (μτφ. δ. απο την αγγλική yuppie = γιάπης)
αστοφερέοικος: [ο] (αστός + φερέοικος) περιφερόμενος άστεγος μεγαλούπολης (μτφ. δ. απο τη γαλλική clochard = κλοσάρ)
αστράλωνο: [το] (άστρο + ἅλως) τεχνητός περιστρεφόμενος δακτύλιος γύρω απο ένα άστρο, του οποίου η περίμετρος αντιστοιχεί στην τροχιά ενός κατοικήσιμου πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική ringworld)
αστρένδυμα: [το] (άστρο + ένδυμα) υποθετική μεγακατασκευή η οποία περικλείει έναν αστέρα και συσσωρεύει την ενέργεια που ο αστέρας εκπέμπει (μτφ. δ. απο την αγγλική dyson sphere = σφαίρα του Ντάισον) (© Spiros252)
αστροειδύλλιο: [το] (άστρο + ϝεῑδος > ειδύλλιο) (ε.φ.) ειδύλλιο με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική planetary romance)
αστροθαλαμηγός: [ο] (άστρο + θαλαμηγός) (ε.φ.) πολυτελές διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική space yacht)
αστροΐππευση: [η] (άστρο + ίππευση) η μετάθεση ενός τεχνητού δορυφόρου ή και ενός πλανήτη σε τροχιά γύρω από ένα άστρο υψηλής ή υπερυψηλής ταχύτητας με σκοπό γαλαξιακά ή διαγαλαξιακά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική intergalactic travel via hypervelocity stars) (© Spiros252)
αστροκαπνισμένος: [ο] (άστρο + καπνισμένος) (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει μεγάλη εμπειρία διαστρικών ταξιδιών (μτφ. δ. απο την αγγλική space-burned)
αστροκέλυφος: [το] (άστρο + κέλυφος) υποθετική μεγακατασκευή η οποία περικλείει έναν αστέρα και συσσωρεύει την ενέργεια που ο αστέρας εκπέμπει (μτφ. δ. απο την αγγλική dyson sphere = σφαίρα του Ντάισον) (© Spiros252)
ασυναπτόφθογγα: [επιρρ.] (α- + συνάπτω + φθόγγος) μουσικός όρος που υποδεικνύει την εκτέλεση των νοτών σε συντομότερο χρόνο απ’ ό,τι αναγράφεται στο πεντάγραμμο και με παύσεις ανάμεσά τους (μτφ. δ. απο την ιταλική staccato = στακάτο)
ασυρμικός: [ο] (α- + συρμός) άτομο το οποίο εμμονικά επιλέγει συνεχώς τρόπο εμφάνισης, ένδυσης, κόμμωσης, διατροφής, διασκέδασης και γενικά ζωής, ώστε να μην ανήκει ή να είναι υπεράνω του κυριάρχου ρεύματος, παραλλήλως δε επεντρυφεί σε ό,τι τεχνολογικά και καλλιτεχνικά νεωτεριστικό ώστε να προκαταλαμβάνει το κυρίαρχο ρεύμα (μτφ. δ. απο την αγγλική hipster = χίπστερ)
ασφαλοπάροχος: [ο] (ασφάλεια + παρέχω) ιδιωτική εταιρεία παροχής ασφάλειας προσώπων ή φύλαξης κτιρίων (μτφ. δ. απο την αγγλική security = σεκιούριτι) (© Ju-87)
ατεγκτάτηκτο: [το] (άτεγκτο + άτηκτο) (ε.φ.) υλικό ή στοιχείο ανυπέρβλητης ανθεκτικότητας και πυκνότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική collapsium)
ατμοκύμα: [το] (ατμός + κύμα) είδος μουσικής με φουτουριστικό και άτονο ηχόχρωμα (μτφ. δ. απο την αγγλική vaporwave) (© Ηephestus)
ατσοφλόβραστο: [το] (α- + τσόφλι + βράζω) τρόπος μαγειρέματος των αυγών όπου σπάζονται και ρίχνονται μέσα σε βραστό νερό (μτφ. δ. απο τη γαλλική poché = ποσέ)
αυγολαδάρτυμα: [το] (αυγό + λάδι + ἄρτυμα) είδος παχύρρευστης σάλτσας που παρασκευάζεται με λάδι, αβγό και λεμόνι (μτφ. δ. απο τη γαλλική mayonnaise = μαγιονέζα)
αυθάλτης: [ο] (αὐτός + ἅλμα) ρομπότ με ένα πόδι το οποίο κινείται αλλόμενο επ' αυτού (μτφ. δ. απο την αγγλική one-legged robot)
αυθεντοπαδός: [ο] (αυθέντης + οπαδός) (ε.φ.) φανατικός οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική trufan)
αυθέρπετο: [το] (αυτός + ἕρπω) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned ground vehicle)
αυθίπτατο: [το] (αυτός + ἵπταμαι) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
αυθιστάτης: [ο] (αὐτός + ἵστημι) (ε.φ.) ακατάστρεπτο και αδιάτρητο υλικό (μτφ. δ. απο την αγγλική impervium)
αυθοδήγητο: [το] (αὐτός + ὁδηγῶ) όχημα που διαθέτει μηχανισμό αυτόνομης οδήγησης (μτφ. δ. απο την αγγλική self-driving car)
αυθυποβρύχιο: [το] (αυτός + ὑποβρύχιο) μη επανδρωμένο υποβρύχιο (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned underwater vehicle)
αυστηρόρρυθμα: [επιρρ.] (αυστηρός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επαναφορά του ρυθμού, συγκεκριμένα την αυστηρή τήρηση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική al rigore di tempo = αλ ρίγκορε ντι τέμπο)
αυστραλόρνιθα: [η] (Αυστραλία + όρνιθα) μεγάλο πουλί, ανίκανο να πετάξει, ιθαγενές στην Αυστραλία (μτφ. δ. απο την πορτογαλική ema = εμού) (© Ju-87)
αυταισθησιοληψία: [η] (αὐτός + αἴσθησις + λαμβάνω) είδος ταινιών πορνό, όπου ο εικονολήπτης είναι ταυτόχρονα και συμμετέχων στις ερωτικές σκηνές (μτφ. δ. απο την αγγλική gonzo pornography)
αυταπεικονηρίδα: [η] (αυταπεικονίζω + έρεισμα) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
αυτειδωλαβή: [η] (αυτό + εἴδωλον + λαβή) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
αυτοκράχτης: [ο] (αὐτός + κράζω) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
αυτοπηγούμενο: [το] (αὐτός + πήγνυμι) διαστημόπλοιο το οποίο μπορεί να αναπαράγεται απο μόνο του (μτφ. δ. απο την αγγλική self-replicating spacekraf)
αυτοπλάνο: [το] (αὐτός + πλάνους [λατ.]) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© TheoPhrm)
αυτόπλοο: [το] (αυτός + πλέω) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle)
αυτοσχεδιωδία: [η] (αυτοσχέδιο + ωδή) αυτοσχεδιαστικό, με δεξιοτεχνικό συνήθως χαρακτήρα, προανάκρουσμα που εδραιώνει το κλίμα ενός ήχου, βυζαντινού ή δημοτικού (μτφ. δ. απο την τουρκ. taksim = ταξίμι)
αυτοτερψαλγία: [η] (αὐτός + τέρψη + ἄλγος) η σεξουαλική διαστροφή κατά την οποία ο πόνος γίνεται πηγή ηδονής (μτφ. δ. απο τη γαλλική masochisme = μαζοχισμός) (© Ju-87)
αφετηριόρρυθμα: [επιρρ.] (ἀφετήριος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επαναφορά του ρυθμού, συγκεκριμένα στον πρωταρχικό ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a tempo = α τέμπο)
αφεψηματίας: [ο] (αφέψημα + -ίας) ειδικός στο ψήσιμο ελληνικού καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. ταμπής)
αφηλιοσφαίριος: [ο] (ἀπό + ἥλιος + σφαῖρα) (ε.φ.) άτομο ή κάτι που βρίσκεται εκτός των ορίων του ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική offworlder)
αφρέδεσμα: [το] (αφρός + έδεσμα) ορεκτικό ή γλυκό έδεσμα με υφή πυκνού αφρού το οποίο αποτελείται από ένα πολτοποιημένο κύριο συστατικό αναμεμιγμένο με πολύ χτυπημένο ασπράδι αβγών ή με χτυπημένη κρέμα ή και με τα δύο (μτφ. δ. απο τη γαλλική mouse = μους) (© Ju-87)
αφροδιτάποικος: [ο] (Αφροδίτη + άποικος) (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Αφροδίτη (μτφ. δ. απο την αγγλική venerian)
άφροινος: [ο] (αφρός + οίνος) γαλλικό αφρώδες κρασί (μτφ. δ. απο τη γαλλική champagne = σαμπάνια) (© Ju-87)
αφρόκομο: [το] (αφρός + κόμη) παχύρρευστο σαπούνι για το λούσιμο των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική shampooing = σαμπουάν) (© Ju-87)
αφρολεύκωμα: [το] (αφρός + λευκός) ασπράδια αυγών χτυπημένα δυνατά (μτφ. δ. απο την ιταλική meringue = μαρέγκα) (© Ju-87)
αφυποβαθρίζω: [ρ.] (ἀπό + ὑπόβαθρον) (φωτογρ. τυπογρ.) το να διαχωρίζω μια εικόνα ή τμήμα της από το φόντο της (μτφ. δ. απο τη γαλλική découper= ντεκουπάρω)
αχανάντην: [επιρρ.] (ἀχανής + ἄντην) (ε.φ.) για κάτι που βρίσκεται απο την μεριά του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceward)
αχανεκδύομαι: [ρ.] (αχανές + εκδύομαι) (ε.φ.) το να βγάζω την διαστημική στολή ευρισκόμενος στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unsuit)
αχανέκδυτος: (αχανές + εκδύομαι) (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που βρίσκεται στο διάστημα χωρίς κατάλληλη στολή (μτφ. δ. απο την αγγλική unsuited)
αχανέμπειρος: [ο] (ἀχανής + έμπειρος) (ε.φ.) το εμπειρότερο μέλος πληρώματος ενός διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική spacehand)
αχανηοδόκη: [η] (ἀχανής + νηοδόκη) (ε.φ.) το σημείο ενός διαστημικού σταθμού όπου προσδένεται ένα διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική space dock)
αχανηρίζων: [ο] (ἀχανής + ερίζω) (ε.φ.) στρατιώτης του τμήματος του στρατού που αποτελείται από αστροναύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική space force)
αχανόκροτο: [το] (ἀχανής + κρότος) (ε.φ.) ναυαρχίδα πολεμικού διαστημικού στόλου ή μεγάλο πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική capital spaceship)
αχανοπλεούμενο: [το] (ἀχανής + πλέω) (ε.φ.) πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceship)
αχθόβαθρο: [το] (ἄχθος + βάθρον) ξύλινη βάση για μεταφορές εμπορευμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική paletta = παλέτα)
αχνιστόβραστο: [το] (αχνιστός + βραστός) τεχνική μαγειρικής με βάση αρνίσιο ή μοσχαρίσιο κρέας, με ντομάτες και καρυκεύματα, το οποίο πρώτα τηγανίζεται και έπειτα βράζεται (μτφ. δ. απο την τουρκ. kapama = καπαμάς)
αχνόκυμα: [το] (αχνός + κύμα) είδος μουσικής με φουτουριστικό και άτονο ηχόχρωμα (μτφ. δ. απο την αγγλική vaporwave) (© Ηephestus)
αχνουδοτάπητας: [ο] (α- + χνούδι + τάπητας) τάπητας δαπέδου, χωρίς πέλος, υφασμένος στο χέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. kilim = κιλίμι)
αχνόχροο: [το] (αχνός + χροιά) μαλακό κραγιόν από κιμωλία, χρώμα και νερό που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική και παράγει απαλά χρώματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pastel = παστέλ)
αχνόψιο: [το] (αχνός + όψη) λεπτό διάφανο δικτυωτό κάλυμμα του καπέλου ή/και του προσώπου μιας γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιταλική velo = βέλο)
άχνυφο: [το] (αχνός + ὑφή) διάφανο ύφασμα μπουμπουνιέρας που το δένουμε σαν ασκό και μέσα του βάζουμε κουφέτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική tulle = τούλι)
αψιδόσφαιρο: [το] (αψίδα + σφαίρα) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί με ένα ξύλινο σφυρί να περάσει μια ξύλινη μπάλα μέσα από μικρά τόξα χωμένα στο έδαφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική croquet = κροκέ)
αψυχολαγνεία: [η] (άψυχος + λαγνεία) μορφή παραφιλίας που συνίσταται στην ερωτική προσκόλληση σε ένα άψυχο αντικείμενο ή σε ένα μη ερωτικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος (μτφ. δ. απο την αγγλική fetishism = φετιχισμός) (© Ju-87)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης