Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Βήτα-Δέλτα

Πήγαινε κάτω

Βήτα-Δέλτα Empty Βήτα-Δέλτα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:02

βαδιστόρρυθμα: [επιρρ.] (βαδίζω + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν λιγότερο αργή ως και μεσαία (βάδην) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική andante = αντάντε)
βαθυλειχία: [η] (βαθύς + λείχω) ερωτική στάση ταινιών πορνό όπου κατα την πεολειχία το πέος εισέρχεται βαθέως, το λαϊκιστί λαρυγγοτσίμπουκο (μτφ. δ. απο την αγγλική deepthroat) (© Ju-87)
βακτροσφαίριση: [η] (βάκτρο + σφαίρα) παιχνίδι κατά το οποίο ο κάθε παίκτης προσπαθεί, με ένα ειδικό μπαστούνι, να βάλει ένα μπαλάκι σε μια σειρά από τρύπες κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα χτυπήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική golf) (© Alchemist501)
βαμβακόστιλπνο: [το] (βαμβάκι + στιλπνός) βαμβακερό ύφασμα ή νήμα που υποβλήθηκε σε κατεργασία μερσερισμού (μτφ. δ. απο τη γαλλική mercerisé = μερσεριζέ)
βαραθροσχοινισμός: [ο] (βάραθρο + σχοινί) άλμα από μια ψηλή κατασκευή με τον αθλητή δεμένο με ελαστικό σκοινί (μτφ. δ. απο την αγγλική bungee jumping = μπάντζι τζάμπινγκ)
βαρυταρνητής: [ο] (βαρύτητα + αρνητής) μηχανισμός εξουδετέρωσης της βαρύτητας (μτφ. δ. απο την αγγλική levitator)
βαρυτάρσιο: [το] (βαρύτης + ἄρσις) (ε.φ.) μηχανισμός εξουδετέρωσης της βαρύτητας (μτφ. δ. απο την αγγλική antigrav)
βαρυτέρρυθμα: [επιρρ.] (βαρύτερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πάρα πολύ βαριά ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική grave = γκράβε)
βαρυτοκύλικας: [ο] (βαρύτης + κύλιξ) τρισδιάστατη απεικόνιση της κύρτωσης του χωροχρόνου υπο την επήρεια μιάς μεγάλης μάζας (μτφ. δ. απο την αγγλική gravity well)
βαρυτοστίκτης: [ο] (βαρύτης + στίζω) λέιζερ βαρυτονίων (μτφ. δ. απο την αγγλική graviton laser)
βατάνιο: [το] (βατάνιον) μικρό πιάτο (σημ. δ. απο την ιταλική piattello = πιατέλο)
βαφεπίχρισμα: [το] (βαφή + επίχρισμα) υλικό που χρησιμοποιείται σαν πρώτη επίστρωση πάνω σε άλλα υλικά για να τα προστατέψει και ταυτόχρονα να βοηθήσει το βάψιμό τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. astar = αστάρι) (© Ju-87)
βδάλλεβης: [ο] (βδάλλω [ρουφώ] + λέβης [δοχείο]) μικρό γυάλινο δοχείο με πλατύ στόμιο, που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς (μτφ. δ. απο την ιταλική ventosa = βεντούζα)
βελτιστάθροιση: [η] (βέλτιστος + άθροιση) οι καλύτεροι, οι εκλεκτότεροι ενός συνόλου (μτφ. δ. απο τη γαλλική élite = ελίτ)
βελτισταθροιτισμός: [ο] (βέλτιστος + άθροιση + -ισμός) η άποψη ότι η κοινωνία (ή μια ομάδα) θα πρέπει να κυριαρχείται από τις ελίτ (μτφ. δ. απο τη γαλλική élitisme = ελιτισμός)
βελτιστοχάρτι: [το] (βέλτιστος + χαρτί) το καλύτερο χαρτί για ένα είδος χαρτοπαιγνίου (μτφ. δ. απο την τουρκ. koz = κόζι)
βιοαστρόπλοιο: [το] (βίος + άστρο + πλοίο) γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship) (© killerbee)
βιόπλοιο: [το] (βίος + πλοίο) γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship) (© Alchemist501)
βλεφαριδοβαφή: [η] (βλεφαρίδα + βαφή) μαύρη χρωστική ουσία για την βαφή τών βλεφάρων και τών βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. sourmes = σουρμές)
βλεφαριδοψιμύθιο: [το] (βλεφαρίδα + ψιμύθιο) καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την ιταλική mascara = μάσκαρα)
βληματάνθυλο: [το] (βλήμα + αντί + ὕλη) (ε.φ.) βόμβα με εκρηκτική ύλη αντιϋλης (μτφ. δ. απο την αγγλική nova bomb)
βληματοκοπώ: [ρ.] (βλήμα + -κοπώ) το να εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή να ρίχνω οβίδες με πυροβόλο (μτφ. δ. απο την ιταλική bombardare = βομβαρδίζω)
βολίδαστρο: [το] (βολίδα + άστρο) άστρο κινούμενο με πολύ μεγάλη ταχύτητα σε σχέση με το διαστρικό αέριο (μτφ. δ. απο την αγγλική runaway star ) (© Spiros252)
βομβίσκος: [ο] (βόμβος + -ίσκος) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
βοστρυχωτής: [ο] (βόστρυχος + -ωτής) μικρό αντικείμενο (ραβδάκι, τσιμπιδάκι, ρολό, κ.α.) που χρησιμοποιείται στην κόμμωση για να τυλίγουν κάθε τούφα μαλλιών κατά τη διάρκεια του στεγνώματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική bigoudi = μπικουτί)
βουβωνίδα: [η] (βουβώνας + -ίδα) γυναικείο εσώρουχο, βρακί (μτφ. δ. απο τη γαλλική culotte = κιλότα)
βουκρεόδισκος: [ο] (βοῦς + κρέας + δίσκος) παρασκεύασμα από κιμά ζυμωμένο συνήθως με κρεμμύδι, λάδι και διάφορα μπαχαρικά, το οποίο ψήνεται σε φούρνο ή σε σχάρα (μτφ. δ. απο την αγγλική beefsteak = μπιφτέκι) (© Ju-87)
βουκρεόψωμο: [το] (βοῦς + κρέας + ψωμί) σάντουιτς με στρογγυλό ψωμάκι και μπιφτέκι από κρέας (μτφ. δ. απο την αγγλική hamburger = χάμπουργκερ) (© Ju-87)
βουλησιόρρυθμα: [επιρρ.] (βούληση + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα θυμικό ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a piacere = α πιατσέρε)
βουτυρόφυλλο: [το] (βούτυρο + φύλλο) είδος ζύμης με αλλεπάλληλες στρώσεις βουτύρου και ζυμαριού, η οποία κατα το ψήσιμο χωρίζεται σε πολλά φύλλα (μτφ. δ. απο την ιταλική sfogliata = σφολιάτα)
βουφορβωδία: [η] (βουφορβός + ᾠδή) κινηματογραφικό έργο με καουμπόιδες (μτφ. δ. απο την αγγλική western = γουέστερν)
βραδυτέρρυθμα: [επιρρ.] (βραδύτερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πάρα πολύ αργή ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική lento = λέντο)
βραχεοπαραλύω: [ρ.] (βραχύς + παραλύω) (ε.φ.) το να προκαλώ με τη χρήση ενός καταλλήλου τηλεμάχου ή αγχεμάχου όπλου μια σύντομη παράλυση στον αντίπαλο (μτφ. δ. απο την αγγλική becroggle)
βραχυδρομία: [η] (βραχύς + δρόμος) χαλαρό τρέξιμο για άσκηση (μτφ. δ. απο την αγγλική jogging = τζόκιν) (© LOUROS)
βραχύπλοο: [το] (βραχύς + πλοῦς) (ε.φ.) διαστημόπλοιο για μικρές σχετικά αποστάσεις (μτφ. δ. απο την αγγλικη flitter)
βρεφοτήρηση: [η] (βρέφος + τηρῶ) συναίσθημα αποπροσανατολισμού κάποιου ευρισκομένου σε άγνωστο μέρος (μτφ. δ. απο τη γαλλική depaysement) (© Ju-87)
βρύχαυλος: [ο] (βρύχιος + αυλός) υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Doc McCoy)
βρυχιοεκρηγνυτήρας: [ο] (βρύχιος + ἐκρήγνυμαι) υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Ju-87)
βυζοβέμβικας: [ο] (βύζην + βέμβιξ) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα, ο οποίος επικολλάται στη ρώγα του στήθους (μτφ. δ. απο την αγγλική fidgetiddies)
Γ
γαιοπλάθω: [ρ.] (γαία + πλάθω) το να μετατρέπω έναν ξένο πλανήτη σε κατοικήσιμο κόσμο για ανθρώπους (μτφ. δ. απο την αγγλική terraform) (© Alchemist501)
γαιοπλασμένος: [ο] (γαία + πλάσσω) επίθ. για πλανήτη ο οποίος έχει υποστεί γαιοπλασία (μτφ. δ. απο την αγγλική terraformed) (© Alchemist501)
γαλακτόχρισμα: [το] (γάλα + χρίσμα) κρέμα παρασκευασμένη από γάλα, βούτυρο, αβγά, ζάχαρη και άλλα υλικά, με την οποία περιχύνονται τα γλυκίσματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική chantilly = σαντιγί)
γαλακτωματεγχυτής: [ο] (γαλάκτωμα + εγχυτής) ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© κάποιος_Νίκος)
γαλακτωματοκαύκιο: [το] (γαλάκτωμα + καυκίον) είδος γλυκίσματος απο σφολιάτα σε σχήμα κεράτου γεμισμένο με κρέμα ζαχαροπλαστικής και σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© Ju-87)
γαλακτώμαυλος: [ο] (γαλάκτωμα + αυλός) ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ (μτφ. δ. απο τη γαλλική cornet = κορνέ) (© Ju-87)
γαλαξιογραφία: [η] (γαλαξίας + γράφω) (ε.φ.) η χαρτογράφηση του γαλαξία που εστιάζεται στην πλοϊμότητα των διαστρικών του χώρων και στην κατοικησιμότητα των πλανητών του (αντιδ. απο την αγγλική galactography)
γαλαξιοκοιτίδα: [η] (γαλαξίας + κοιτίδα) ο γαλαξίας στον οποίο βρίσκεται η γη (μτφ. δ. απο την αγγλική home galaxy)
γαμψοΰφαντο: [το] (γαμψός + υφαντό) το χριτς χρατς δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro) (© κάποιος_Νίκος)
γεισόπιλος: [ο] (γείσο + πίλος) είδος καπέλου με γείσο (μτφ. δ. απο την ιταλική caschetto = κασκέτο)
γενεόσκαφος: [το] (γενεά + σκάφος) (ε.φ.) διαστημόπλοιο του οποίου το πλήρωμα αναπαράγεται βιολογικά και μπορεί έτσι να αναπληρώνεται απο τις επερχόμενες γενιές καθώς βρίσκεται σε ένα πάρα πολύ μακρινό διαστρικό ταξίδι (μτφ. δ. απο την αγγλική multigeneration ship)
γενοληκτικός: [ο] (γένος + λήγω) άτομο που έχει απομείνει χωρίς οικογένεια, άγαμος, ολομόναχος, έρημος (μτφ. δ. απο την τουρκ. mankafa = μαγκούφης)
γευματότυπο: [το] (γεύμα + τύπος) (γαστρονομία): η υποχρεωτική αποδοχή προκαθορισμένου γεύματος κοινού για όλους χωρίς δυνατότητα άλλων επιλογών (μτφ. δ. απο τη γαλλική table d’hôte = ταμπλ ντοτ)
γεώγνητος: [ο] (γη + γεννώ) (ε.φ.) αυτός που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn)
γεώλαος: [ο] (γη + λαός) (ε.φ.) οι κάτοικοι της Γης, οι γήινοι (μτφ. δ. απο την αγγλική earthfolk)
γεωμηλόπολτος: [ο] (γεώμηλο + πολτός) πολτός που παρασκευάζεται από λιωμένες βραστές πατάτες, βούτυρο και γάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική purée = πουρές)
γηγνητικός: [ο] (γη + γεννώ) (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που έχει γεννηθεί στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthborn adj)
γηϊνοειδής: [ο] (γήινος + -ειδής) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που μοιάζει με το αντίστοιχο του στη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthlike)
γηπεδοχορεύτρια: [η] (γήπεδο + χορός) χορεύτρια ομάδας που παρουσιάζει ένα μίγμα χορού και γυμναστικών επιδείξεων στα ημίχρονα διαλείμματα των αθλητικών αγώνων προς διασκέδαση των θεατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική majorette = μαζορέτα) (© Ju-87)
γιαποικία: [η] (γιάπης [yuppie] + αποικία) οικιστικό σύνολο διαμονής πλουσίων με περιορισμένη πρόσβαση (μτφ. δ. απο την αγγλική gated community) (© Yochanan)
γιγαδυφιόγραμμα: [το] (γίγας + δυφίο + γράφω) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte) (© Spiros252)
γιγαντογδήκιστο: [το] (γίγας + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 9η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Gigabyte)
γλάγαρτος: [ο] (γλάγος [γάλα] + άρτος) είδος γλυκίσματος που περιέχει αλεύρι, αβγό και ζάχαρη και αποτελούσε πολυτέλεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική pain d’ Espagne = παντεσπάνι)
γλαγόπηγμα: [το] (γλάγος + πῆγμα) παχύρρευστο γαλακτοκομικό παρασκεύασμα πηγμένου γάλακτος (μτφ. δ. απο την τουρκ. yogurt = γιαουρτι)
γλάγοπτο: [το] (γλάγος [γάλα] + ὀπτός [ψημένος]) γλύκισμα απο μαγειρεμένη κρέμα γάλακτος, η οποία έχει στερεοποιηθεί κατά την παρασκευή με ζελατίνη (μτφ. δ. απο την ιταλική panna cotta = πανακότα)
γλαγοσκορδάρτυμα: [το] (γλάγος + σκόρδο + άρτυμα) ορεκτικό που παρασκευάζεται με γιαούρτι, τριμμένο αγγούρι, σκόρδο, λάδι, ξύδι, αλάτι και πιπέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. cacik = τζατζίκι)
γλαστροδέκτης: [ο] (γλάστρα + δέχομαι) δοχείο χωρίς τρύπες, πήλινο ή πλαστικό αλλά και σπάνια από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο βάζουμε γλάστρα με φυτό (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache‐pot = κασπώ)
γλαχόη: [η] (γλάγος [γάλα] + χόη) είδος μπουκαλιού στο οποίο τοποθετείται τεχνητή θηλή και χρησιμοποιείται κυρίως για παροχή τροφής σε μικρά ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών (μτφ. δ. απο τη γαλλική biberon = μπιμπερό)
γλοιοτεχνία: [η] (γλοιός + τέχνη) καλλιτέχνημα που προκύπτει απ’ τη σύνθεση και επικόλληση ποικίλων υλικών πάνω σε μια επιφάνεια και ενίοτε συνδυάζει σχέδιο ή ζωγραφική (μτφ. δ. απο τη γαλλική collage = κολάζ) (© Ju-87)
γλουθίμαντας: [ο] (γλουτός + ἱμάς) γυναικείο εσώρουχο που έχει ιμάντες οι οποίοι συγκρατούν το καλσόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική jarretière = ζαρτιέρα)
γλουτίδα: [η] (γλουτός + -ίδα) ελαφρύ και πρόχειρο γυναικείο ρούχο από απαλό ύφασμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική négligé = νεγκλιζέ)
γλουτονιπτήρας: [ο] (γλουτός + νιπτήρας) υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidet = μπιντέ) (© Ju-87)
γλυκουβαρίδα: [η] (γλυκό + κουβαρίς) σιροπιαστό γλυκό απο τυλιχτή νηματοειδή ζύμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kadayif = κανταΐφι)
γλυκοψάθυρο: [το] (γλυκός + ψαθυρός) γλυκό από ζύμη με αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και μαγιά που ψήνεται στο φούρνο συνήθως μέσα σε μακρόστενες ή στρογγυλές φόρμες με τρύπα μπορεί να περιέχει και διάφορα άλλα συστατικά (μτφ. δ. απο την αγγλική cake = κέικ) (© Ju-87)
γλυκυρριζάλιθος: [ο] (γλυκύρριζα + λίθος) αλμυρή μαύρη καραμέλα απο γλυκόριζα (μτφ. δ. απο την τουρκ. salmiak = σαλμιάκι)
γλυχυάλιθος: [ο] (γλυκός + ὕαλος + λίθος) μικρό και σκληρό ζαχαρωτό απο υαλοποιημένη ζάχαρη (μτφ. δ. απο την ιταλική caramella = καραμέλα)
γλυχύαλος: [ο] (γλυκός + ὓαλος) γυαλιστερή και λεία επικάλυψη ορισμένων γλυκισμάτων, που γίνεται κυρίως με ζάχαρη και ασπράδι αβγού (μτφ. δ. απο την ιταλική glassare = γλάσο)
γονύθετο: [το] (γόνυ + τίθημι) φορητός αναδιπλώμενος υπολογιστής (μτφ. δ. απο την αγγλική laptop = λάπτοπ) (© Ju-87)
γονυλείχιο: [το] (γόνυ + λείχω) κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο (μτφ. δ. απο την βενετική bota = μπότα) (© Ju-87)
γραμματοκόλλητο: [το] (γράμμα + κολλώ) η τυποποιημένη σειρά αυτοκόλλητων γραμμάτων αλφαβήτου, που επικολλώνται σε χαρτί (μτφ. δ. απο τη γαλλική lettre + set = λετρασέτ)
γυναικοφόρι: [το] (γυναίκα + φέρω) το ελαφρύ γυναικείο πανωφόρι (μτφ. δ. απο τη γαλλική manteau = μαντό) (© Ju-87)
Δ
δακτυλέλικας: [ο] (δάκτυλος + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
δακτυλιόσταθμος: [ο] (δακτύλιος + σταθμός) δακτυλιοειδής διαστημικός σταθμός του οποίου η περιστροφή δημιουργεί τεχνητή βαρύτητα και καθιστά έτσι δυνατή την μόνιμη κατοίκησή του (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Bernal sphere / Stanford torus)
δακτυλοβέμβικας: [ο] (δάκτυλος + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
δακτυλορόδανο: [το] (δάκτυλος + ροδάνι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
δακτυλόσβιγα: [η] (δάκτυλος + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
δακτυλοστρόφιγγα: [η] (δάκτυλος + στρόφιγγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
δαμαλόδερμα: [το] (δαμάλα + δέρμα) κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού (μτφ. δ. απο την ιταλική vacchetta = βακέτα)
δασηρεμία: [η] (δάσος + ηρεμία) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit) (© Ju-87)
δασοκατάνυξη: [η] (δάσος + κατάνυξη) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
δεδομένεση: [η] (δεδομένο + ένεση) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
δεκακισογδήκιστο: [το] (δεκάκις + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 48η byte
δευτεροποιός: [ο] (δεύτερος + ποιώ) βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια (μτφ. δ. απο την ιταλική comparsa = κομπάρσος) (© Ju-87)
δευτερουδιστής: [ο] (δεύτερος + ᾄδω) αυτός που κάνει τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, συνεκδ. που βοηθά, που υποστηρίζει κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του (μτφ. δ. απο την ιταλική secondare = σιγονταριστής)
δευτερουδώ: [ρ.] (δεύτερος + ᾄδω) κάνω τη δεύτερη φωνή κατά την εκτέλεση ενός τραγουδιού, συνεκδ. βοηθώ, υποστηρίζω κάποιον σε μια άποψη ή ενέργειά του (μτφ. δ. απο την ιταλική secondare = σεγκοντάρω)
δημοφιλοπώλιο: [το] (δημοφιλία + πωλῶ) τεχνική κερδοφόρας εμπορευματοποίησης της δημοφιλίας προσώπου ή αντικειμένου (μτφ. δ. απο την αγγλική brand merchandising)
διαγαλαξίτης: [ο] (δια + γαλαξίας + -ίτης) (ε.φ.) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται εκτός γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική outplanet)
διαγονιδίεσμα: [το] (διαγονίδιο [εισαγόμενο γονίδιο] + έδεσμα) τροφή προερχόμενη απο γονιδιακά μεταλλαγμένους οργανισμούς (μτφ. δ. απο την αγγλική frankenfood)
διαδρομόμετρο: [το] (διαδρομή + μετρώ) τύπος χιλιομετρικού μετρητή ο οποίος καταγράφει τα διανυθέντα χιλιόμετρα και το αντίτιμο τής διαδρομής ενός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxim = ταξίμετρο) (© Ju-87)
διακενίτης: [ο] (διάκενο + -ίτης) ξύλινες οριζόντιες σανίδες στο παντζούρι που είναι έτσι τοποθετημένες, ώστε να μπαίνει το φως και ο αέρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική grille = γρίλια)
διακενιτόπτυχο: [το] (διακενίτης [γρίλια] + πτυχή) μπαλκονόπορτας ή παραθύρου, παραπέτασμα σε παράθυρο ή πόρτα (μτφ. δ. απο την ιταλική stora = στορι)
διακλαδόσυμπαν: [το] (διακλάδωση + σύμπαν) (ε.φ.) εναλλακτικό σύμπαν στο οποίο η ιστορία έχει ακολουθήσει μια διαφορετική ροή, και στο οποίο ενδεχομένως να εκτυλίσσεται μία ιστορία ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική alternate universe)
διακοσμάρτημα: [το] (διακοσμῶ + ἀρτάω) εξάρτημα ενδυμασίας ή αυτοκινήτου που έχει περισσότερο διακοσμητικό παρά πρακτικό σκοπό (μτφ. δ. απο τη γαλλική accessoire = αξεσουάρ)
διακοσμεδώδιμο: [το] (διακοσμῶ + εδώδιμο) το κάθετι πρόσθετο για λόγους διακόσμησης ενός φαγητού (μτφ. δ. απο τη γαλλική garniture = γαρνιτούρα)
διακοσμίσκος: [ο] (διάκοσμος + -ίσκος) μικρό διακοσμητικό αντικείμενο (μτφ. δ. απο τη γαλλική bibelot = μπιμπελό)
διακριθήκιστο: [το] (διακριτό + ἣκιστο [bit]) κβαντικό μπιτ (μτφ. δ. απο την αγγλική qubit = κιούμπιτ)
διακριτογδήκιστο: [το] (διακριτό + οκτώ + ἣκιστο) κβαντικό μπάιτ (μτφ. δ. απο την αγγλική qubyte)
διακριτόνιο: [το] (διακριτό + -όνιο) ελάχιστη διάκριτη ποσότητα ακτινοβολούμενης ενέργειας από τα άτομα ενός υλικού (μτφ. δ. απο τη λατινική quantum = κβάντο)
διακριτονολογία: [η] (διακριτόνιο + λογία) θεωρία της μαθηματικής φυσικής που αναπτύχθηκε από την κβαντική θεωρία του Πλανκ και εξετάζει τη μηχανική των συστημάτων σωματίων σε ατομικό και υποατομικό επίπεδο, με τη βοήθεια μεγεθών που μπορούν να μετρηθούν (μτφ. δ. απο την αγγλική quantum mechanics = κβαντομηχανική)
διακριτόφθογγα: [επιρρ.] (διακριτός + φθόγγος) μουσ. όρος που δηλώνει ότι κατά την εκτέλεση μιας μουσικής σύνθεσης πρέπει να διακρίνονται οι μουσικοί φθόγγοι (μτφ. δ. απο την ιταλική spiccato = σπικάτο)
διαλιμενίζω: [ρ.] (δια- + λιμενίζω) το να πλέω απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversare = τραβερσάρω)
διαλιμενισμός: [ο] (δια- + λιμενισμός) πλεύση απο λιμάνι σε λιμάνι (μτφ. δ. απο την ιταλική traversata = τραβερσάδα)
διαλογαφαιρώ: [ρ.] (διαλέγω + αφαιρώ) το να ξεδιαλέγω και κρατώ μόνο τα ωφέλιμα (μτφ. δ. απο την ιταλική scartare = σκαρτάρωSmile
διαμεθαλτήριος: [ο] (δια- + μετά + ἅλμα) (ε.φ.) χώρος στον οποίο βρίσκεται ένα διαστημόπλοιο ή ένας αστροναύτης ενώ μεθάλλεται, δηλαδή καθώς μεταπηδά απο ένα σημείο του σύμπαντος σε ένα άλλο χωρίς να διανύει την μεταξύ τους αστρονομική απόσταση (μτφ. δ. απο την αγγλική jump space)
διάμουσο: [το] (δια- + Μοῦσα) δραματικό μουσικό ή κινηματογραφικό ιντερμέδιο (μτφ. δ. απο την ιταλική interludio = ιντερλούδιο):
διανδροδόχος: [η] (δύο + άνδρας + δέχομαι) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με δύο άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmm lady)
διανδρόργιο: [το] (δύο + άνδρας + όργιο) είδος ταινιών πορνό όπου δύο άνδρες συνευρίσκονται ερωτικά με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmm) (© Ju-87)
διανεμόφυλλος: [ο] (διανέμω + φύλλο) υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου (μτφ. δ. απο τη γαλλική croupier = κρουπιέρης)
διανθιμάτιο: [το] (διανθίζω + ιμάτιο) ύφασμα με διακοσμητικά σχέδια αποτυπωμένα με την τυποβαφική μέθοδο, το σταμπάτο (μτφ. δ. απο τη γαλλική imprimé = εμπριμέ)
διανοκρατία: [η] (διάνοια + κρατώ) πίστη στην ύπαρξη Θεού ή θείας φύσης που όμως δεν παρεμβαίνει ποτέ στον φυσικό κόσμο (μτφ. δ. απο την αγγλική deism = ντεϊσμός) (© Ju-87)
διαρρηκτώρυξη: [η] (διάρρηξη + ὀρύσσω) μέθοδος διάρρηξης κατά την οποία οι κλέφτες μπαίνουν πρώτα σε παρακείμενο χώρο, ανοίγουν μια τρύπα στη μεσοτοιχία και από εκεί μπαίνουν στο χώρο που αποτελεί το στόχο τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική rififi = ριφιφί)
διασημαπόμακρη: [η] (διάσημος + απόμακρος) διάσημη τραγουδίστρια ή ηθοποιός (μτφ. δ. απο την ιταλική diva = ντίβα)
διασημοπώλιο: [το] (διάσημος + πωλῶ) τεχνική κερδοφόρας εμπορευματοποίησης της δημοφιλίας προσώπου ή αντικειμένου (μτφ. δ. απο την αγγλική brand merchandising)
διαστερίτης: [ο] (δύο + αστέρας + -ίτης) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα διπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumbinary planet)
διαστημάσθενο: [το] (διάστημα + ασθενής) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που κουβαλάει μια αρρώστεια του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space-sick)
διαστηματίας: [ο] (διάστημα + -τίας) (ε.φ.) άτομο που ζει στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceman)
διαστήμαχος: [ο] (διάστημα + μάχη) (ε.φ.) στρατιώτης πεζοναυτικού του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space marine)
διαστημελκυστήρας: [ο] (διάστημα + ελκυστήρας) (ε.φ.) ανελκυστήρας που ανεβαίνει μέχρι εκτός βαρυτικού πεδίου ενός πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική space fountain)
διαστημελόδραμα: [το] (διάστημα + μελόδραμα) (ε.φ.) είδος λογοτεχνίας, η διαστημική όπερα (μτφ. δ. απο την αγγλική space operatic)
διαστημεύσιμος: [ο] (διάστημα + -εύσιμος) (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που είναι ικανός ή κατάλληλος για διαστρικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική space-borne)
διαστημευσιμότητα: [η] (διάστημα + -εύσιμος) (ε.φ.) ικανότητα ή καταλληλότητα για διαστημικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceworthy)
διαστημόθεν: [επιρρ.] (διάστημα + -θεν) (ε.φ.) επιρρ. για κάτι που βρίσκεται απο την μεριά του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceward)
διαστημοθωρηκτό: [το] (διάστημα + θωρηκτό) (ε.φ.) ναυαρχίδα πολεμικού διαστημικού στόλου ή μεγάλο πολεμικό διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική capital spaceship) (© killerbee)
διαστημονομία: [η] (διάστημα + νόμος) (ε.φ.) αστυνομία του διαστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική space patrol)
διαστημωθητήρας: [ο] (διάστημα + ώθηση) (ε.φ.) ο κινητήρας ενός διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική space drive)
διάστροδος: [η] (διά- + άστρο + οδός) (ε.φ) οδός που χρησιμοποιείται στα διαστρικά ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceways)
διαστροσφαιρικό: [το] (δια- + άστρο + σφαίρα) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που συνδέει ή ταξιδεύει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ηλιακών συστημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική intersystem)
διασυμφόρημα: [το] (δια- + συμφόρημα) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ) (© κάποιος_Νίκος)
διασυμφορηματίας: [ο] (δια- + συμφόρημα + -τίας) άτομο που αποστέλνει διαφημίσεις σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις χωρίς εξουσιοδότηση απο τους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική spammer = σπάμερ) (© κάποιος_Νίκος)
διασυνειδητότητα: [η] (δια + συνειδητότητα) (ε.φ.) μια ανώτερη άυλη συνειδητότητα συγκροτούμενη απο πολλές άλλες: (μτφ. δ. απο την αγγλική overmind)
διαυλήγηση: [η] (δίαυλος + άγω) η συχνή αλλαγή καναλιών στην τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ, είτε για να βρεθεί κάποιο ενδιαφέρον πρόγραμμα είτε απλώς από συνήθεια (μτφ. δ. απο την αγγλική zapping = ζάπινγκ)
διαυληγούμαι: [ρ.] (δίαυλος + άγω) το να αλλάζω συχνά κανάλια στην τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ, είτε για να βρεθεί κάποιο ενδιαφέρον πρόγραμμα είτε απλώς από συνήθεια (μτφ. δ. απο την αγγλική zapping = ζάπινγκ)
διγυνανδροχεία: [η] (δύο + γυνή + ανήρ + οχεία) ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση δύο γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffm)
διγύνοιφος: [ο] (δύο + γυνή + οἴφω) άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται ερωτικά με δύο γυναίκες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική ffm lucky guy)
διγυνόργιο: [το] (δύο + γυνή + όργια) είδος ταινιών πορνό όπου γίνεται ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση δύο γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffm) (© Ju-87)
διδοριαλεδρότρηση: [η] (δύο + δορίαλος + έδρα + τρῆσις) ερωτική σκηνή ταινιών πορνό κατα την οποία δύο άνδρες διεισδύουν ταυτοχρόνως στο αιδοίο και ένας τρίτος στον πρωκτό μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double vaginal + anal penetration)
διεγχρωμικός: [ο] (δια + έγχρωμος) άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως ανήκον σε διαφορετική φυλή (λευκή, μαύρη, κίτρινη) από την βιολογική του (μτφ. δ. απο την αγγλική transracial)
διεκπομπή: [η] (δια + εκπομπή) είδος εκπομπής που αναφέρεται στη αποστολή ενός μηνύματος - πακέτου σε όλους τους δέκτες που ανήκουν στο υποδίκτυο ενός δικτύου υπολογιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική broadcast) (© Sophistes)
διεκφοβισμός: [ο] (δια + εκφοβισμός) επαναλαμβανόμενες επιθετικές, βίαιες ή εκφοβιστικές πράξεις και συμπεριφορές ενός ατόμου ή συνόλου ατόμων προς κάποιο πρόσωπο που (ενδεχομένως) για κάποιο λόγο ξεχωρίζει ή διαφέρει από τον θύτη ή τους θύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική bullying = μπούλινγκ) (© fagano)
διενεργισμός: [ο] (δια + ενέργεια + -ισμός) πολιτική αντίληψη και πρακτική που δίνει μεγάλη έμφαση σε μαζικές ατομικές δραστηριότητες, όπως οι διαδηλώσεις, οι υπογραφές αιτήσεων, οι καταλήψεις κλπ., για την επίτευξη ενός στόχου (μτφ. δ. απο τη γαλλική activisme = ακτιβισμός) (© Ju-87)
διεντοιχοδός: [η] (δια + εν + τοίχος + οδός) στενό δρομάκι ανάμεσα σε κτίσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. sokak = σοκάκι)
διεντοιχοδόφιλος: [ο] (δια + εν + τοίχος + οδός + φίλος) αυτός που του αρέσει να τριγυρνάει στους δρόμους, να περιφέρεται στα σοκάκια (μτφ. δ. απο την τουρκ. sokak = σοκάκι)
διευθυνσιολόγος: [ο] (διεύθυνση + λόγος) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Ανδριανός)
διηλιόχθονας: [ο] (δύο + ήλιος + χθων) γαιόμορφος πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα διπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumbinary earth-like planet)
διθυροκίνητο: [το] (δύο + θύρα + κίνηση) είδος αυτοκινήτου με δύο πόρτες, για τον οδηγό και τον συνοδηγό (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupe = κουπέ) (© Ju-87)
διθύροχος: [ο] (δύο + θύρα + ὄχος) είδος αυτοκινήτου με δύο πόρτες (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupe = κουπέ)
δικτυοκόπημα: [το] (δίκτυο + κόπτω) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
δικτυοκόπος: [ο] (δίκτυο + κόπτω) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
δικτυοκοπώ: [ρ.] (δίκτυο + κόπτω) τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
δικτυοπλήτης: [ο] (διαδίκτυο + πλήττω) στρατιώτης του τάγματος των κυβερνομαχητών, στρατιωτικός εξειδικευμένος στην πληγή του λογισμικού των εγκαταστάσεων του αντιπάλου (μτφ. δ. απο την αγγλική cyber warrior)
δικτυοπωρηδές: [το] (δίκτυο + οπώρα + ηδύς) είδος γλυκίσματος από ζύμη που επικαλύπτεται με μαρμελάδα (μτφ. δ. απο την ιταλική pasta frolla = πάστα φλόρα)
δικτυότρηση: [η] (δίκτυο + τρῆσις) το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
δικτυοτρήτης: [ο] (δίκτυο + τρῆσις) κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
δικτυώνυμο: [το] (δίκτυο + -ώνυμο) ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί κάποιος σε διαδικτυακούς χώρους συζήτησης (μτφ. δ. απο την αγγλική nick = νικ)
δινωθητήρας: [ο] (δίνη + ώθηση) κινητήρας διαστημοπλοίου ο οποίος λειτουργεί δημιουργώντας χωροχρονικές δίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική warp drive)
δινωθούμαι: [ρ.] (δίνη + ώθηση) το να μετακινούμαι χρησιμοποιώντας δινωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική warp)
διπάθυλο: [το] (δύο + πάτος + ὕλη) μεγάλο δοχείο σε σχήμα κυλίνδρου, κανονικού ή με κυρτά τοιχώματα, για την αποθήκευση κυρίως υγρών (μτφ. δ. απο την ιταλική barile = βαρέλι)
διπλεγχύτρωση: [η] (διπλός + εν + χύτρα) ζεστό νερό σε δοχείο μέσα στο οποίο τοποθετείται άλλο δοχείο για θέρμανση τού περιεχομένου του (μτφ. δ. απο τη γαλλική bain‐marie = μπεν μαρί)
διπλεδροκυσθότρηση: [η] (διπλός + έδρα + κύσθος + τρῆσις) ερωτική σκηνή ταινιών πορνό κατα την οποία δύο άντρες διεισδύουν ταυτόχρονα στον πρωκτό μιάς γυναίκας και ένας στο αιδοίο της (μτφ. δ. απο την αγγλική double anal + vaginal penetration)
διπλοβάτεμα: [το] (διπλό + βάτεμα) ερώτικη πράξη όπου συμμετέχουν δύο άνδρες και μία γυναίκα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fmm)
διπλοεισχώρηση: [η] (διπλός + εισχώρηση) σεξουαλική πράξη κατα την οποία δύο πέη εισέρχονται ταυτόχρονα σε μία ή σε δύο οπές ενός τρίτου ατόμου (μτφ. δ. απο την αγγλική double penetration) (© Dwarven Blacksmith)
διπλοκαλύω: [ρ.] (δίπλοκο + κάλως [ναυτ. σχοινί] + λύω) χαλαρώνω το σχοινί (γαρλίνο = δίπλοκο ναυτικό σχοινί) ή την αλυσίδα, στο άκρο τών οποίων είναι δεμένη άγκυρα, λέμβος κ.ά., αφήνω την αλυσίδα τής άγκυρας να γλιστρήσει στη θάλασσα (μτφ. δ. απο την ιταλική calumare = καλουμάρω)
διπλοπτασία: [η] (διπλός + οπτασία) είδος αντικατοπτρισμού, που εμφανίζεται συχνά στον πορθμό της Μεσσήνης, κατά τον οποίο τα αντικείμενα στον ορίζοντα εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή (μτφ. δ. απο την ιταλική fata morgana = φάτα μοργκάνα)
διπλοψωλιά: [η] (διπλός + ψωλή) σεξουαλική πρακτική κατα την οποία δύο άνδρες διεισδύουν ταυτόχρονα σε μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική double penetration) (© Ju-87)
δισκιεδώδιμο: [το] (δισκίδιο + εδώδιμο) (ε.φ.) χαπάκι που αντικαθιστά πλήρως την τροφή και χρησιμοποιείται απο αστροναύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική food pill)
δισογδήκιστο: [το] (δύο + οκτώ + ἣκιστο [Bit]): μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 24η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική yottabyte)
διυφηλίοδος: [η] (δύο + υφήλιος + οδός) (ε.φ.) διώρυγα του χωροχρονικού συνεχούς η οποία συνδέει δύο κατοικημένους κόσμους (μτφ. δ. απο την αγγλική space lane ή/και spaceline)
διφαλλόζωνο: [το] (δύο + φαλλός + ζώνη) ζώνη με δύο προσδεόμενα ομοιώματα πέους (μτφ. δ. απο την αγγλική double strapon) (© Ju-87)
διχαλοπαίγνιο: [το] (διχάλα + παίγνιο) το διχαλωτό κόκκαλο του στέρνου της κότας, που αποτελεί παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες τραβούν από ένα σκέλος και κερδίζει αυτός που θα μείνει με το μεγαλύτερο κομμάτι στο χέρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. yades = γιάντες) (© Ju-87)
διχαντρολόι: [το] (δύο + χάντρα + -λόι) είδος κομπολογιού με λίγες χάντρες (πχ. 2 ή 4) σε σχετικά κοντό σχοινί (μτφ. δ. απο την τουρκ. begleri = μπεγλέρι)
διωκτικοπλάνηση: [η] (διωκτικός + πλανώ) τηλεφωνική φάρσα όπου οι διωκτικές αρχές στέλνονται παραπλανητικά στο σπίτι κάποιου δήθεν ευρισκομένου σε κίνδυνο επωνύμου προσώπου (μτφ. δ. απο την αγγλική swatting)
δομοχάλικο: [το] (δομή + χαλίκι) χαλίκι που χρησιμοποιείται στην οικοδομική (μτφ. δ. απο την ιταλική garbuglio = γαρμπίλι)
δονητόφθογγα: [επιρρ.] (δόνηση + φθόγγος) (μουσική) η ελαφρά διακύμανση ενός ήχου ή ενός μουσικού φθόγγου, που προκαλεί την αίσθηση ενός παλλόμενου ήχου ή μουσικού φθόγγου, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητά του. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη φωνητική μουσική ή στη μουσική τζαζ (μτφ. δ. απο την ιταλική vibrato = βιμπράτο)
δοξασιοκρατία: [η] (δοξασία + κρατώ) θεολογικής προέλευσης δόγμα που θεωρεί ότι η πίστη ανοίγει το δρόμο για τη σοφία και όχι η λογική (μτφ. δ. απο τη γαλλική fideism φιντεϊσμός) (© Ju-87)
δόρασκος: [ο] (δορά + ασκός) σάκος φτιαγμένο απο τομάρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. tulum = τουλούμι)
δοριαλίστιο: [το] (δορίαλος [αιδοίο] + ίστιο) βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες κατά την έμμηνη ρύση (μτφ. δ. απο τη γαλλική serviette = σερβιέτα)
δορυβολία: [η] (δόρυ + βολή) ιππικός αγώνας ευγενών στην Οθωμανική Τουρκία όπου γινόταν ρίψη ενός λεπτού ακοντίου απο καβαλάρηδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. cirit = τζιρίτι)
δορυφορηματίας: [ο] (δορυφόρημα [άφωνοι ηθοποιοί αρχαίου θεάτρου] + -τίας) βοηθητικός ηθοποιός, που λέει ελάχιστα ή καθόλου λόγια (μτφ. δ. απο την ιταλική comparsa = κομπάρσος)
δουλοειδές: [το] (δούλος + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
δοχειοπλωτήρας: [ο] (δοχείο + πλωτήρας) ειδική κατασκευή που διακόπτει την παροχή και ροή νερού σε καζανάκι, ντεπόζιτο ή δεξαμενή, προκειμένου να μην έχουμε υπερχείλιση (μτφ. δ. απο τη γαλλική flotteur = φλοτέρ)
δοχυαλιστής: [ο] (δοκός + ὑαλιστής) ηλεκτρική μηχανή με την οποία γίνεται το γυάλισμα τού παρκέτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική parqueteuse = παρκετέζα)
δρακακρίδα: [η] (δράκος + ακρίδα) (ε.φ.) εξωγήινο ιπτάμενο έντομο τερατώδους μεγέθους (μτφ. δ. απο την αγγλική bem)
δραπέταστρο: [το] (δραπετεύω + άστρο) άστρο κινούμενο με τόσο μεγάλη ταχύτητα, ώστε να είναι σε θέση να διαφύγει απο το γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική hypervelocity star) (© Spiros252)
δραστηριοτισμός: [ο] (δραστηριότητα + -ισμός) πολιτική αντίληψη και πρακτική που δίνει μεγάλη έμφαση σε μαζικές ατομικές δραστηριότητες, όπως οι διαδηλώσεις, οι υπογραφές αιτήσεων, οι καταλήψεις κλπ., για την επίτευξη ενός στόχου (μτφ. δ. απο τη γαλλική activisme = ακτιβισμός)
δραστηριοτιστής: [ο] (δραστηριότητα + -ισμός) ο ενεργός πολίτης που δραστηριοποιείται για τα πολιτικά, πολιτιστικά ή οικονομικά ζητήματα που προβληματίζουν μια κοινωνία (μτφ. δ. απο την γαλλική activiste = ακτιβιστής)
δρομαδοπομπή: [η] (δρομάδα + πέμπω) εμπόροι ή ταξιδιώτες οι οποίοι ταξίδευαν παλαιότερα οδικώς σαν ομάδα, κυρίως για λόγους ασφαλείας (μτφ. δ. απο την τουρκ. karvan = καραβάνι)
δυνατοδιάταση: [η] (δυνατόν + διατείνω) (ε.φ.) δεύτερος νόμος του Άρθουρ Κλάρκ που λέει πως για να εξερευνηθούν τα όρια του δυνατού, πρέπει έστω και ελάχιστα να ξεπεραστούν (μτφ. δ. απο την αγγλική Clarke's Second Law)
δυσαγριωδία: [η] (δύση + άγριος + ωδή) κινηματογραφικό έργο του οποίοου η πλοκή εκτυλίσσεται στην Άγρια Δύση (μτφ. δ. απο την αγγλική western = γουέστερν)
δυσειδεύνωτη: [η] (δυσειδής + εύνωτη) γυναίκα της οποίας η πίσω όψη είναι όμορφη και απογοητεύει όταν δείχνει το πρόσωπό της (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bakkushan)
δυσήθεια: [η] (δυσ- + ήθος) η συνήθεια, κυρίως η ενοχλητική για τους άλλους (μτφ. δ. απο την τουρκ. huy = χούι)
δυστατικό: [το] (δυς- + -στατικό) ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caso = κάζο)
δυσφημαποκλεισμός: [ο] (δυσφήμηση + αποκλεισμός) (οικονομία) οικονομικός αποκλεισμός ενός ατόμου, μιας εταιρείας ή μιας χώρας ως μορφή διαμαρτυρίας, αποδοκιμασίας κι εναντίωσης στη συμπεριφορά ή τις θέσεις τους (κατ’ επέκταση) άρνηση συμμετοχής σε μία διαδικασία, προκειμένου να ματαιωθεί ή να ασκηθεί πίεση (μτφ. δ. απο τη γαλλική boycottage = μποϊκοτάζ)
δυφιάλυσος: [η] (δυφίο [δυαδικό ψηφίο] + άλυσος [bitcoin]) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
δυφιόγραμμα: [το] (δυφίο + γράφω) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
δυφιόλεξη: [η] (δυφίο + λέξη) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
δωδεκατρόνιο: [το] (δώδεκα + -τρόνιο) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης του ηλεκτρικού φορτίου, το Πλανκ φορτίο (© Spiros252)
δωματιοκόμος: [ο] (δωμάτιο + -κόμος) πρόσωπο που φροντίζει για την ευταξία και την τακτοποίηση των χώρων σε ένα ξενοδοχείο, ένα σπίτι κ.α. (μτφ. δ. απο την βενετική camariere = καμαριέρης)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης