Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Έψιλον-Ζήτα

Πήγαινε κάτω

Έψιλον-Ζήτα Empty Έψιλον-Ζήτα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:03

εγγλώττιο: [το] (εν + γλώσσα) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στη γλώσσα (μτφ. δ. απο την αγγλική tongue piercing)
εγγραφοθήκη: [η] (έγγραφο + θήκη) μεγάλος σκληρός φάκελος που χρησιμεύει για την ταξινόμηση και φύλαξη εγγράφων (μτφ. δ. απο τη γαλλική dossier = ντοσιέ)
έγκαπνο: [το] (εν + καπνός) καπνός τυλιγμένος με χαρτί σε μορφή λεπτού κυλίνδρου (μτφ. δ. απο την ιταλική cigarro = τσιγάρο)
εγκεφαλοσωρεία: [η] (εγκέφαλος + σωρεία) (ε.φ.) νοημοσύνη που λειτουργεί σε υπέρμετρο βαθμό καθώς είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συγχωνευμένοι πολλοί ανθρώπινοι εγκέφαλοι (μτφ. δ. απο την αγγλική group mind)
εγκηροθωπεία: [η] (εν + κηρ [καρδιά] + θωπεία) βαθυτάτη συγκίνηση από ένα μοναδικό έργο τέχνης (μτφ. δ. απο την ισπανική duende)
εγκλειτορίδιο: [το] (εν + κλειτορίδα) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στην κλειτορίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική clitoris piercing)
εγχαλίνιο: [το] (εν + χαλινός) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στον χαλινό του πέους (μτφ. δ. απο την αγγλική frenulum piercing)
εγχαρακτική: [η] (εν + χαρακτική) μέθοδος χαρακτικής πάνω σε ένα σκληρό υλικό ή το έργο τέχνης που παράγεται από την ομώνυμη μέθοδο (μτφ δ. απο τη γαλλική gravure = γκραβούρα)
εγχείλιο: [το] (εν + χείλος) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στα χείλη (μτφ. δ. απο την αγγλική lips piercing)
εγχούφτιο: [το] (εν + χούφτα) μικρό πυροβόλο όπλο που κρατιέται με το ένα χέρι (μτφ. δ. απο την ιταλική pistola = πιστόλι)
εγχρώμυλο: [το] (έγχρωμο + ύλη) έπιπλο με ανάγλυφα έγχρωμα σχέδια (μτφ. δ. απο τη γαλλική marqueterie = μαρκετερί)
εδεσμάζωμα: [το] (έδεσμα + μαζεύω) γεύμα με ποικιλία εδεσμάτων όπου τα φαγητά βρίσκονται σε πιατέλες σε ένα τραπέζι και οι καλεσμένοι πηγαίνουν εκεί και σερβίρονται μόνοι τους στο πιάτο τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική buffet = μπουφές) (© Ju-87)
εδεσμοθήκη: [η] (έδεσμα + θήκη) στρογγυλό ή τετράγωνο πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι για τη φύλαξη φαγητού στο ψυγείο (μτφ. δ. απο την αγγλική bowl = μπολ) (© Ju-87)
εδεσμοστόλισμα: [το] (έδεσμα + στόλισμα) οτιδήποτε έχει διακοσμητικό σκοπό σε γεύμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική garniture = γαρνιτούρα) (© Ju-87)
εδεστέον: [το] (ἐδεστέον) εκλεκτό φαγητό ή γλυκό που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο, καθετί που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και γνώση για να γίνει (σημ. δ. απο τη γαλλική spécialité: = σπεσιαλιτέ) (© κάποιος_Νίκος)
εδράλυσος: [η] (έδρα + άλυσος) ηλεκτροκίνητος εναέριος αναβατήρας με ατομικά καθίσματα για τη μεταφορά σε βουνοκορφή (μτφ. δ. απο τη γαλλική télésiège = τελεσιέζ)
ειδοκτονία: [η] (είδος + κτείνω) (ε.φ.) η συστηματική, σκόπιμη και μαζική εξόντωση και ο αφανισμός ενός ολόκληρου νοήμονος είδους (μτφ. δ. απο την αγγλική xenocide)
ειδορρογράφος: [ο] (εἶδος + ῥοή + γράφω) μηχανική συσκευή λήψης και εγγραφής κινούμενων εικόνων (μτφ. δ. απο την ιταλική camera = κάμερα) (© Ju-87)
ειδορροή: [η] (εἶδος + ῥοή) δημιούργημα κινούμενων εικόνων με ήχο, βιντεοσκοπημένο σε μαγνητική ή ψηφιακή ταινία ή άλλο μέσο (μτφ. δ. απο την αγγλική video = βίντεο)
ειδορρολήπτης: [ο] (εἶδος + ῥοή + λαμβάνω) ο χειριστής κάμερας, χειριστής κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής μηχανής λήψεως (μτφ. δ. απο την αγγλική cameraman = κάμεραμαν)
ειδυλλιωδία: [η] (ειδύλλιο + ωδή) πολυφωνικό συνήθως τραγούδι, με ερωτικό θέμα, που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας τις νυχτερινές ώρες στους δρόμους (μτφ. δ. απο την ιταλική cantata = καντάδα)
ειδωλόμοχλος: [ο] (είδωλο + μοχλός) ράβδος στήριξης φωτογραφικής μηχανής ή κινητού για αυτοαπεικόνιση (μτφ. δ. απο την αγγλική selfie stick)
εικονηχοληπτήριο: [το] (εικόνα + ήχος + λήψη) χώρος με κατάλληλη διαρρύθμιση, διαμόρφωση και εξοπλισμό, όπου γίνεται κινηματογράφηση, φωτογράφηση ή ηχογράφηση (μτφ. δ. απο την αγγλική studio = στούντιο)
εικονοδεσία: [η] (εικόνα + δένω) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική montage = μοντάζ)
εικονοδέτης: [ο] (εικόνα + δένω) καλλιτέχνης που ασχολείται με το μοντάζ (μτφ. δ. απο τη γαλλική monteur = μοντέρ)
εικονοειδύλλιο: [το] (εικόνα + ϝειδύλλιο) ερωτική ιστορία σε έντυπο, ιδίως εφημερίδα ή περιοδικό, τής οποίας το θέμα αναπτύσσεται με φωτογραφίες και υποτίτλους (μτφ. δ. απο τη γαλλική photoroman = φωτορομάντζο)
εικονοσύνδεση: [η] (εικόνα + σύνδεση) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική montage = μοντάζ) (© Ju-87)
ειροκνημίδα: [η] (εἶρος + κνήμη) είδος μάλλινης περικνημίδας που σκεπάζει το επάνω μέρος τού παπουτσιού και φτάνει ώς το γόνατο (μτφ. δ. απο την τουρκ. tozluk = τουζλούκι)
ειροπερισκελίδα: [η] (εἶρος + περισκελίδα) είδος τουρκικού μάλλινου πανταλονιού με φαρδιά επάνω και στενά στο κάτω μέρος σκέλη (μτφ. δ. απο την τουρκ. potur = ποτούρι)
εισαγωδία: [η] (εισαγωγή + ωδή) εισαγωγικό μουσικό κομμάτι σε θεατρικό ή μουσικό έργο (μτφ. δ. απο την ιταλική entrata = εντράτα)
εισπνοληψία: [η] (εισπνοή + λήψη) το ρούφηγμα υλικού απο τη μύτη, συνήθως ναρκωτικής ουσίας (μτφ. δ. απο την αγγλική sniff = σνιφάρισμα) (© Ju-87)
εκάκτια: [επιρρ.] (ἑκάς [μακριά] + ακτή) (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή (μτφ. δ. απο την ιταλικη alla larga = αλάργα)
εκδίκαθλος: [ο] (εκδικώ + άθλος) η επανάληψη ενός αγώνα ή ενός παιχνιδιού, όπου ο ηττημένος ελπίζει να κερδίσει ή να ισοφαρίσει (μτφ. δ. απο τη γαλλική revanche = ρεβάνς)
εκδικοδαυλισμός: [ο] (εκδικώ + δαυλίζω) σκόπιμη προκλητική ή / και παράνομη ενέργεια, που αποσκοπεί στο να παρασύρει τα μέλη μιας ομάδας σε υπερβολικές ή παράνομες αντιδράσεις ή να τα εκθέσει (μτφ. δ. απο τη λατινική provocatio = προβοκάτσια)
εκδικοτιμία: [η] (εκδικώ + τιμή) η αίσθηση της υποχρέωσης (αν)εκδίκησης που διακατέχει κάποιον, εξαιτίας κάποιας αδικίας που έγινε στον ίδιο ή την οικογένεια του, καθώς και οι ενέργειες (π.χ. φόνοι) που γίνονται στα πλαίσια αυτά (μτφ. δ. απο την ιταλική vendetta = βεντέτα)
εκλεκτόλευκος: [ο] (εκλεκτός + λευκός) καλής ποιότητας, εκλεκτός, καθαρός, άσπρος (μτφ. δ. απο την τουρκ. has = χάσικος)
εκπλανητικός: [ο] (εκ + πλανητικός) (ε.φ.) αυτός που βρίσκεται εκτός πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική off-planet n)
εκπυρηνόχθονας: [ο] (εκ + πυρήνας + χθων) γαιόμορφος πλανήτης χωρίς πυρήνα (μτφ. δ. απο την αγγλική coreless planet)
έκρηκτρο: [το] (έκρηξις + -τρο) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική bomba = μπόμπα)
εκρητροβολώ: [ρ.] (έκρητρο + βάλλω) εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο (μτφ. δ. απο την ιταλική bombardare = βομβαρδίζω)
εκτρηκτροβολία: [ρ.] (έκρηκτρο + βάλλω) επίθεση εναντίον ενός στόχου ή μιας πόλης με τη ρίψη βομβών από αεροπλάνα ή πυροβολικό (μτφ. δ. απο τη γαλλική bombardement = βομβαρδισμός)
εκτωδία: [η] (έξι + ᾠδή) μουσική σύνθεση για έξι όργανα ή φωνές (μτφ δ. απο την ιταλική sestetto = σεστέτο)
εκφρασισμός: [ο] (έκφραση + -ισμός) τεχνοτροπία στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, στη μουσική και στον κινηματογράφο, η οποία έχει ώς κύρια χαρακτηριστικά τον άκρο υποκειμενισμό, τη βίαιη συγκίνηση και την τάση κάθε δεδομένο μέσο να φτάσει στα ακρότατα εκφραστικά του όρια δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην έκφραση τής υποκειμενικής και εσωτερικής (ψυχικής) πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τη γαλλική expressionnisme = εξπρεσιονισμός)
ελασμάθυφο: [το] (έλασμα[το] + ὑφή) ύφασμα κατασκευασμένο με παρεμβολή, κατά την ύφανση, μεταλλικών νημάτων ή λωρίδων, οι οποίες τού προσδίδουν ιδιαίτερη λάμψη (μτφ. δ. απο τη γαλλική lamé = λαμέ)
ελασματοδόχος: [η] (έλασμα + -δόχος) δοχείο φτιαγμένο απο φύλλα επικασσιτερωμένου σιδήρου (μτφ. δ. απο την τουρκ. teneke = τενεκές)
ελαφράπορπο: [το] (ελαφρύς + α- + πόρπη) το ελαφρύ γυναικείο πανωφόρι (μτφ. δ. απο τη γαλλική manteau = μαντό)
ελαφρόνιο: [το] (ελαφρύς + -όνιο) αφόρτιστο και πολύ ελαφρύ υποατομικό σωματίδιο (μτφ. δ. απο την αγγλική neutrino = νετρίνο) (© Ju-87)
ελαφρονιοσκόπιο: [το] (ελαφρόνιο + σκοπῶ) ανιχνευτής νετρίνων (μτφ. δ. απο την αγγλική neutrino telescope) (© Ju-87)
ελευθέρρυθμα: [επιρρ.] (ελεύθερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική rubato = ρουμπάτο)
ελικοβέμβικας: [ο] (ἕλικα+ βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ελικοπτεράμαξo: [το] (ελικόπτερο + άμαξα) (ε.φ.) αυτοκίνητο που μπορεί και να ίπταται σαν ελικόπτερο (μτφ. δ. απο την αγγλική helicar)
ελικοσανίδα: [η] (ἕλικα + σανίδα) διμερής τροχοσανίδα, καθε ένα απο τα οποία μέρη διαθέτει απο έναν μόνο τροχό, και τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με έναν περιστρεφόμενο κατα το μήκος της σανίδας άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική caster [wave] board)
εμβιόφρακτο: [το] (έμβιο + φρακτός) γιγαντιαίος ζωντανός οργανισμός πλασμένος, μεταλλαγμένος ή κατασκευασμένος έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαστημόπλοιο (μτφ. δ. απο την αγγλική bioship)
εμβρίθοινος: [ο] (εμβριθής + οίνος) αυτός που δοκιμάζει από ποτό για να ελέγξει την ποιότητά του, ο οινογνώστης (μτφ. δ. απο την ιταλική gustatore = γουσταδόρος)
εμμηνόπανο: [το] (έμμηνος + πανί) βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες κατά την έμμηνη ρύση (μτφ. δ. απο τη γαλλική serviette = σερβιέτα) (© κάποιος_Νίκος)
εμμύτιο: [το] (εν + μύτη) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στη μύτη (μτφ. δ. απο την αγγλική nose piercing)
εμπαιγμιστία: [η] (εμπαιγμός + ιστός) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
εμπαιγμιστίζω: [ρ.] (εμπαιγμός + ιστός) τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
εμπαίγμιστος: [ο] (εμπαιγμός + ιστός) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
εμπηλόψητο: [το] (εν + πηλός + ψήνω) φαγητό αποτελούμενο κυρίως απο κρέας και κριθαράκι, ψημένο μέσα σε πήλινο σκεύος (μτφ, δ. απο την τουρκ. guvec = γιουβέτσι)
εμπηχυαίο: [το] (εν + πήχυς) τεχνική κατασκευής των τοίχων των παλιών σπιτιών με ξύλινο σκελετό αποτελούμενο απο οριζόντιες πήχεις ή καλάμια (μτφ. δ. απο την τουρκ. bagdadi = μπαγδατί)
εμποδιέλευση: [η] (εμπόδιο + διέλευση) είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcours = παρκούρ) (© Ju-87)
εμποδιοπορία: [η] (εμπόδιο + πορεία) είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcours = παρκούρ)
εμπορευματαίχμιο: [το] (εμπόρευμα + αιχμή) το μέγιστο παραγωγής, πρόβλεψης, προγραμματισμού κ.τ.λ. που μπορεί να ξεπεράσει κανείς (μτφ. δ. α πο τη γαλλική plafond = πλαφόν)
εμπορευματοδεικνύω: [ρ.] (εμπόρευμα + δεικνύω) το να παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, να θέτω σε κυκλοφορία, να διαδίδω, να προβάλλω (μτφ. δ. απο τη γαλλική lancer = λανσάρω) (© Ju-87)
εμπορευματοσωρεύω: [ρ.] (εμπόρευμα + συσσωρεύω) συγκεντρώνω διαθέσιμα προϊόντα, εμπορεύματα κτλ., δημιουργώ στοκ (μτφ. δ. απο την ιταλική stoccare = στοκάρω)
εμπορευματοφανίζω: [ρ.] (εμπόρευμα + φαίνω) το να παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, να θέτω σε κυκλοφορία, να διαδίδω, να προβάλλω (μτφ. δ. απο τη γαλλική lancer = λανσάρω)
εμπορευματοφάνιση: [η] (εμπόρευμα + φαίνω) όταν παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω (μτφ. δ. απο τη γαλλική lancer = λανσάρισμα)
εμπορευματώθηση: [η] (εμπόρευμα + ωθώ) η τεχνική του να καθιστάς τα προϊόντα επιθυμητά και εύκολα προσβάσιμα στον καταναλωτή (μτφ. δ. απο την αγγλική merchandising)
εμφιλόνεικος: [ο] (εν + φιλονεικώ) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© κάποιος_Νίκος)
εμφιλονεικώ: [ρ.] (εν + φιλονεικώ) τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© κάποιος_Νίκος)
εμφιλονικεία: [η] (εν + φιλονεικώ) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα) (© κάποιος_Νίκος)
εμφρονοειδές: [το] (ἔμφρων + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
εμφρύδιο: [το] (εν + φρύδι) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στο φρύδι (μτφ. δ. απο την αγγλική eyebrow piercing)
εμφυλλοπλήθονο: [το] (εν + φύλλο + πλήθον) αμπελόφυλλο τυλιγμένο και γεμισμένο με κιμά και ρύζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. yaprak = γιαπράκι)
εναιματόψητο: [το] (εν + αίμα + ψητό) κρέας που είναι λίγο ψημένο, έτσι ώστε εξωτερικά να φαίνεται ψημένο αλλά και ζουμερό ενώ εσωτερικά να είναι σχετικά ωμό (μτφ. δ. απο τη γαλλική saignant = σενιάν) (© Ju-87)
εναλλασσόμουνο: [το] (εναλλάσσω + μουνί) ερωτική στάση κατα την οποία ένας άνδρας συνευρισκόμενος ταυτοχρόνως με δύο γυναίκες διεισδύει εναλλάξ και στις δύο, καθώς η μία ξαπλώνει ανάσκελα μπροστά του και η δεύτερη μπρούμυτα επι της πρώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική double dip)
εναρκτάργυρο: [το] (έναρξη + αργύρια) το αρχικό ποσό που καταθέτει κάθε παίκτης τυχερού παιχνιδιού (μτφ. δ. απο τη γαλλική mise = μίζα)
εναρκτοδρομώ: [ρ.] (έναρξη + δρομώ) το να αρχίζω, να ξεκινώ μια νέα καριέρα· χρησιμοποιείται συνήθως για την καριέρα ενός ηθοποιού (μτφ. δ. απο την ιταλική debuttare = ντεμπουτάρω)
εναρκτοπώλιο: [το] (έναρξη + πωλώ) η πρώτη είσπραξη της ημέρας για τους επαγγελματίες (μτφ. δ. απο την τουρκ. siftah = σεφτές)
εναστροσφαιρικό: [το] (εν + άστρο + σφαίρα) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που εκτυλίσσεται ή μετακινείται εντός ενός ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική in-system)
ένδεικτρο: [το] (ένδειξη + -τρον) ταμπλό, πίνακας με διάφορα όργανα μέτρησης π.χ. δίπλα στο τιμόνι κάποιου οχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική cadran = καντράν)
ενδέρμιο: [το] (εν + δέρμα) γενική ονομασία για σκουλαρίκια τα οποία βρίσκονται σε διάφορα σημεία του σώματος (μτφ. δ. απο την αγγλική piercing = πίρσινγκ)
ενδετόφθογγα: [επιρρ.] (εν + δένω + φθόγγος) η σύνδεση τών διαδοχικών φθόγγων μιας μουσικής φράσης χωρίς μεσολάβηση κενού, χωρίς διακοπή (μτφ. δ. απο την ιταλική legato = λεγκάτο)
ενδοσυναισθάνομαι: [ρ.] (ένδο + συναισθάνομαι) (ε.φ.) το να ταυτίζομαι συναισθηματικά μέσω τηλεπάθειας με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και να κατανοώ τη συμπεριφορά και τα κίνητρά του (μτφ. δ. απο την αγγλική grok)
ενδυματοδειξίας: [ο] (ένδυμα + δεικνύω) άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική mannequin = μανεκέν) (© Ju-87)
ενδυματότυπο: [το] (ένδυμα + -τυπο) πρότυπο ενδυμασίας (μτφ. απο τη γαλλική facon = φασόν)
ενδωμοσία: (ένδο + ὄμνυμι) άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών (μτφ. δ. απο τη γαλλική clique = κλίκα)
ενεργοβόλο: [το] (ενέργεια + βολή) όπλο που εκπέμπει ακτινοβολία ρυθμιζομένης εντάσεως (μτφ. δ. απο την αγγλική phaser = φέιζερ) (© killerbee)
ενεργόνιο: [το] (ενέργεια + -όνιο) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της ενέργειας, η Πλανκ ενέργεια (© Spiros252)
ενθήλιο: [το] (εν + θηλή) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στις ρώγες (μτφ. δ. απο την αγγλική nipple piercing)
εννιακισογδήκιστο: [το] (εννιάκις + οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 45η byte
ενομφάλιο: [το] (εν + ομφαλός) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στον ομφαλό (μτφ. δ. απο την αγγλική belly button piercing)
ενόρχιο: [το] (εν + όρχις) σκουλαρίκι το οποίο τοποθετείται στους όρχεις (μτφ. δ. απο την αγγλική testicle piercing)
ενοχεία: [η] (ένας + ὀχεία) η σεξουαλική (ενοχική) αυτοϊκανοποίηση (© Yochanan)
ενσφαιριστής: [ο] (εν + σφαίρα) μεταλλική βέργα που εχρησιμοποιείτο για το γέμισμα εμπροσθογεμούς όπλου (μτφ. δ. απο την τουρκ. χαρμπί)
εντοιχόκλιντρο: [το] (εν + τοίχος + κλίνη) υπερυψωμένη εξέδρα ή κατασκευή μέσα σε δωμάτιο, που χρησίμευε για κατάκλιση (μτφ. δ. απο την τουρκ. sofa = σοφάς)
εξαβεμβικό: [το] (έξι + βέμβιξ) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που διαθέτει έξι στροφεία (μτφ. δ. απο την αγγλική hexacopter)
εξαγοραστήριο: [το] (εξαγοράζω + -ήριο) παροχή ή εξυπηρέτηση από κάποιο υπουργό ή βουλευτή σε οπαδούς, φίλους ή γνωστούς με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. rusvet = ρουσφέτι)
εξαγύνοιφος: [ο] (έξι + γυνή + οἴφω) άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται ερωτικά με έξι γυναίκες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική ffffffm lucky guy)
εξακισογδήκιστο: [το] (εξάκις + οκτώ + ἤκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 36η byte
εξαλειχάλυσος: [η] (έξι + λείχω + ἅλυσος) σεξουαλική πράξη έξι ατόμων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική sixsome daisy chain)
εξαλώπη: [η] (έξαλα + ὀπή) μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική finestrino = φιλιστρίνι, φινεστρίνι)
εξανδροδόχος: [η] (έξι + άνδρας + -δόχος) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με έξι άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmmmmmm lady)
εξαστερίτης: [ο] (έξι + αστέρι + -ίτης) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα εξαπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumsenary planet)
εξοβελιστής: [ο] (εξοβελίζω + -της) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© κάποιος_Νίκος)
εξογδήκιστο: [το] (έξι + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 18η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Exabyte)
εξωγηινισμένος: [ο] (εξωγήινος + -ισμός) (ε.φ.) άτομο κατευθυνόμενο ή ελεγχόμενο απο εξωγήινη νοημοσύνη (μτφ. δ. απο την αγγλική pod person)
εξωγηϊνοποίηση: [η] (εξωγήινος + ποιώ) (ε.φ.) η μετατροπή κάποιου ατόμου ή κάποιου πλανήτη προς μία ευχρηστότερη για κάποιον εξωγήινο πολιτισμό μορφή
εξωθερμοκρασία: [η] (έξω + θερμός + κρᾶσις) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας, η Πλανκ θερμοκρασία (© Spiros252)
εξωκρασία: [η] (έξω + κρᾶσις) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας, η Πλανκ θερμοκρασία (© Spiros252)
εορτόγλυκο: [το] (εορτή + γλυκό) (γαστρονομία) γλυκό με βασικά συστατικά αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και λάδι ή βούτυρο, συχνά με άλλα πρόσθετα όπως φρούτα, που φτιάχνεται στο φούρνο· σερβίρεται ειδικά σε γενέθλια, ονομαστικές γιορτές (μτφ. δ. απο την λατινική torta = τούρτα) (© κάποιος_Νίκος)
εορτόδεσμα: [το] (εορτή + έδεσμα) (γαστρονομία) γλυκό με βασικά συστατικά αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και λάδι ή βούτυρο, συχνά με άλλα πρόσθετα όπως φρούτα, που φτιάχνεται στο φούρνο· σερβίρεται ειδικά σε γενέθλια, ονομαστικές γιορτές (μτφ. δ. απο την λατινική torta = τούρτα) (© Ju-87)
εορτότευχος: [το] (εορτή + τεύχος) (ε.φ.) επετειακό τεύχος περιοδικού (μτφ. δ. απο την αγγλική annish) (© Ju-87)
επαλληλένδοχο: [το] (επάλληλος + εν + δοχείο) σκεύος που αποτελείται από επάλληλα δοχεία και χρησιμοποιείται για μεταφορά φαγητού (μτφ. δ. απο την τουρκ. sefertas = σεφερτάσι)
επαλληλόκρουση: [η] (επάλληλος + κρούση) η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα) (© κάποιος_Νίκος)
επαναταινιάριο: [το] (επι + ανά + ταινία + -ριο) μορφότυπο ανταλλαγής γραφικών (μτφ. δ. απο την αγγλική Graphics Interchange Format = gif) (© sys3x)
επεικονίδιο: [το] (επι + εικονίδιο) η σύντομη επεξήγηση κάτω από εικόνα, σχέδιο ή φωτογραφία σε έντυπο (μτφ. δ. απο τη γαλλική légende = λεζάντα)
επεντατικά: [επιρρ.] (επί + ένταση) μουσικός όρος και σημείο με το οποίο δηλώνεται βαθμιαία αύξηση της έντασης των ήχων κατά την εκτέλεση μουσικού κομματιού (μτφ. δ. απο την ιταλική crescendo = κρεσέντο)
επευφημιστής: [ο] (επί + ευφεμιστής) άτομο που με κάποιο τρόπο πληρώνεται, για να παρίσταται σε δημόσιες εκδηλώσεις και να επευφημεί, να αποδοκιμάζει και να δημιουργεί εντυπώσεις (μτφ. δ. απο τη γαλλική claquer = κλακαδόρος)
επιβατοκόμιστρο: [το] (επιβάτης + κόμιστρο) καθορισμός τιμής, διατίμηση, το κόστος διαδρομής με ταξί (μτφ. δ. απο την ιταλική tariffa = ταρίφα)
επιβαύβωνας: [ο] (επί + βαυβών) προσδεόμενο ομοίωμα πέους (μτφ. δ. απο την αγγλική strapon = στράπον)
επιδημιαίο: [το] (επιδημία + -αίο) κάτι το οποίο γίνεται δημοφιλές μέσω διαδικτυακής διαμοίρασης (μτφ. δ. απο την αγγλική viral = βάιραλ)
επιδισκίδιο: [το] (επι + δίσκος) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
επίδισκο: [το] (επι + δίσκος) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
επιδρασκελίζω: [ρ.] (επι + δρασκελίζω) το να επιταχύνω τρέχοντας στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρω)
επιδρασκελισμός: [ο] (επι + δρασκελίζω) επιτάχυνση στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα τρεξίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρισμα)
επιθετήριο: [το] (επί + τίθημι + -ριο) πρόχειρη κατασκευή, σαν τραπέζι, που χρησιμοποιούν υπαίθριοι πωλητές για να τοποθετούν τα εμπορεύματά τους: πάγκος της λαϊκής αγοράς (μτφ. δ. απο την τουρκική tezgâh = τεζάκι)
επιλογόρρυθμα: [επιρρ.] (επιλογή + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα επιλογή ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική ad libitum = αντ λιμπίντουμ)
επιμελομανία: [η] (επιμέλεια + μανία) ενασχόληση με επιμέλεια και γούστο (μτφ. δ. απο την τουρκ. merak = μεράκι)
επιπλανήτιος: [ο] (επί + πλανήτης) (ε.φ.) επιθ. για κάτι που βρίσκεται εντός του πλανήτη αναφοράς (μτφ. δ. απο την αγγλική on-planet adj)
επιπλοκνημίδα: [η] (έπιπλο + κνημίδα) η κάτω οριζόντια ξύλινη λωρίδα εντοιχισμένων επίπλων (μτφ. δ. απο την ιταλική fascia = φάσια)
επιπλόλυχνο: [το] (έπιπλο + λύχνος) φωτιστικό που τοποθετείται συνήθως πάνω σε έπιπλο (μτφ. δ. απο τη γαλλική portatif = πορτατίφ)
επιπροθηκίδα: [η] (επί + προθήκη + -ίδα) ρολό (στόρι) μεταλλικού φύλου κυματοειδούς λαμαρίνας, που φράζει τη βιτρίνα καταστήματος, προκειμένου να ασφαλίζεται κατά τις ώρες μη λειτουργίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kepenk = κεπέγκι)
επιπτύχωτο: [το] (επί + πτυχωτό) πλατιά πτυχωτή ταινία στο κάτω μέρος γυναικείου φορέματος ή στα άκρα μανικιού, μαξιλαριού, σεντονιού κτλ. (μτφ. δ. απο τη γαλλική falbalas = φραμπαλάς)
επιρραβδοτοξευτής: [ο] (επί + ῥάβδος + τοξευτής) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© κάποιος_Νίκος)
επιρραχίδα: [η] (επί + ῥάχις + -ίδα) γυναικείο ρούχο, μάλλινο συνήθως κομμάτι ύφασμα που σκεπάζει τους ώμους και την πλάτη (μτφ. δ. απο την τουρκ. shal = σάλι)
επιρρυθμικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμικώς) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική accelerando = ατσελεράντο)
επιρρυθμοκινητικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμός + κινητικά) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την κινητική επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική piu mosso = πίου μόσο)
επιρρυθμοπλεονεκτικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμός + πλεονεκτικά) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την παραπανήσια επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική poco piu = πόκο πίου)
επιρρυθμοπροωθητικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμός + προωθητικά) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την προωθητική επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική stringendo = στριγκέντο)
επιρρυθμοσπουδαστικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμός + σπουδαστικά) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την βιαστική επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική affrettando = αφρετάντο)
επιρρυθμωστικά: [επιρρ.] (επι + ῥυθμός + ωστικά) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την αλλαγή του ρυθμού, συγκεκριμένα την ωστική επιτάχυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική incalzando = ινκαλτσάντο)
επισημάτιο: [το] (επίσημο + ιμάτιο) επίσημο ένδυμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική habillé = αμπιγιέ)
επιστημηριγμός: [ο] (επιστήμη + έρεισμα) (ε.φ.) η σχέση με την επιστημονική πραγματικότητα ενός έργου ε.φ. – ο βαθμός “σκληρότητας” ενός έργου ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική subjunctivity)
επιστημήρικτο: [το] (επιστήμη + έρεισμα) (ε.φ.) έργο ε.φ. το οποίο σχετίζεται με την επιστημονική πραγματικότητα, διαθέτει δηλαδή έναν ισχυρό βαθμό “σκληρότητας” ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική subjunctivity)
επισύγκρουση: [η] (επί + σύγκρουση) η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα) (© stavmanr)
επιτροχιοβόλο: [το] (επί + τροχός + βολή) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© Spiros252)
επιτυρισμένο: [το] (επί + τυρί) φαγητό μαγειρεμένο με επικάλυψη από τριμμένο τυρί και κύβους ψωμιού ή/και από βούτυρο (μτφ. δ. απο τη γαλλική au gratin = ογκρατέν)
εποχίσκη: [η] (εποχή + -ίσκη) μικρή χρονική περίοδος κατά την οποία συμβαίνει κάτι (μτφ. δ. απο τη γαλλική saison = σεζόν)
επτακισογδήκιστο: [το] (επτάκις + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 39η byte
επτογδήκιστο: [το] (επτά + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 21η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Zettabyte)
εργατοειδές: [το] (εργάτης + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© Εσχατόγερος)
ερεβοσφαίριο: [το] (έρεβος + σφαίρα) το ημισφαίριο ενός πλανήτη με σύγχρονη περιστροφή που είναι πάντα αντεστραμμένο απο το άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική nightside) (© Spiros252)
ερευνιστία: [η] (ερευνώ + ιστός) η διαδικτυακή αναζήτηση πληροφοριών μέσω του Google ή άλλης μηχανής αναζήτησης (μτφ. δ. απο την αγγλική googling = γκουγκλίζω)
ερευνιστίζω: [ρ.] (ερευνώ + ιστός) το να αναζητώ πληροφορίες για κάτι στο διαδίκτυο χρησιμοποιώντας το Google ή άλλη μηχανή αναζήτησης (μτφ. δ. απο την αγγλική googling = γκουγκλίζω)
ερμηνευτηγός: [ο] (ερμηνευτής + άγω) αυτός που αναλαμβάνει την παρουσίαση και προβολή κάποιου καλλιτέχνη και του έργου του (μτφ. δ. απο την ιταλική impresario = ιμπρεσάριος)
ερπαεριθύνωπο: [το] (ἕρπω + αέρας + ιθύνωπο) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone)
ερπαεροταλωειδές: [το] (ἕρπω + αέρας + ταλωειδές) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα το οποίο μπορεί και να ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική tank copter drone) (© Ju-87)
ερποϊθύνωπο: [το] (ἕρπω + ιθύνωπο) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned ground vehicle)
ερυθριστής: [ο] (ερυθρός) πούδρα του μακιγιάζ που τοποθετείται στα μάγουλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική rouge = ρουζ)
ερυθρόκεδρος: [ο] (ερυθρός + κέδρος) κοινή ονομασία μιας παραλλαγής τής πορτοκαλιάς η οποία χαρακτηρίζεται από την εύχυμη και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου αιματόχροη σάρκα τού καρπού της (μτφ. δ. απο τη γαλλική sanguigni = σαγκουίνι)
ερωτόχοντρη: [η] (έρως + χονδρός) είδος ταινιών πορνό όπου συμμετέχουν χοντρές γυναίκες (μτφ. δ. απο την αγγλική big beautiful women) (© Ju-87)
εσθιοκομιστής: [ο] (εσθίω + κομίζω) υπάλληλος εστιατορίου, καφενείου, ζαχαροπλαστείου (μτφ. δ. απο την ιταλική servitore = σερβιτόρα/ισσα/ος) (© killerbee)
εσχατίτης: [ο] (εσχατιά + -ίτης) (ε.φ.) πλανήτης που βρίσκεται στις άκρες ή εκτός του γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική rim world)
εσωχυσία: [η] (έσω + χύνω) είδος ταινιών πορνό όπου η εκσπερμάτιση γίνεται εντός των σωματικών οπών και γίνεται έπειτα κοντινή λήψη πως εκχέεται το σπέρμα εκτός αυτών (μτφ. δ. απο την αγγλική creampie) (© Ju-87)
ετερηλιακό: [το] (έτερος + ήλιος) (ε.φ.) κάτι που ανήκει σε διαφορετικό ηλιακό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική outsystem)
ευδιαγωγή: [η] (ευ + διαγωγή) εγχειρίδιο, και κατ’ επέκταση κώδικας ή σύνολο κανόνων καλής συμπεριφοράς (μτφ. δ. απο τη γαλλική savoir vivre = σαβουάρ βίβρ) (© Ju-87)
ευδιαλυθηδές: [το] (ευδιάλυτο + ἡδύς) είδος ζαχαρωτού που διαλύεται εύκολα στο στόμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική fondant = φοντάν)
ευδριμέδεσμα: [το] (ευ + δριμύς [πικάντικος] + έδεσμα) μικρή ποσότητα (πικάντικου) φαγητού, συνήθως για να συνοδεύσει ένα ποτό (μτφ. δ. απο την τουρκ. meze = μεζές)
ευδριμύς: [ο] (ευ + δριμύς) αυτός που έχει ευχάριστα δριμεία γεύση (μτφ. δ. απο την ιταλική piccante = πικάντικος)
ευημερινός: [ο] (ευ + ημέρα) η οριογραμμή νύχτας και ημέρας σε έναν πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική solar terminator) (© Spiros252)
ευηνέμαξο: [το] (ευ + άνεμος + αμάξι) ανοιχτό, χωρίς οροφή ή με πτυσσόμενη οροφή αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabriolet = καμπριολέ)
ευθρυπτόκομμο: [το] (εύθρυπτο + κομμόω [στολίζω]) τρόπος μαγειρέματος κατά τον οποίο το είδος που πρόκειται να τηγανιστεί πασπαλίζεται με τριμμένη φρυγανιά (μτφ. δ. απο τη γαλλική pane = πανέ) (© Ju-87)
ευθυμοδόλωμα: [το] (εύθυμος + δόλωμα) ενέργεια με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων για πλάκα ή για άλλους λόγους, η παραπλάνηση για τη γελοιοποίηση κάποιου, το κάπως χοντρό αστείο που έχει συνέπειες ή αναστατώνει (μτφ. δ. απο την ιταλική farsa = φάρσα)
ευκολόρρυθμα: [επιρρ.] (εύκολος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα ευκολία ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a commodo = α κομόντο)
ευκρουσία: [η] (ευ + κρούω) διασκεδαστικός μεγάλος θόρυβος, ταραχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. tevatur = νταβαντούρι)
ευπαλινδρόμηση: [η] (ευ + παλινδρόμηση) το αίσθημα ευχάριστης αναμονής που νιώθει κάποιος που περιμένει έναν αγαπημένο και εκδηλώνεται με το διαρκές "πήγαινε - έλα" για να δει αν ήρθε (μτφ. δ. απο την Ινουίτ iktsuarpok)
ευρυαμφίσκη: [η] (ευρύς + άμφιο + -ίσκη) μπλούζα φαρδιά που καταλήγει στους γοφούς ή στη μέση καταλήγοντας σε ζωνάρι ή κορδόνι (μτφ. δ. απο τη γαλλική blouson = μπλουζόν)
ευσκελίδα: [η] (ευ + σκέλος + -ίδα) φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά οι χωρικοί (μτφ. δ. απο την τουρκ. salvar = σαλβάρι)
ευστόχιστος: [ο] (ευστοχώ + ιστός) το δίχτυ που υπάρχει στο καλάθι του μπάσκετ (μτφ. δ. απο τη γαλλική filet = φιλέ)
ευστροφιματίο: [το] (εύστροφο + ιμάτιο) έξυπνο ρούχο (μτφ. δ. απο την αγγλική smart clothe)
ευστροφοσαρωτής: [ο] (εύστροφος + σαρωτής) έξυπνος φορητός σαρωτής (μτφ. δ. απο την αγγλική smart scanner)
ευστρόφωνο: [το] (εύστροφο + φωνή) έξυπνο κινητό τηλέφωνο (μτφ. δ. απο την αγγλική smartphone = σμαρτφόουν)
ευτελόσωρος: [ο] (ευτελής + σωρός) σωρός ευτελών αντικειμένων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kalambalik = καλαμπαλίκι)
ευτοπίοπτρο: [το] (ευ + τόπος + ὁρῶ) γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens)
ευτόπτρα: [η] (ευ + τόπος + ὁρῶ) γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens)
ευφθόγγιστα: [επιρρ.] (ευ + φθόγγος) τρόπος ομαλής και ευδιάκριτης μεταβάσεως από φθόγγο σε φθόγγο στη μουσική (μτφ. δ. απο την ιταλική portamento = πορταμέντο)
εφέδριππος: [ο] (έφεδρος + ίππος) άλογο που το οδηγεί κάποιος πεζός κρατώντας το χαλινάρι του (μτφ. δ. απο την τουρκ. yedek = γεντέκι)
εφευροκεντρικό: [το] (εφευρίσκω + κέντρο) είδος μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας των οποίων η πλοκή περιστρέφεται γύρω απο μία συγκεκριμένη τεχνολογική εφεύρεση (μτφ. δ. απο την αγγλική gadget)
εφιέρμαιος: [ο] (επι + Ἑρμῆς) (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Ερμή (μτφ. δ. απο την αγγλική mercurian)
Ζ
ζαβολιαρέλικας: [ο] (ζαβολιάρης + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαβολιαροβέμβικας: [ο] (ζαβολιάρης + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαβολιαρόδανο: [το] (ζαβολιάρης + ροδάνι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαβολιαρόσβιγα: [η] (ζαβολιάρης + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαβολιαρόσβουρα: [η] (ζαβολιάρης + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαβολιαροστρόφιγγας: [ο] (ζαβολιάρης + στρόφιγγας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ζαχαροπήκτωμα: [το] (ζάχαρη + πηκτός) είδος ζαχαρωτού που διαλύεται εύκολα στο στόμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική fondant = φοντάν) (© Ju-87)
ζημιότιμο: [το] (ζημία + τιμή) τα χρήματα που πληρώνει κάποιος για να αποκαταστήσει ζημιές (μτφ. δ. απο την τουρκ. cereme = τζερεμές)
ζίγγος: [ο] (ζίγγος) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
ζυμαυλίσκος: [ο] (ζύμη + αυλίσκος) είδος ζυμαρικού σε μορφή λεπτής σωληνωτής ράβδου (μτφ. δ. απο την ιταλική maccaroni = μακαρόνι)
ζυμαυλόστρωτο: [το] (ζύμη + αυλός + στρώνω) φαγητό που φτιάχνεται με μακαρόνια, κιμά και μπεσαμέλ (μτφ. δ. απο την ιταλική pasticcio = παστίτσιο)
ζυμόκοκκος: [ο] (ζύμη + κόκκος) είδος ζυμαρικού σε μικρούς βώλους (μτφ. δ. απο την τουρκ. kuskus = κουσκούσι)
ζυμοπλήθον: [το] (ζύμη + πλήθον) φαγητό από ζυμαρικά γεμισμένα με κρέας και καρυκεύματα (μτφ. δ. απο την ιταλική ravioli = ραβιόλι)
ζυμορράβδιo: [το] (ζύμη + ῥαβδίον) λεπτό ατρύπητο μακαρόνι (μτφ. δ. απο την ιταλική spaghetti = σπαγγέτι)
ζωηροκόριτσο: [το] (ζωή + κόρη) μικρό και ζωηρό κορίτσι (μτφ. δ. απο την ιταλική piccirillo = πιτσιρίκα)
ζωηρόρρυθμα: [επιρρ.] (ζωηρός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν γρήγορη (ζωηρή) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική vivace = βιβάτσε)
ζωηροτέρρυθμα: [επιρρ.] (ζωηρότερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πολύ γρήγορη (πολύ ζωηρή) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική vivacissimo = βιβατσίσιμο)
ζωμόδειπνο: [το] (ζωμος + δείπνο) μεταμεσονύκτιο δείπνο στο οποίο σερβίρονται κρύα φαγητά (μτφ. δ. απο τη γαλλική souper = σουπέ)
ζωμοκύλικας: [ο] (ζωμός + κύλιξ) πιατέλα για το σερβίρισμα της σούπας (μτφ. δ. απο την ιταλική zuppiera = σουπιέρα)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης