Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ήτα - Ιώτα

Πήγαινε κάτω

Ήτα - Ιώτα Empty Ήτα - Ιώτα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:08

ηδονόκεντρο: [το] (ηδονή + κέντρο) κέντρο νυχτερινής διασκέδασης με μουσική, χορό και καλλιτέχνιδες ή καλλιτέχνες που συντροφεύουν τους πελάτες (μτφ. δ. απο τη γαλλική cabaret = καμπαρέ) (© Ju-87)
ηδονόπραγμα: [το] (ηδονή + πράττω) αντικείμενο ή και μέλος σώματος που για τον φετιχιστή είναι φορέας γενετήσιας διέγερσης (μτφ. δ. απο την αγγλική fetish = φετίχ) (© Ju-87)
ηθμορροφηματίας: [ο] (ηθμός [στραγγιστήρι] + ῥόφημα) άτομο ειδικευμένο στην προετοιμασία του καφέ, κυρίως των ιταλικών (εσπρέσο, καπουτσίνο) (μτφ. δ. απο την ιταλική barista = μπαρίστας)
ηλεκτραστικό: [το] (ηλεκτρο- + αστικό) ηλεκτροκίνητο λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών που ρευματοδοτείται μέσω δύο κεραιών από εναέρια σύρματα (μτφ. δ. απο την αγγλική trolley = τρόλεϊ) (© Ju-87)
ηλεκτροσανίδα: [η] (ηλεκτρο- + σανίδα) ηλεκτροκινούμενη τροχοσανίδα δύο παραλλήλως περιστρεφομένων τροχών (μτφ. δ. απο την αγγλική e-Board)
ηλιάρμενο: [το] (ήλιος + άρμενο) διαστημόπλοιο με ηλιακά πανιά (μτφ. δ. απο την αγγλική solar sail)
ηλιομοιότυπο: [το] (ήλιος + ομοιότυπο) (ε.φ.) άστρο το οποίο έχει ακριβώς τα χαρακτηριστικά του ηλίου (μτφ. δ. απο την αγγλική sol-type)
ηλιοσφαιραπός: [ο] (ήλιος + σφαίρα + -απός) (ε.φ.) κάτοικος του ηλιακού συστήματος της Γης (μτφ. δ. απο την αγγλική solarian)
ηλίστιο: [το] (ήλιος + ίστιο) ηλιακά πανιά (μτφ. δ. απο την αγγλική solar sail) (© Spiros252)
ηλιστιοφόρο: [το] (ήλιος + ίστιο + φέρω) διαστημόπλοιο με ηλιακά πανιά (μτφ. δ. απο την αγγλική solar sail) (© Spiros252)
ηλολειωτής: [ο] (ἧλος + λειωτής) χαλύβδινο εργαλείο για διάτρηση μετάλλων ή για ώθηση προς τα μέσα της κεφαλής τού καρφιού η οποία προεξέχει (μτφ. δ. απο την τουρκ. zimba = ζουμπάς)
ημεροδαπάνη: [η] (ημέρα + δαπάνη) μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους ή που απαιτείται για τα καθημερινά μικροέξοδα κάποιου (μτφ. δ. απο την τουρκ. harclik = χαρτζιλίκι)
ημιστροφόνιο: [το] (ημί- + στροφή + -όνιο) σωματίδιο (θεμελιώδες ή σύνθετο) με ημιακέραια ιδιοστροφορμή (spin) που υπακούει στην στατιστική Fermi–Dirac (μτφ. δ. απο την αγγλική fermion = φερμιόνιο) (© Ju-87)
ηρεμόρρυθμα: [επιρρ.] (ήρεμος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πολύ αργή (ήρεμη) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική adagio = αντάτζιο)
ησυχόφθογγα: [επιρρ.] (ήσυχος + φθόγγος) μουσικός όρος για τρόπο εκτέλεσης με πολύ αδύνατη ένταση (μτφ. δ. απο την ιταλική pianissimo = πιανίσιμο)
ηχομιξία: [η] (ήχος + μίξις) η τεχνική εργασία της μείξης διαφορετικών ηχητικών (ή και οπτικών) εγγραφών κατά τρόπο ώστε να προκύψει ένα ενιαίο σύνολο (μτφ. δ. απο τη γαλλική mixage = μιξάζ) (© Ju-87)
Θ
θαλαμεριστής: [ο] (θάλαμος + μερίζω) συρόμενη ή αναδιπλούμενη κατασκευή ή κουρτίνα, η οποία κλείνοντας απομονώνει έναν χώρο, πχ σε δοκιμαστήρια καταστημάτων ρούχων, εκλογικά τμήματα κλπ. (μτφ. δ. απο τη γαλλική paravent = παραβάν)
θαλαμολόγραφος: [ο] (θάλαμος + ολόγραφος) (ε.φ) αίθουσα, δωμάτιο ή καμπίνα διαστημοπλοίου στην οποία σχηματίζονται ολογράμματα και μεταφέρουν τον επισκέπτη της σε μια εικονική πραγματικότητα (μτφ. δ. απο την αγγλική holotank)
θαμπολύχνιο: [το] (θαμπός + λύχνος) απλή κατασκευή από αδιαφανές γυαλί, πορσελάνη, πλαστικό, μέταλλο, χαρτί ή άλλο υλικό, που προσαρμόζεται σε φορητή συνήθως επιτραπέζια λάμπα, ώστε να συγκεντρώνει το φως σε μια κατεύθυνση, συνήθως προς τα κάτω (μτφ. δ.  απο τη γαλλική abat‐jour = αμπαζούρ)
θανατοβολία: [η] (θάνατος + βολή) (ε.φ.) βολή ακτινοβόλου όπλου που προκαλεί θάνατο (μτφ. δ. απο την αγγλική death ray) (© Ju-87)
θεατορροή: [η] (θεατής + ῥοή) συρροή κόσμου σε θέατρο, συναυλία κτλ. (μτφ. δ. απο την ιταλική piena = πιένα)
θεατούλκο: [το] (θεατής + ϝέλκω) αυτό που προσελκύει την προσοχή των θεατών ή επισκεπτών (μτφ. δ. απο τη γαλλική attraction = ατραξιόν)
θελησιόρρυθμα: [ο] (θέληση + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα καλή θέληση ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ.  απο την ιταλική a bene placito = α μπένε πλασίτο)
θελξιθέατο: [το] (θέλγω + θεώμαι) αυτό που προσελκύει την προσοχή των θεατών ή επισκεπτών (μτφ. δ. απο τη γαλλική attraction = ατραξιόν)
θεματοδιοχλεύς: [ο] (θέμα + διοχλώ) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© stavmanr)
θεματοδιόχληση: [η] (θέμα + διοχλώ) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα) (© stavmanr)
θεματοδιοχλώ: [ρ.] (θέμα + διοχλώ) το να τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© stavmanr)
θερετριώνας: [ο] (θέρετρο + -ώνας) ξενοδοχειακή εγκατάσταση η οποία προσφέρει ποικίλους τρόπους υπαίθριας αναψυχής στους επισκέπτες της (μτφ. δ. απο την αγγλική resort)
θερμαγχονισμός: [ο] (θερμός + άγχος + -ισμός) διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling)
θερμαυτορρύθμιση: [η] (θερμός + αυτο + ῥυθμίζω) διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
θερμαυτοταλάντωση: [η] (θερμός + αυτο + ταλάντωση) διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
θερμαυτοχρονισμός: [ο] (θερμός + αυτο + χρονισμός) διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
θερμοκύνιον: [το] (θερμός + κύων) σάντουιτς με βραστό ή ψητό λουκάνικο (μτφ. δ. απο την αγγλική hot dog = χοτ ντογκ) (© stavmanr)
θερμοπνοϊκό: [το] (θερμός + πνέω) ηλεκτρική μικροσυσκευή για το στέγνωμα τών μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική sechoir = σεσουάρ) (© κάποιος_Νίκος)
θετικόνιο: [το] (θετικός + -όνιο) το αντισωματίδιο του ηλεκτρονίου (μτφ. δ. απο την αγγλική positron = ποζιτρόνιο) (© Ju-87)
θηκοζώνιο: [το] (θήκη + ζώνη) ζώνη με θήκες για τη φύλαξη των χρημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. kemer = κεμέρι)
θηλάρβυλο: [το] (θήλυ + ἀρβύλη) χαμηλή μπότα, που καλύπτει το πόδι ώς ή λίγο πάνω από τους αστραγάλους (μτφ. δ. απο την ιταλική bottine = μποτίνι)
θηράρτυμα: [το] (θήρα + άρτυμα) είδος φαγητού απο κρέας κυνηγιού χωρίς κρεμμύδι (μτφ. δ .απο τη γαλλική salmis = σαλμί)
θηρίοχος: [ο] (θηρίο + ὄχος [όχημα]) τετρακίνητο υπερυψωμένο φορτηγάκι με τεράστιους τροχούς και λάστιχα ανωμάλου δρόμου το οποίο συμμετέχει σε αυτοκινητιστικές παραστάσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική monster truck)
θιασαρωγός: [ο] (θίασος + ἀρήγω [βοηθώ]) επιχειρηματίας θεατρικών παραστάσεων και άλλων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (μτφ. δ. απο την ιταλική impresario = ιμπρεσάριος)
θλιψομασαμπούκα: [η] (θλίψη + μασαμπούκα) πάχος που αποκτάται μετά απο καταθλιπτική βουλιμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική kummerspeck) (© fagano)
θρηνοβροχθίζω: [ρ.] (θρήνος + βροχθίζω) το να τρώω λαίμαργα για να αντιμετωπίσω κάποια στεναχώρια (μτφ. δ. απο τη γερμανική kummerfressen)
θρηνοβροχθισμός: [ο] (θρήνος + βροχθίζω) το λαίμαργο φαΐ προς αντιμετώπιση κάποιας στεναχώριας (μτφ. δ. απο τη γερμανική kummerfressen)
θριχεύωδο: [το] (θριξ + ευωδία) είδος ρευστής μπριγιαντίνης από παραφινέλαιο με άρωμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική brillole = μπριγιόλ)
θροΐσκος: [ο] (θροΐσκος) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
θρόμβοδος: [η] (θρόμβος + οδός) ακινητοποίηση αυτοκινήτων λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική embouteillage = μποτιλιάρισμα)
θρυφθηδές: [το] (θρύπτω + ἡδύς) τραγανό γλύκισμα με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη, κομμένο σε κομματάκια και καλοψημένο σε φούρνο (μτφ. δ. απο την ιταλική biscotto = μπισκότο)
θυμικόρρυθμα: [επιρρ.] (θυμικό + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την κατα θυμικό ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ.  απο την ιταλική a capriccio = α καπρίτσιο)
θυροπλαίσιο: [το] (θύρα + πλαίσιο) πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας (μτφ. δ. απο την τουρκ. cerceve = τσερτσεβές)
θυρούλκο: [το] (θύρα + ϝέλκω) βαρύ τεμάχιο από σίδερο ή ξύλο που κρέμεται με σχοινί από το πλαίσιο πόρτας για να τήν κλείνει με το βάρος του κάθε φορά που αυτή ανοίγει (μτφ. δ. απο την τουρκ. tokmak = τοκμάκι)
θωρακίδα: [η] (θώραξ + -ίδα) κοντό γυναικείο ρούχο με μανίκια που καλύπτει τους ώμους, την πλάτη και μικρό μέρος του θώρακα μπροστά (μτφ. δ. απο τη γαλλική boléro = μπολερό)
θωρακοπτυχή: [η] (θώραξ + πτυχή) το μπροστινό τμήμα του γιακά ενός σακακιού, παλτού, πουκαμίσου, φορέματος, το οποίο αναδιπλώνεται πάνω στο θώρακα (μτφ. δ. απο την ιταλική petto = πέτο)
θωρακοχίαστο: [το] (θώρακας + χιαστός) συμπλέγματα ασημένιων ή και επίχρυσων αλυσίδων που τα φέρουν από τη μια ωμοπλάτη έως την άλλη και που συχνά διασταυρώνονται στο στήθος (μτφ. δ. απο την τουρκ. capraz = τσαπράζι)
Ι
ιαματοδίσκιο: [το] (ίαμα + δισκίον) φαρμακευτικό δισκίο (μτφ. δ. απο την ιταλική pastiglia = παστίλια)
ιαματονανίτης: [ο] (ίαμα + νανίτης) μικροσκοπικά ρομπότ που χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς (μτφ. δ. απο την αγγλική medical nanites)
ιδεόταση: [η] (ιδέα + τάση) μέλη ενός κόμματος που συγκροτούν δική τους, χωριστή ομάδα, με γραμμή διάφορη ή και αντίθετη προς τη γραμμή που ακολουθεί η οργάνωσή τους ή, γενικότερα, η ηγεσία τού κόμματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική faction = φράξια)
ιδεοτασισμός: [ο] (ιδέα + τάση) η δράση μιας ομάδας που έχει συγκροτήσει φράξια, η συμπεριφορά που μοιάζει ή όντως προέρχεται από σχηματισμο φράξιας (μτφ. δ. απο τη γαλλική fractionnisme = φραξιονισμός)
ιδιαιτερέδεσμα: [το] (ιδιαίτερος + έδεσμα) εκλεκτό φαγητό ή γλυκό που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο, καθετί που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και γνώση για να γίνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική spécialité: = σπεσιαλιτέ) (© Ju-87)
ιδιαλσολασιλαρότητα: [η] (ιδίος + άλσος + ελαύνω + ιλαρότητα) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
ιδιαναζήτηση: [η] (ιδίος + αναζήτηση) διαδικτυακή αναζήτηση κάποιου με λέξη κλειδί το ίδιο του το όνομα (μτφ. δ. απο την αγγλική egoscan)
ιδιαναζητώ: [ρ.] (ιδίος + αναζήτηση) το να αναζητά διαδικτυακά κάποιος με λέξη-κλειδί το ίδιο του το όνομα (μτφ. δ. απο την αγγλική egoscan)
ιδιεκπομπή: [η] (ιδίος + εκπομπή) αποστολή πλαισίων μετάδοσης δεδομένων από ένα αποστολέα σε ένα και μόνο παραλήπτη δικτύου (μτφ. δ. απο την αγγλική unicast)
ιδιεκτελεστής: [ο] (ιδίος + εκτελεστής) μουσικός που εκτελεί μουσικό κομμάτι μόνος του (μτφ. δ. απο την ιταλική solista = σολίστ[ας])  
ιδιερμήνευτο: [το] (ιδίος + ἑρμηνεία) μουσικό κομμάτι για εκτέλεση από ένα μόνο άτομο (μτφ. δ. απο την ιταλική solo = σόλο)
ιδιοθερμοχρονισμός: [ο] (ιδίος + θερμός + χρόνος + -ισμός) διαδικασία κατα την οποία ο επεξεργαστής ενός υπολογιστή αρχίζει αυτόματα να μειώνει τη συχνότητά του, προκειμένου να προστατευθεί από την υπερθέρμανση (μτφ. δ. απο την αγγλική thermal throttling) (© Spiros252)
ιθύνωπο: [το] (ιθύνον + ὤψ): αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
ικρίανθος: [ο] (ἴκριον + ἄνθος) μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο (μτφ. δ. απο την ιταλική pergola = πέργκολα)
ικρίδιο: [το] (ἴκριον) έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη (μτφ. δ. απο τη γαλλική étagère = εταζέρα)
ικριωματίδιο: [το] (ικρίωμα) σανίδα στερεωμένη οριζόντια σε τοίχο, ντουλάπι, βιβλιοθήκη ή άλλο σκεύος για την τοποθέτηση τροφίμων, εμπορευμάτων, βιβλίων κ.λπ. επάνω της (μτφ. δ. απο την τουρκική raf = ράφι)
ιλαροειδύλλιο: [το] (ιλαρός + ϝειδύλλιο) ρομαντική κωμωδία (μτφ. δ. απο την αγγλική romantic comedy)
ιματιόδεμα: [το] (ιμάτιο + δένω) δέμα με διάφορα πράγματα, κυρίως ρούχα ή υφάσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. bog = μπόγος)
ιματιορθώνω: [ρ.] (ιμάτιο + ορθώνω) το να διορθώνω με κλωστή τριμμένα ρούχα, μαντάρω (μτφ. δ. απο την ιταλική carico = καρικώνω)
ινδόδειλος: [ο] (Ινδία + δρίλος) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με χαρακτηριστικό λεπτό ρύγχος (μτφ. δ. απο την αγγλική gharial) (© Ju-87)
ινιδιοποιός: [ο] (ινίδιο + ποιώ) (ε.φ.) μηχανή η οποία μπορεί να κατασκευάσει οποιοδήποτε υλικό (μτφ. δ. απο την αγγλική Santa Claus machine)
ιξόκομο: [το] (ίξος + κόμη) είδος λιπαρού καλλυντικού σε παχύρρευστη κατάσταση, που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για να προσδώσει στα μαλλιά στιλπνότητα και να συγκρατεί το χτένισμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική gelee = τζελ) (© Ju-87)
ιπτάμαξο: [το] (ίπταμαι + αμάξι) (ε.φ.) αυτοκίνητο που ίπταται (μτφ. δ. απο την αγγλική air car) (© Ju-87)
ισαλόζωνη: [η] (ίσαλος + ζώνη) η ζώνη της ισάλου των πλοίων που χρωματίζεται συνηθέστερα κόκκινη, μπλε, άσπρη ή μαύρη (μτφ. δ. απο την ιταλική fascia = φάσια)
ισθομιλία: [η] (ἱστός + ὁμιλῶ) ηλεκτρονική συνομιλία (μτφ. δ. απο την αγγλική chat = τσατ)
ισθομιλουμένη: [η] (ἱστός + ὁμιλῶ) το γλωσσικό ιδίωμα των διαδικτυακών συνομιλιών (μτφ. δ. απο την αγγλική chat slang)
ισθομιλώ: [ρ.] (ἱστός + ὁμιλῶ) συνομιλώ ηλεκτρονικά (μτφ. δ. απο την αγγλική chatting = τσάτινγκ)
ισοκαταβολή: [η] (ίσος + καταβάλλω) σύνολο διατεταγμένων χρηματικών ποσών που καταβάλλονται ανά ίσα χρονικά διαστήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική rente = ράντα)
ιστήγυρις: [η] (ιστός + ἄγυρις) διαδικτυακός χώρος δημόσιας συζήτησης για ένα ή περισσότερα θέματα (μτφ. δ. απο την αγγλική internet forum)
ιστιορρίπτω: [ρ.] (ίστιο + ῥίπτω) λύνω τα σχοινιά τών ιστίων και τά αφήνω να πέσουν για να σταματήσω το ιστιοφόρο (μτφ. δ. απο την ιταλική calare = καλάρω)
ιστοδιδακτήριο: [το] (ἱστός + διδάσκω) σεμινάριο που παρακολουθείται μέσω διαδικτύου (μτφ δ. απο την αγγλ. webinar)
ιστομυθία: [η] (ιστός + μῦθος) ηλεκτρονική συνομιλία (μτφ. δ. απο την αγγλική chat = τσατ) (© Ju-87)
ιστομυθική: [η] (ιστός + μῦθος) το γλωσσικό ιδίωμα των διαδικτυακών συνομιλιών (μτφ. δ. απο την αγγλική chat slang) (© Ju-87)
ιστορρίπτω: [ρ.] (ιστός + ῥίπτω) το να ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για ψάρεμα (μτφ. δ. απο την ιταλική calare = καλάρω)
ιστοτανυστής: [ο] (ιστός + τανυστής) σκοινί που τεντώνει τα πανιά του πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική scotta = σκότα)
ιστωλετήρας: [ο] (ιστός + ολετήρας) αυτός που παραβιάζει κακοβούλως την ακεραιότητα συστήματος υπολογιστών και καταστρέφει σημαντικά δεδομένα (μτφ. δ. απο την αγγλική cracker = κράκερ)
ιστωλλύω: [ρ.] (ιστός + ολλύω) το να παραβιάζω κακοβούλως την ακεραιότητα συστήματος υπολογιστών και καταστρέφω σημαντικά δεδομένα (μτφ. δ. απο την αγγλική cracking)
ιστώρυξη: [η] (ιστός + ορύττω) το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
ιστωρύχος: [ο] (ιστός + ορύττω) κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
ιχνόσφαιρα: [η] (ίχνος + σφαίρα) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
ιχνωθονηγός: [ο] (ίχνος + οθόνη + άγω) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse)
ιωδόμηλο: [το] (ιώδες + μήλο) ποώδες πολυετές φυτό με τρυφερό βλαστό, το οποίο καλλιεργείται για τον εδώδιμο καρπό του (μτφ. δ. απο την ιταλική melanzana = μελιτζάνα) (© Ju-87)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης