Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Κάππα - Λάμδα

Πήγαινε κάτω

Κάππα - Λάμδα Empty Κάππα - Λάμδα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:09

Κ
καγχαλογράφημα: [το] (καγχαλάω + -γράφημα) γελοιογραφική υπερβολή, για να τονιστεί το κακό και το άσχημο (μτφ. δ. απο την ιταλική grottesca = γκροτέσκο)
καθετεκγλύφανο: [το] (κάθετος + εκγλύφανο) κάθετη φρέζα, (μτφ. δ. απο την αγγλική router = ρούτερ)
καθετοικία: [η] (κάθετος + οίκος) διώροφη μονοκατοικία (ή διαμέρισμα) με εσωτερική σκάλα (μτφ. δ. απο τη γαλλική maisonnette = μεζονέτα)
καινοφανηγώ: (ρ.) (καινοφανής + άγω) το να χρησιμοποιώ τεχνητά μέσα ώστε να προκαλέσω έκρηξη καινοφανούς αστέρα (μτφ. δ. απο την αγγλική nova)
καινωθώ: [ρ.] (καινός + ωθώ) παρουσιάζω κάτι για πρώτη φορά, θέτω σε κυκλοφορία, διαδίδω, προβάλλω (μτφ. δ. απο τη γαλλική lancer = λανσάρω)
κακουργοκρατίδιο: [το] (κακούργος + κρατίδιο) κράτος παρίας (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue state)
καλαθοπίνακας: [ο] (καλάθι + πίνακας) μεγάλη ορθογώνια επιφάνεια πάνω στην οποία στηρίζεται το καλάθι του μπάσκετ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tableau = ταμπλώ) (© Ju-87)
καλικαντζαρίζω: [ρ.] (καλλίγιον [λατ.] + άντζα [λατ.] + -ίζω) τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© Τζακ Πάλανς)
καλικαντζάρισμα: [το] (καλλίγιον [λατ.] + άντζα [λατ.] + -ίζω) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα) (© Τζακ Πάλανς)
καλικαντζαριστής: [ο] (καλλίγιον [λατ.] + άντζα [λατ.] + -ίζω) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© Τζακ Πάλανς)
καλλιγραφέμβλημα: [το] (καλλιγραφία + έμβλημα) καλλιγραφική υπογραφή οθωμανών σουλτάνων που αντιστοιχούσε στο έμβλημα τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. tura = τουράς)
καλλιεύσωμη: [η] (κάλλος + εύσωμος) πληθωρική γυναίκα (μτφ. δ. απο την ιταλική tartana = νταρντάνα)
καλλιτεχνήγυρις: [η] (καλλιτέχνης + ἄγυρις) σειρά από καλλιτεχνικές εκδηλώσεις πανηγυρικού ή ενίοτε διαγωνιστικού χαρακτήρα που οργανώνονται κάθε χρόνο στους ίδιους χώρους και κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο τη γαλλική festival = φεστιβάλ)
καλλιωμοίωμα: [το] (κάλλος + ομοίωμα) οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως δείγμα για να δημιουργηθεί κάτι καινούργιο (μτφ. δ. απο την ιταλική modello = μοντέλο)
καλλυντικοθήκη: [η] (καλλυντικό + θήκη) φορητή θήκη για τη μεταφορά των αναγκαίων για τον καλλωπισμό ειδών (μτφ. δ. απο τη γαλλική nécessaire = νεσεσέρ) (© Ju-87)
καλυκόφυλλο: [το] (κάλυκας + φύλλο) κάθε μικρό φύλλο απ' αυτά που περιβάλλουν τον κάλυκα του άνθους (μτφ. δ. απο τη γαλλική sépale = σέπαλο)
καλυπτένδυμα: [το] (καλύπτω + ένδυμα) μάλλινο ή βαμβακερό πλεχτό ρούχο με μανίκια που καλύπτει τον κορμό και κουμπώνει μπροστά με κουμπιά ή φερμουάρ· φοριέται συνήθως πάνω από πουκάμισο ή μπλούζα (μτφ. δ. απο τη γαλλική jaquette = ζακέτα) (© Ju-87)
καλυπτοφυλλίζω: [ρ.] (καλύπτω + φύλλο) επικαλύπτω επιφάνεια με λεπτό ξύλινο φύλλο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaplama = καπλαντίζω)
καλυπτόφυλλο: [το] (καλύπτω + φύλλο) λεπτό φύλλο ξύλου (και ξυλόφυλλο) που χρησιμοποιείται για να καλύψει μία επιφάνεια συνήθως ξύλινη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaplama = καπλαμάς)
καλύφθυλο: [το] (καλύπτω + ὓλη) σανίδες ξύλου ή πλαστικού που χρησιμοποιούνται για επένδυση τοίχου ή οροφής (μτφ. δ. απο τη γαλλική raboté, μτχ. του ρ. raboter [= πλανίζω] = ραμποτέ)
καλωδιόμιτος: [ο] (καλώδιο + μίτος) καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
καλωδιοστρόφιο: [το] (καλώδιο + στροφείο) καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
καμπτομάχαιρο: [το] (κάμπτω + μαχαίρι) μικρό πτυσσόμενο μαχαίρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. bicak = μπιτσάκος)
κανάβυφο: [το] (κάναβη + υφή) χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από ίνες κάνναβης (καθώς και λιναριού, βαμβακιού κ.ά.), με το οποίο παρασκευάζονται σακιά, πανιά κ.ά. (μτφ. δ. απο την ιταλική canavaccio = κανναβάτσο)
καπνεπαίτης: [ο] (καπνός + επαίτης) τρακαδόρος (μτφ. δ. απο την τουρκ. selem = σελέμης)
καπνίνη: [η] (καπνός + -ίνη) εθιστική τοξική ουσία που περιέχεται στα φύλλα του καπνού (μτφ. δ. απο τη γαλλική nicotine = νικοτίνη) (© Ju-87)
καπνόκραμα: [το] (καπνός + κράμα) μίγμα από διάφορες ποικιλίες καπνού (μτφ. δ. απο την τουρκ. harman = χαρμάνι)
καπνολιάνιστο: [το] (καπνός + λιανίζω) ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος για ναργιλέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. tombeki = τουμπεκί)
καπνοπλυντρίδα: [η] (καπνός + πλυντρίδα [φιάλη πλύσης αερίων]) συσκευή καπνίσματος ασιατικής προέλευσης στην οποία ο εισπνεόμενος καπνός φιλτράρεται προηγουμένως σε νερό (μτφ. δ. απο την τουρκ. nargile = ναργιλές)
καπνοπλυντριδέστιο: [το] (καπνός + πλυντρίδα + εστία) η εστία του ναργιλέ, όπου τοποθετείται χαρμάνι καπνού και κάρβουνα (μτφ. δ. απο την τουρκ. lule = λουλάς)
καπνοπλυντριδοκόμος: [ο] (καπνός + πλυντρίδα + κομέω) υπάλληλος σχετικού καταστήματος που προετοιμάζει τους ναργιλέδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. nargileci = ναργιλετζής)
καροβόμβυκας: [ο] (κάρα + βόμβυκας) υφασμάτινο κάλυμμα του κεφαλιού (μτφ. δ. απο την ιταλική scuffia = σκούφια)
καρτερευφροσύνη: [η] (καρτερεύω + ευφροσύνη) το αίσθημα ευχάριστης αναμονής που νιώθει κάποιος που περιμένει έναν αγαπημένο και εκδηλώνεται με το διαρκές "πήγαινε - έλα" για να δει αν ήρθε (μτφ. δ. απο την Ινουίτ iktsuarpok) (© Ju-87)
καρυάκανθος: [η] (κάρυον + άκανθος) ποώδες τροπικό φυτό με πολλαπλούς βρώσιμους καρπούς που αποτελείται από συνενωμένα μούρα (μτφ. δ. απο τη γαλλικη nana = ανανάς) (© Ju-87)
καρφιτσοδέτης: [ο] (καρφίτσα + δένω) είδος καρφίτσας ασφαλείας (μτφ. δ. απο την ιταλική paramano = παραμάνα)
καρφιτσωτής: [ο] (καρφίτσα + -ωτής) μικρό καρφί με πλατύ κεφάλι που χρησιμοποιείται για να καρφιτσωθούν ανακοινώσεις, σημειώσεις, φωτογραφίες κλπ. σε πίνακα (μτφ. δ. απο τη γαλλική punaise = πινέζα)
κασιγνητάδελφος: [η] (κασίγνητος [ομοπάτριος] + αδελφός [ομομήτριος]) οικογένεια της οποίας τα παιδιά μπορεί να προέρχονται και απο πρώην εκατέρωθεν συντρόφους (μτφ. δ. απο την αγγλική patchwork family)
καταδεικτήρας: [ο] (καταδεικνύω) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Ανδριανός)
καταπυγμίζω: [ρ.] (κατά + πυγμή) ερωτική πράξη κατα την οποία βάζω την πυγμή στη σωματική οπή κάποιου (μτφ. δ. απο την αγγλική fisting)
καταπυγμισμός: [ο] (κατά + πυγμή) ερωτική πρακτική κατα την οποία η γροθιά διεισδύει εντός του πρωκτού ή του αιδοίου [κατα το καταδακτυλισμός = βάζω δάκτυλο] (μτφ. δ. απο την αγγλική fisting)
καταρτοειδής: [ο] (κατάρτι + είδος) ο αδύνατος και πολύ ψηλός (μτφ. δ. απο την τουρκ. direk = ντερέκι)
κατεμμαστισμός: [ο] (κατά + εν + μαστός + -ισμός) ερωτική πράξη κατα την οποία το πέος τρίβεται ανάμεσα απο τους μαστούς (μτφ. δ. απο την αγγλική titjob)
κατευνηχητικά: [επιρρ.] (κατά + εὐνή + ήχος) προοδευτική μείωση της έντασης του ήχου σε μουσική σύνθεση (μτφ. δ. απο την ιταλική decrescendo = ντεκρεσέντο)
κατεωρίζομαι: [ρ.] (κατά + αείρω) το να πέφτω απο αεροπλάνο, και το άνοιγμα του αλεξιπτώτου να γίνεται μετά απο μερικά λεπτά, ώστε να βρίσκομαι σε ελεύθερη πτώση, εν είδει αιώρισης, για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sky diving)
κατεώριση: [η] (κατά + αείρω) πτώση απο αεροπλάνο, όπου το άνοιγμα του αλεξιπτώτου γίνεται μετά απο μερικά λεπτά, ώστε ο κατεωριστής να βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση για αυτό το μικρό χρονικό διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική sky diving)
κατόπτρωθεν: [επιρρ.] (κάτοπτρο + -ωθεν) από μπροστά, η μπροστινή όψη του προσώπου (μτφ. δ. απο τη γαλική en face = ανφάς)
κατωφλίασμα: [το] (κατώφλι + άσμα) ερωτικό άσμα που τραγουδιέται, συνήθως, το βράδυ κάτω από το παράθυρο αγαπημένης γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιταλική serenata = σερενάτα)
καυσιμοδόχος: [η] (καύσιμο + -δόχος) δοχείο που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση καυσίμου (μτφ. δ. απο την ιταλική deposito = ντεπόζιτο)
καυσόπλινθος: [η] (καύση + πλίνθος) πλίνθος που δημιουργείται κατά τη διάρκεια του διαχείρισης λεπτομερών υλικών καυσίμων (μτφ. δ. απο τη γαλλική briquette = μπρικέτα)
κεγχρόζυθος: [ο] (κέγχρος + ζύθος) δροσιστικό, γλυκό ή υπόξινο ποτό, τουρκικής προελεύσεως το οποίο παρασκευάζεται από κεχρί (μτφ. δ. απο την τουρκ. boza = μποζάς)
κένθυφο: [το] (κεντώ + ὑφή) ύφασμα περίτεχνα κεντημένο με βαμβακερή κλωστή (μτφ. δ. απο τη γαλλική broderie = μπροντερί)
κενούλκο: [το] (κενό + ϝέλκω) το συναίσθημα του να θέλει κάποιος να πηδήξει απο μεγάλο ύψος στο κενό (μτφ. δ. απο τη γαλλική l'appel du vide) (© Ju-87)
κενοφάντης: [ο] (κενό + φαίνομαι) κάποιος που αποκτά πρόσβαση και εισβάλλει σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacker = χάκερ)
κενοφαντία: [η] (κενό + φαίνομαι) το να αποκτώ πρόσβαση και να εισβάλλω σε υπολογιστικά συστήματα αναδεικνύοντας έτσι τα κενά των λογισμικών (μτφ. δ. απο την αγγλική hacking)
κερασματοθήκη: [η] (κέρασμα + θήκη) πορσελάνινο ή γυάλινο αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση τών φοντάν (μτφ. δ. απο τη γαλλική fondant = φοντανιέρα) (© Ju-87)
κερατιοπαίκτης: [ο] (κεράτιον + παίκτης) μουσικός που παίζει κορνέτα (μτφ. δ. απο την ιταλική cornettista = κορνετίστας)
κερδοκράτημα: [το] (κέρδος + κατακράτημα) (σε τυχερά παιχνίδια) ποσοστό που καταβάλλει αυτός που κερδίζει στη λέσχη (μτφ. δ. απο τη γαλλική cagnotte = γκανιότα)
κερκιδίσκη: [η] (κερκίδα + -ίσκη) μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα σε δημόσιους χώρους (μτφ. δ. απο την ιταλική banco = πάγκος)
κερματοδέραιο: [το] (κέρμα + δέρη) περιδέραιο αποτελούμενο απο ασημένια ή χρυσά νομίσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ gerdan = γιορντάνι)
κερματοκύλινδρος: [ο] (κέρμα + κύλινδρος) στήλη από μεταλλικά κέρματα περιτυλιγμένα σε χαρτί (μτφ. δ. απο την ιταλική scaramuccia = σκαρμούτσο)
κεφαλοιφή: [η] (κεφαλή + αλοιφή) είδος λιπαρού καλλυντικού σε παχύρρευστη κατάσταση, που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για να προσδώσει στα μαλλιά στιλπνότητα και να συγκρατεί το χτένισμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική brillantine = μπριγιαντίνη)
κεφαλονίτρασμα: [το] (κεφαλή + νίτρασμα) αρωματισμένο υγρό παρασκεύασμα για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής (μτφ .δ. απο την αγγλική shampooing = σαμπουάν) (© κάποιος_Νίκος)
κεφαλοΰφασμα: [το] (κεφαλή + ύφασμα) κάλυμμα τού κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, το σαρίκι (μτφ. δ. απο τη γαλλική turban = τουρμπάνι) (© Ju-87)
κηπόστεγο: [το] (κήπος + στέγη) μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει ως στήριγμα αναρριχητικών φυτών και δημιουργεί σκιερό υπόστεγο (μτφ. δ. απο την ιταλική pergola = πέργκολα)
κηρηθρόψητο: [το] (κηρήθρα + ψητό) είδος γλυκίσματος το οποίο ψήνεται ανάμεσα απο δύο μεταλλικές πλάκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική gaufrette = γκοφρέτα)
κηροτάπητας: [ο] (κηρός + τάπητας) τάπητας με επίστρωση λινελαίου (μτφ. δ. απο την τουρκ. musemma = μουσαμάς)
κηφηνόπλανο: [το] (κηφήνας + -πλάνο) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© κάποιος_Νίκος)
κηφηνόπτερο: [το] (κηφήνας + πτερό) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone) (© κάποιος_Νίκος)
κιβώθυλο: [το] (κιβώτιο + ὕλη) κιβώτιο, συνήθως ξύλινο και επίμηκες, στο οποίο φυλάγονται διάφορα πράγματα (μτφ. δ. απο την ιταλική cassela = κασέλα)
κινδυνοσωσίας: [ο] (κίνδυνος + σωσίας) ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική cascadeur = κασκαντέρ)
κινηματοσύνδεση: [η] (κινούμαι + σύνδεση) η τέχνη της επιλογής και σύνδεσης των εικόνων και των πλάνων και η διαδικασία αυτή, στο στάδιο της επεξεργασίας της ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική montage = μοντάζ) (© Ju-87)
κινησιέλαιο: [το] (κίνηση + έλαιο) υγρό με πτητική κι εύφλεκτη ιδιότητα και με χαρακτηριστική και έντονη οσμή, το οποίο παράγεται από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως (μτφ. δ. απο τη γερμανική benzin = βενζίνη) (© Ju-87)
κινησιοκιβώτιο: [το] (κίνηση + κιβώτιο) το κιβώτιο ταχυτήτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική changement = σασμάν) (© Ju-87)
κλαγγητήρας: [ο] (κλαγγή + -τήρας) ηχητικό όργανο το οποίο υπάρχει στ' αυτοκίνητα και ο οδηγός του το χρησιμοποιεί για να προειδοποιεί τους οδηγούς των άλλων αυτοκινήτων (μτφ. δ. απο την ιταλική corna = κόρνα)
κλαγγητηρίζω: [ρ.] (κλαγγή + -τήρας) το να χρησιμοποιώ την κόρνα του αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο την ιταλική cornare = κορνάρω)
κλειθροδοκός: [η] (κλείθρο + δοκός) επιμηκές κυλινδρικό αντικείμενο που ασφαλίζει εισόδους π.χ. χώρων σταύθμεσης ή σιδηροδρομικών διαβάσεων (μτφ. δ. απο την ιταλική barra = μπάρα)
κλειθροκυτίο: [το] (κλείθρο + κυτίο) κινητή κλειδαριά (μτφ. δ. απο την ιταλική lucchetto = λουκέτο)
κλεψυδρωτής: [ο] (κλεψύδρα + -ωτής) πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος τού θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας (μτφ. δ. απο τη γαλλική corset = κορσές)
κλινοθάλαμος: [ο] (κλίνη + θάλαμος) μικρό δωμάτιο με κρεβάτια σε πλοίο (μτφ. δ. απο την ιταλική cabina = καμπίνα)
κοβαλόκρατος: [το] (κόβαλος + κράτος) κράτος παρίας (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue state) (© κάποιος_Νίκος)
κοινολογίσιμο: [το] (κοινός + λόγος) κάτι το οποίο γίνεται δημοφιλές μέσω διαδικτυακής διαμοίρασης (μτφ. δ. απο την αγγλική viral = βάιραλ) (© Ju-87)
κοινοτοπολογία: [η] (κοινοτοπία + λόγος) μια βεβαίωση, κατάφαση, μια ταυτολογία ή βλακώδη σκέψη με την οποία εκφράζεται κάτι προφανές, μια κοινοτοπία, που όμως συνήθως εντυπωσιάζει και χωρίς απαραίτητα να την καταλαβαίνει κάποιος (μτφ. δ. απο τη γαλλική lapalissade = λαπαλισμός κύρ. όν. La Palice, ήρωας ενός τραγουδιού του οποίου οι στίχοι ήταν γεμάτοι με αφελείς κοινοτοπίες· π.χ. ένα τέταρτο πριν πεθάνει, ήταν ακόμη στη ζωή)
κοκκωδόστρωτο: [το] (κοκκώδης + στρώνω) επίχρισμα που έχει δημιουργήσει μια τραχιά και κοκκώδη επιφάνεια και (κατ’ επέκταση) κάθε τραχιά και κοκκώδης επιφάνεια (μτφ. δ. απο την τουρκ. sagri = σαγρέ)
κομβολαίμιο: [το] (κόμβος + λαιμός) ελαφρό μακρόστενο μαντίλι τού λαιμού, συνήθως μεταξωτό (μτφ. δ. απο τη γαλλική foulard = φουλάρι)
κομετώπη: [η] (κόμη + μέτωπο) κοντό ή μακρύ τσουλούφι μαλλιών, τούφα, που πέφτει στο μέτωπο (μτφ. δ. απο την ιταλική frangia = φράντζα)
κομηνεμιστής: [ο] (κόμη + ανεμιστής) ηλεκτρική μικροσυσκευή για το στέγνωμα τών μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική séchoir = σεσουάρ)
κομιστροδείκτης: [ο] (κόμιστρο + δεικνύω) τύπος χιλιομετρικού μετρητή ο οποίος καταγράφει τα διανυθέντα χιλιόμετρα και το αντίτιμο τής διαδρομής ενός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxim = ταξίμετρο)
κομοσάπωνας: [ο] (κόμη + σάπων) αρωματισμένο υγρό παρασκεύασμα για τον καθαρισμό τού τριχωτού τής κεφαλής (μτφ .δ. απο την αγγλική shampooing = σαμπουάν)
κομοστάτης: [ο] (κόμη + ίσταμαι) καλλυντικό για τα μαλλιά το οποίο ψεκάζεται πάνω στην κόμμωση και εξατμιζόμενο τήν περιβάλλει με ένα λεπτό επικάλυμμα από πολυμερή, το οποίο τή συγκρατεί (μτφ. δ. απο τη γαλλική laque = λακ)
κομοστεγνωτήρας: [ο] (κόμη + στεγνωτήρας) συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών που χρησιμοποιείται στα κομμωτήρια και έχει μια μεγάλη κάσκα, κάτω απ' την οποία κάθονται οι πελάτισσες (μτφ. δ. απο τη γαλλική sechoir = σεσουάρ) (© Ju-87)
κομοψέκασμα: [το] (κόμη + ψέκασμα) καλλυντικό για τα μαλλιά το οποίο ψεκάζεται πάνω στην κόμμωση και εξατμιζόμενο τήν περιβάλλει με ένα λεπτό επικάλυμμα από πολυμερή, το οποίο τή συγκρατεί (μτφ. δ. απο τη γαλλική laque = λακ) (© Ju-87)
κονιδομερίδα: [η] (κόνις + μερίς) ποσότητα κονιοποιημένης ουσίας που παίρνεται με τον αντίχειρα και τον δείκτη (μτφ. δ. απο την ιταλική presa = πρέζα)
κοντινόληψη: [η] (κοντινά + -λήψη) είδος ταινιών πορνό όπου ο φακός εστιάζει στο σημείο της διείσδυσης (μτφ. δ. απο την αγγλική closeup) (© Ju-87)
κορμίδα: [η] (κορμός + -ίδα) πλεκτό εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, που φοριέται κατάσαρκα στο επάνω μέρος τού σώματος (μτφ. δ. απο την ιταλική flanella = φανέλα)
κορυνοκέλευθος: [ο] (κορύνα + κέλευθος) άθλημα στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν πόντους ρίχνοντας μια μπάλα μπόουλινγκ σε μία επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να ρίξουν κάτω αντικείμενα που ονομάζονται κορίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική bowling = μπόουλινγκ)
κορυνοσφαίριση: [η] (κορύνα + σφαίρα) άθλημα στο οποίο οι παίκτες προσπαθούν να κερδίσουν πόντους ρίχνοντας μια μπάλα μπόουλινγκ σε μία επίπεδη επιφάνεια, προκειμένου να ρίξουν κάτω αντικείμενα που ονομάζονται κορίνες (μτφ. δ. απο την αγγλική bowling = μπόουλινγκ) (© Ju-87)
κορφενάκη: [η] (κορφή [κεφαλής] + φενάκη [περούκα]) περούκα που καλύπτει την φαλάκρα (μτφ. δ. απο τη γαλλική toupet = τουπέ)
κοσμοδοχείο: [το] (κοσμώ + δοχείο) διακοσμητική θήκη της γλάστρας που συνήθως δεν έχει πάτο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache-pot = κασπό) (© Ju-87)
κοσμοδρομώ: [ρ.] (κόσμος + δρομώ) (ε.φ.) το να μετακινούμαι στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική space)
κοσμόλεμβος: [η] (κόσμος + λέμβος) (ε.φ.) διασωστική λέμβος διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική escape pod)
κοσμοπηγείο: [το] (κόσμος + πήγνυμι) (ε.φ.) ναυπηγείο διαστημοπλοίων (μτφ. δ. απο την αγγλική spaceyard)
κοσμότρηση: [η] (κοσμώ + τρήσις) η τρύπα που πραγματοποιείται στο ανθρώπινο σώμα με σκοπό να τοποθετηθεί κάποιο κόσμημα (μτφ. δ. απο την αγγλική piercing = πίρσινγκ) (© Ju-87)
κουκκιδώδες: [το] (κουκκίδα + -ώδες) διακοσμητικό σχέδιο με βούλες υφασμάτων ή επιφανειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική pois [αρακάς] = πουά)
κραδασμειωτής: [ο] (κραδασμός + μειωτής) (μηχανολογία) εξάρτημα μηχανοκίνητων οχημάτων χάρη στο οποίο αποσβένονται οι ταλαντώσεις των ελατηρίων και ελαττώνονται οι κραδασμοί, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του οχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική amortisseur = αμορτισέρ)
κραιφνάλλομαι: [ρ.] (κραιπνός [σβέλτος] + ἅλλομαι) το να επιταχύνω τρέχοντας στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρω)
κραίφναλμα: [το] (κραιπνός [σβέλτος] + ἅλμα) επιτάχυνση στη μέγιστη δυνατή ταχύτητα τρεξίματος (μτφ. δ. απο την αγγλική sprint = σπριντάρισμα)
κρατοκόβαλος: [ο] (κράτος + κόβαλος) κράτος παρίας (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue state) (© κάποιος_Νίκος)
κρεατάλεσμα: [το] (κρέας + άλεσμα) αλεσμένο κρέας, συνήθως βοδινό ή μοσχαρίσιο (μτφ. δ. απο την τουρκ. kiyma = κιμάς) (© Ju-87)
κρεατάλεστο: [το] (κρέας + άλεσμα) αλεσμένο κρέας (μτφ. δ. απο την τουρκ. kiyma = κιμάς) (© Ju-87)
κρεαταλευρόψητο: [το] (κρέας + αλεύρι + ψητό) είδος φαγητού με μακαρόνια, κιμά και κάλυψη από μια στρώση μπεσαμέλ (μτφ. δ. απο την ιταλική pasticcio = παστίτσιο) (© Ju-87)
κρεατεράνισμα: [το] (κρέας + εράνισμα) φαγητό από πολλών ειδών κρέας (μτφ. δ. απο τη γαλλική pot‐pourri = ποτ πουρί)
κρεατοπός: [ο] (κρεάς + οπός) γενική ονομασία για βραστό φαγητό που περιέχει κάποιο είδος κρέατος και σπανάκι ή μαρούλι ή κάποιο άλλο πράσινο συνήθως χορταρικό (μτφ. δ. απο τη γαλλική fricassée = φρικασέ) (© Ju-87)
κρεατορυζόβωλος: [ο] (κρέας + όρυζο + βώλος) μείγμα απο κιμά και ρύζι σφαιρικού σχήματος (μτφ. δ. απο την τουρκ. yuvarlak = γιουβαρλάκι)
κρεατωδομηλόψητο: [το] (κρέας + ιώδες + μήλο + ψητό) φαγητό με κιμά, μελιτζάνες, πατάτες και μπεσαμέλ (μτφ. δ. απο την τουρκ. musakka = μουσακάς) (© Ju-87)
κρεμυδάχνιστο: [το] (κρεμύδι + αχνιστό) φαγητό με λαχανικά μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτα και τσιγαριστό κρεμμύδι (μτφ δ. απο την τουρκ. yahni = γιαχνί)
κρικελίτης: [ο] (κρικέλι + -ίτης) πλανήτης του οποίου το σχήμα είναι δακτυλιοειδές (μτφ. δ. απο την αγγλική donut planet)
κρικοδετήρας: [ο] (κρίκος + δένω) κάθε ξύλινος ή μεταλλικός δακτύλιος που χρησιμεύει για στήριξη ή συγκράτηση, συνήθως βαρελιών (μτφ. δ. απο την ιταλική cerchio = τσέρκι)
κρίκοσμος: [ο] (κρίκος + κόσμος) τεχνητός περιστρεφόμενος δακτύλιος γύρω απο ένα άστρο, του οποίου η περίμετρος αντιστοιχεί στην τροχιά ενός κατοικήσιμου πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική ringworld)
κρισιοφοβία: [η] (κρίση + -φοβία) φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν πρόκειται να κριθεί (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
κρονάστης: [ο] (Κρόνος + -άστης) (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Κρόνου (μτφ. δ. απο την αγγλική saturnian)
κροταβόστρυχος: [ο] (κρόταφος + βόστρυχος) κοντό ή μακρύ τσουλούφι μαλλιών, τούφα, που πέφτει στο μέτωπο (μτφ. δ. απο την ιταλική frangia = φράντζα)
κρυπτοπινάκιο: [το] (κρυπτός + πίνακας) (bitcoin) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
κρυφθάλυσος: [η] (κρυπτός + ἅλυσος) (bitcoin) αλυσίδα των επιβεβαιωμένων ομάδων συναλλαγών που ξεκινά από την πρώτη, έως την πιο πρόσφατη έγκυρη ομάδα (μτφ. δ. απο την αγγλική block chain) (© Spiros252)
κυβερνοπάθεια: [η] (κυβερνό- + -πάθεια) τηλεπαθητική ικανότητα με την οποία μπορεί κάποιος να επηρεάζει την διακίνηση δεδομένων στο διαδίκτυο (μτφ. αντιδ. απο την αγγλική cyberpathy) (© Spiros252)
κυβερνοπιρώνω: [ρ.] (κυβερνό- + πιρώνω) το να συνδέω άμεσα τον εγκέφαλο με μια ηλεκτρονική συσκευή ή με το διαδίκτυο (μτφ. δ. απο την αγγλική jack in) (© Spiros252)
κυβηδές: [το] (κύβος + ἡδύς) παραδοσιακό γλύκισμα που σερβίρεται σε μικρά κυβικού σχήματος κομμάτια και παρασκευάζεται με άμυλο και ζάχαρη (μτφ. δ. απο την τουρκ. hulkum = λουκούμι)
κυβόδεμα: [το] (κύβος + δέμα) δέμα διαφόρων αντικειμένων τακτοποιημένων και περιτυλιγμένων με χαρτόνι (μτφ. δ. απο την ιταλική pacchetto = πακέτο)
κυβοδόκαρο: [το] (κύβος + δοκάρι) το ξύλινο τετράπλευρο δοκάρι (μτφ. δ. απο την ιταλική quadrone = καδρόνι)
κυβοσφύρι: [το] (κύβος + σφυρί) είδος σφυριού με σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή, που χρησιμοποιείται κυρίως στις οικοδομές (μτφ. δ. απο την τουρκ. matrak = ματρακάς)
κύκλαρτος: [ο] (κύκλος + άρτος) ψωμί σε σχήμα κυκλικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caravella = καρβέλι)
κυκλογνώμων: [ο] (κῦκλος + γνώμων) άτομο με μη σταθερές απόψεις ή που αλλάζει συνέχεια γνώμη (μτφ. δ. απο την τουρκ. firfiri = φιρφιρίκος)
κυκλοφοριεμφραγή: [η] (κυκλοφορία + εν + φραγή) το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton) (© stavmanr)
κυλινδρέλιχτο: [το] (κύλινδρος + ελίσσω) μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική rouleau = ρολό)
κυλισελιδίζω: [ρ.] (κύλιση + σελίδα + -ίζω > κυλισιοσελιδίζω) το να κινώ κείμενο (ιστοδελίδας) προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην οθόνη του υπολογιστή (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
κυλισιόπιθος: [ο] (κύλιση + πίθος) μεγάλο δοχείο σε σχήμα κυλίνδρου, κανονικού ή με κυρτά τοιχώματα, για την αποθήκευση κυρίως υγρών (μτφ. δ. απο την ιταλική barile = βαρέλι)
κυνοβάμβακας: [ο] (κύων + βάμβακας) ράτσα μικρόσωμων σκυλιών με πυκνό σγουρό τρίχωμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική caniche = κανίς) (© Ju-87)
κυνοθύλακας: [ο] (κύων + θύλακας) ράτσα μικρόσωμου σκύλου με κοντό τρίχωμα (μτφ. δ. απο την ισπανική chihuahua = τσιουάουα) (© Ju-87)
κυνωλετήρας: [ο] (κύων + ολετήρας) μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους ράτσα σκύλου που προέρχεται από το Ροτβάιλ της Γερμανίας (μτφ. δ. απο τη γερμανική rottweiler = ροτβάιλερ) (© Ju-87)
κυρτάορας: [ο] (κυρτός + ἄορ) είδος πλατιού και καμπυλωτού σπαθιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. yatagan = γιαταγάνι)
κυταποθηκεύω: [ρ.] (κυτίο + αποθηκεύω) αποθηκεύω μέσα σε αμπάρι (μτφ. δ. απο την τουρκ. ambar = αμπαριάζω) (© Ju-87)
κυψελόμυαλο: [το] (κυψέλη + μυαλό) (ε.φ.) ομαδική νοημοσύνη εντομοειδών εξωγήινων όντων (μτφ. δ. απο την αγγλική hive mind)
κωλοπλύστρα: [η] (κώλος + πλύνω) υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidet = μπιντές)
κώνιστος: [ο] (κώνος + ιστός) κωνικό δίχτυ αλιευτικό που σέρνεται από βάρκα (μτφ. δ. απο την ιταλική tratta = τράτα)
κωνόπιλος: [ο] (κώνος + πίλος) είδος κόκκινου πίλου, άλλοτε επίσημου στην οθωμανική αυτοκρατορία (μτφ. δ. απο την τουρκ. fes = φέσι)
κωπόπτυο: [το] (κώπη + πτύον) το πλατύ τμήμα του κουπιού (μτφ. δ. απο την ιταλική pala = πάλα)

Λ
λάβοπτρο: [το] (λαβή + -οπτρο) ματογυάλια με χειρολαβή, που, παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν ιδίως οι κυρίες τού καλού κόσμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική face‐à‐main = φασαμέν)
λαβοχυτρίσκη: [η] (λαβή + χύτρα) μικρό μετάλλινο σκεύος με μακριά λαβή, το οποίο χρησιμεύει για την παρασκευή τού καφέ και άλλων αφεψημάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. ibrik = μπρίκι)
λαγναπεμφιεσμός: [ο] (λάγνος + απαμφίεση + -ισμός) επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική striptease = στριπτήζ) (© κάποιος_Νίκος)
λαγνέκδυση: [η] (λάγνος + έκδυση) επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική striptease = στριπτήζ) (© κάποιος_Νίκος)
λαγνεκδύτρια: [η] (λάγνος + έκδυση) η γυναίκα που κάνει στριπτίζ επί πληρωμή, επαγγελματικά (μτφ. δ. απο την γαλλική stripteaseuse = στριπτιζέζ) (© κάποιος_Νίκος)
λαγνογδύσιμο: [το] (λάγνος + γδύσιμο) επίδειξη σε νυχτερινό κέντρο κατά την οποία η ερμηνεύτρια γδύνεται τελείως αργά αργά και με χορευτικές κινήσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική striptease = στριπτήζ) (© κάποιος_Νίκος)
λαγυνίδα: [η] (λάγυνος + -ίδα) γυναικείο φόρεμα που φαρδαίνει απο τη μέση και κάτω (μτφ. δ. απο τη γαλλική évasé = εβαζέ)
λαδοκατακλυσμός: [ο] (λάδι + κατακλυσμός) μαγειρευτό φαγητό, φουρνιστά λαχανικά με κύριο συστατικό τη μελιτζάνα (μτφ. δ. απο την τουρκ. imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί [ο ιμάμης λιποθύμησε, λόγω υπερβολικής σπατάλης του λαδιού])
λαδολέβητας: [ο] (λάδι + λέβητας) ειδικό ηλεκτρικό μαγειρικό σκεύος όπου τηγανίζονται τρόφιμα εμβαπτιζόμενα σε καυτό λάδι (μτφ. δ. απο τη γαλλική friteuse = φριτέζα)
λαθροπρομήθεια: [η] (λάθρο- + προμήθεια) παράνομη προμήθεια που δίνεται σε κάποιον που μεσολάβησε σε μια εμπορική συμφωνία (μτφ. δ. απο τη γαλλική mise = μίζα)
λαιμοταινία: [η] (λαιμός + ταινία) ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων (μτφ. δ. απο την ιταλική collaro = κολάρο)
λαμπτηρίσκος: [ο] (λαμπτήρας + -ίσκος) μικρός λαμπτήρας (μτφ. δ. απο την ιταλική lampione = λαμπιόνι)
λαχανάκατο: [το] (λάχανο + ἀνάκατος) είδος λαδερού φαγητού, του φούρνου ή της κατσαρόλας, παρόμοιο με το μπριάμ, για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποιούνται διάφορα μεσογειακά, καλοκαιρινά λαχανικά (μτφ. δ. απο την τουρκ. turlu = τουρλού)
λαχανόδισκος: [ο] (λάχανο + δίσκος) παρασκεύασμα από διάφορα ζυμωμένο συνήθως με κρεμμύδι, λάδι και διάφορα μπαχαρικά, το οποίο μοιάζει εξωτερικά με ένα μπιφτέκι απο κρέας και ψήνεται σε φούρνο ή σε σχάρα (μτφ. δ. απο την αγγλική vegetable burger = μπιφτέκι λαχανικών) (© Ju-87)
λαχνοστρόφιο: [το] (λαχνός + στροφείο) τυχερό επιτραπέζιο παιχνίδι των καζίνο (μτφ. δ. απο τη γαλλική roulette = ρουλέτα)
λαχνοστρόφοικος: [ο] (λαχνός + στροφείο + οίκος) μεγάλος και, συνήθως, πολυτελής χώρος όπου διατίθενται νόμιμα τυχερά παιχνίδια, όπως ζάρια, ρουλέτα, χαρτιά κ.λπ. (μτφ. δ. απο την ιταλική casino = καζίνο)
λέμβαρτος: [ο] (λέμβος + άρτος) είδος μακρόστενης πίτας από ζύμη ανοικτής στο κέντρο, πλασμένης με τέτοιον τρόπο ώστε να μην πέφτουν τα διάφορα φαγώσιμα υλικά που περιέχει στο άνοιγμα, στο κέντρο, και σερβίρεται μόλις ψηθεί μτφ. δ. απο την τουρκ. peynirli = πεϊνιρλί)
λεμβισμός: [ο] (λέμβος + -ισμός) αθλητική και ψυχαγωγική ομαδική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την κωπηλασία σε ποτάμια με φουσκωτά σκάφη (μτφ. δ. απο την αγγλική rafting = ράφτινγκ) (© Ju-87)
λεξανωκύκλωση: [η] (λέξη + άνω + κύκλος) επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα, ο σημασιολογικός δανεισμός
λεξαποσκευή: [η] (λέξη + αποσκευή) σύνθετη λέξη η οποία προέρχεται απο συμφυρμό των πρώτων συλλαβών του πρώτου και των τελευταίων συλλαβών του δευτέρου συνθετικού της (μτφ. δ. απο την αγγλική portmanteau word)
λεξονεκρανάσταση: [η] (λέξη + νεκρανάσταση) επαναχρησιμοποίηση απαρχαιωμένων λέξεων για νεοεμφανισθείσες έννοιες ή εξαρτήματα, ο σημασιολογικός δανεισμός (© Alchemist501)
λεπτόκομμα: [το] (λεπτός + κόμμα) λεπτό κομμάτι σε όλο το πλάτος από κάτι, συνήθως φαγώσιμο (μτφ. δ. απο την ιταλική fetta = φέτα) (© Ju-87)
λευκεύθρυπτο: [το] (λευκός + εύθρυπτος) παραδοσιακό γλύκισμα από αλεύρι και βούτυρο πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη (μτφ. δ. απο την τουρκ. kurabiye = κουραμπιές)
λευκοπρωκτολαγνεία: [η] (λευκός + πρωκτολαγνεία) είδος ταινιών πορνό όπου οι συμμέτεχουσες είναι λευκές με ευτραφή οπίσθια (μτφ. δ. απο την αγγλική phat white ass girl = pwag) (© Ju-87)
λευκόστρακο: [το] (λευκός + όστρακο) λευκή και λεπτή πορσελάνη (μτφ. δ. απο την τουρκ. fagfur = φαρφουρί)
λευκοχρυσοειδές: [το] (λευκόχρυσος + -ειδές) που έχει το χρώμα του λευκόχρυσου, της πλατίνας - λαμπρό ξανθό προς ασημί (μτφ. δ. απο τη γαλλική platiné = πλατινέ)
λευκοχτύπι: [το] (λευκός + κτυπώ) ασπράδια αυγών χτυπημένα δυνατά (μτφ. δ. απο την ιταλική meringue = μαρέγκα)
ληπτογράφος: [ο] (λαμβάνω + γράφω) μικρή διάταξη αποτελούμενη από μια ξύλινη πλακέτα με κινητό βραχίονα, η οποία χρησιμοποιείται κατά το γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική claquette = κλακέτα)
ληπτοθάλαμος: [ο] (λαμβάνω + θάλαμος) ο χώρος που διεξάγεται το γύρισμα, το στούντιο κινηματογράφησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική plateau = πλατό)
λιθοκέλευθος: [ο] (λίθος + κέλευθος) λιθόστρωτο δρομάκι του οποίου οι πέτρες δεν είναι κατεργασμένες (μτφ. δ. απο την τουρκ. kaldirim = καλντερίμι)
λίνυφο: [το] (λινό + ὑφή) χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από ίνες κάνναβης (καθώς και λιναριού, βαμβακιού κ.ά.), με το οποίο παρασκευάζονται σακιά, πανιά κ.ά. (μτφ. δ. απο την ιταλική canavaccio = κανναβάτσο)
λιπαντοδόριο: [το] (λιπαίνω + δορά) λιπαντικό τών δερμάτων το οποίο παρεμποδίζει την αποξήρανσή τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική dégras = δεγράς)
λίπαχθος: [το] (λίπος + άχθος) πάχος που αποκτάται μετά απο καταθλιπτική βουλιμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική kummerspeck) (© Ju-87)
λιπόζωμος: [ο] (λίπος + ζωμός) το στομάχι και τα πόδια σφάγιου και η σούπα που παρασκευάζεται απ' αυτά (μτφ. δ. απο την τουρκ. paca = πατσάς)
λογισμίκοπο: [το] (λογισμικό + κόπτω) κακόβουλο λογισμικό (μτφ. δ. απο την αγγλική crack software)
λούθρεδρο: [το] (λουτρό + ἕδρα) υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidet = μπιντές)
λούθρυγρο: [το] (λουτρό + ὑγρός) υγρό, αλκαλούχο ή όχι, σκεύασμα για την περιποίηση τού δέρματος και τών μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική lotion = λοσιόν)
λουτρεκδυτήριο: [το] (λουτρό + εκδύω) μικρό δωμάτιο σε παραλία, όπου οι λουόμενοι μπορούν να αλλάξουν ρούχα (μτφ. δ. απο την ιταλική cabina = καμπίνα)
λουτρομανδύας: [ο] (λουτρό + μανδύας) ρούχο από πετσέτα (παλιότερα από βαμβακερό και γενικά από απορροφητικό ύφασμα) ειδικά για το μπάνιο, ρούχο λουτρικό, ρόμπα για το μπάνιο (μτφ. δ. απο την τουρκ. bornoz = μπουρνούζι)
λουτροπερίζωμα: [το] (λουτρό + περίζωμα) η πετσέτα στη μέση που φορούσαν στα δημόσια λουτρά (μτφ. δ. απο την τουρκ. pestamal = πεστιμάλι)
λυκωκύτητα: [η] (λύκη + ωκύτητα) (ε.φ.) η ταχύτητα του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική light)
λυπόλιπος: [το] (λύπη + λίπος) πάχος που αποκτάται μετά απο καταθλιπτική βουλιμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική kummerspeck)
λυχοδόγραμμα: [το] (λύκη + ὁδός + γράμμα) μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (μτφ. δ. απο την αγγλική e-mail)
λυχυαλόσφαιρα: [η] (λύκη + ὕαλος + σφαίρα) σφαιρικό, γυάλινο περίβλημα λαμπτήρα (μτφ, δ. απο την ιταλική globo = γλόμπος)
λωριδογραφία: [η] (λωρίδα + γράφω) σχολή ζωγραφικής κατά την οποία οι τεχνίτες πετυχαίνουν τους διάφορους τόνους παραθέτοντας τα χρώματα σε παράλληλες λωρίδες σύμφωνα με τις αποχρώσεις (μτφ. δ. απο τη γαλλική divisionisme = ντιβιζιονισμός)
λωφαρμοστής: [ο] (λώπη + ἁρμόζω) άνδρας ή γυναίκα που ασχολείται επαγγελματικά με την επίδειξη ή διαφήμιση ενδυμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική mannequin = μανεκέν)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης