Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Μι - Όμικρον

Πήγαινε κάτω

Μι - Όμικρον Empty Μι - Όμικρον

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:11

Μ
μαγματόχθονας: [ο] (μάγμα + χθών) πλανήτης χωρίς φλοιό του οποίου η επιφάνεια καταλαμβάνεται απο έναν ωκεανό λάβας (μτφ. δ. απο την αγγλική lava planet)
μαγνηταινιοθήκη: [το] (μαγνήτο- + ταινία + θήκη) θήκη με μαγνητοταινία για εγγραφή ήχων ή τηλεοπτικών εικόνων (μτφ. δ. απο την ιταλική cassetta = κασέτα)
μαγνητοβαλλίστρα: [η] (μαγνήτο- + βαλλίστρα) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun)
μαγνητοβόλο: [το] (μαγνήτο- + βολή) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© Spiros252)
μαγνητοπυροβόλο: [το] (μαγνήτο- + πυροβόλο) ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής βλημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική railgun) (© killerbee)
μαγόφακος: [ο] (μαγεία + φακός) γυαλιά εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο τις αγγλικές Oculus Rift & HoloLens) (© LOUROS)
μακρόρρυθμα: [επιρρ.] (μακρύς + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πολύ βαριά (πλατιά) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική largo = λάργκο)
μακρυτέρρυθμα: [επιρρ.] (μακρύτερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν υπερβολικά πάρα πολύ βαριά ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική larghissimo = λαργκίσιμο)
μασθέλικας: [ο] (μαστός + ἕλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα, ο οποίος επικολλάται στη ρώγα του στήθους (μτφ. δ. απο την αγγλική fidgetiddies)
μαστακόδειλος: [ο] (μάσταξ + δρίλος) τετράποδο ερπετό, συγγενές με τους κροκόδειλους, με μεγάλη ουρά και μακρύ ρύγχος (μτφ. δ. απο την αγγλική alligator = αλιγάτορας) (© Ju-87)
μαστοφαλλία: [η] (μαστός + φαλλός) ερωτική πράξη κατα την οποία το πέος τρίβεται ανάμεσα απο τους μαστούς (μτφ. δ. απο την αγγλική titjob) (© Ju-87)
ματοκλαδείκτης: [ο] (ματόκλαδο + δεικνύω) καλλυντικό για τη βαφή των βλεφαρίδων (μτφ. δ. απο την ιταλική mascara = μάσκαρα)
μαυρομεγαλόψωλος: [ο] (μαύρος + μεγάλος + ψωλή) είδος ταινιών πορνό όπου οι συμμετέχοντες είναι μαύροι με τεράστια πέη (μτφ. δ. απο την αγγλική big black cock) (© Ju-87)
μεγαδυφιόγραμμα: [το] (μέγα + δυφίο + -γράμμα) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 6η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Megabyte) (© Spiros252)
μεγαλογδήκιστο: [το] (μεγάλο + οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 6η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Megabyte)
μεγανθρακίονας: [ο] (μέγας + άνθραξ + κίων) πολύ υψηλός ουρανοξύστης κατασκευασμένος απο ανθρακονήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική carbon nanotube skyscraper)
μεγισθόριο: [το] (μέγιστο + ὅριον) ανώτατο όριο, μάξιμουμ, που δεν μπορεί να ξεπεράσει κανείς (μτφ. δ. απο τη γαλλική plafond = πλαφόν)
μεγιστανόχημα: [το] (μεγιστάνας + όχημα) πολυτελές αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική limousine = λιμουζίνα) (© Ju-87)
μεθαδρότητα: [η] (μετά + ἁδρότητα) ασθένεια εικονικής πραγματικότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική virtual reality sickness)
μεθάλλομαι: [ρ.] (μετά + ἅλλομαι) (ε.φ.) το να μεταπηδώ ακαριαία απο ένα σημείο του σύμπαντος σε ένα άλλο, χωρίς να διανύω την μεταξύ τους αστρονομική απόσταση, μέσω ενός άλματος εκτός χωροχρονικού συνεχούς (μτφ. δ. απο την αγγλική jump)
μέθαλμα: [το] (μετά + ἅλμα) (ε.φ.) τρόπος μετακίνησης διαστημοπλοίου απο ένα σημείο του σύμπαντος σε ένα άλλο, χωρίς να διανύεται η μεταξύ τους απόσταση, μέσω ενός άλματος εκτός χωροχρόνου (μτφ. δ. απο την αγγλική jump)
μεθαλματόθυρο: [το] (μετά + ἅλμα + θύρα) (ε.φ.) συσκευή μέσω της οποίας είναι δυνατά τα μεθάλματα (μτφ. δ. απο την αγγλική jump gate)
μεθαλμάτοπος: [ο] (μετά + ἅλμα + τόπος) (ε.φ.) σημεία του σύμπαντος απο τα οποία είναι δυνατόν να επιτευχθούν μεθάλματα σε μακρινά σημεία του σύμπαντος (μτφ. δ. απο την αγγλική jump point)
μεθαλματωθητήρας: [ο] (μετά + ἅλμα + ωθητήρας) (ε.φ.) διαστημοπλοϊκός μηχανισμός που καθιστά δυνατή την διαστρική μετακίνηση μέσω αλμάτων εκτός χωροχρονικού συνεχούς (μτφ. δ. απο την αγγλική jump drive)
μεθαλματωθούμενο: [το] (μετά + ἅλμα + ωθούμενο) (ε.φ.) διαστημόπλοιο το οποίο μπορεί να μεθάλλεται, να μεταπηδά δηλαδή ακαριαία απο ένα σημείο του σύμπαντος σε ένα άλλο, χωρίς να διανύει την μεταξύ τους αστρονομική απόσταση (μτφ. δ. απο την αγγλική jump ship)
μεθελκυστήρας: [ο] (μετά + ἕλκω) (ε.φ.) ασανσέρ το οποίο μετακινείται οριζόντια (μτφ. δ. απο την αγγλική slideway)
μεθολοκαυτωματικό: [το] (μετά + ὁλοκαυτῶ) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που αναφέρεται σε μια εποχή μετά απο έναν παγκόσμιο πυρηνικό όλεθρο (μτφ. δ. απο την αγγλική post-holocaust)
μεθυσοβουλή: [η] (μεθύσι + βουλή) ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε να μπόρεσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© κάποιος_Νίκος),
μελάναυλος: [ο] (μελάνη + αυλός) όργανο γραφής, στυλογράφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική stylo = στυλός) (© Ju-87)
μελανογραφίδα: [η] (μελάνη + γραφίδα) όργανο γραφής, στυλογράφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική stylo = στυλός) (© κάποιος_Νίκος)
μελανοκοράλλιο: [το] (μελανός + κοράλλιο) είδος μαύρου κοραλλιού, με το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα, φυλαχτά, κομπολόγια κ.α. (μτφ. δ. απο την τουρκ. yusru = γιούσουρι)
μελανομύστακας: [ο] (μελανός + μύστακας) ο έχων μαύρο μουστάκι, ανδροπρεπής (μτφ. δ. απο την τουρκ. kara + biyik + li = καραμπουζουκλής)
μελοδραμωδία: [η] (μέλος + δράμα + ωδή) μουσική σύνθεση, συνήθως για μία φωνή (σόλο) και ορχήστρα, που συναντάται κυρίως σε οπερετικά έργα (μτφ. δ. απο την ιταλική aria = άρια)
μελοσφαιρίδιο: [το] (μέλι + σφαίρα) γλύκισμα από ζύμη που τηγανίζεται και σερβίρεται περιχυμένο με μέλι ή πασπαλισμένο με ζάχαρη (μτφ. δ. απο την τουρκ. lokma = λουκουμάς)
μενόμαχος: [ο] (μένος + μάχομαι) πολεμιστής ευρισκόμενος σε τέτοιο μαχητικό παροξυσμό, ώστε να μην αντιλαμβάνεται ούτε πόνο, ούτε τις πληγές του (σημ. δ. απο την αρχαία σκανδιναυική berserker) (© Null)
μεσαιότοκος: [ο] (μεσαίος + τίκτω) το δεύτερο απο τα τρία παιδιά μιας οικογένειας (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich child = παιδί σάντουιτς)
μεσοπανδούρα: [η] (μέσος + πανδούρα) νυκτό μουσικό όργανο που μοιάζει με το μπουζούκι και είναι μικρότερό του αλλα μεγαλύτερο απο τον μπαγλαμά (μτφ. δ. απο την τουρκ. cura = τζουράς)
μετάδοτρο: [το] (μεταδίδω + -τρον) το κιβώτιο ταχυτήτων τού αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική changement = σασμάν)
μεταδοχίζω: [ρ.] (μετά + δοχείο) μεταγγίζω κρασί ή λάδι από ένα δοχείο σε άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική travasare = τραβατζάρω)
μεταθερμοκρασία: [η] (μετά + θερμοκρασία) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας, η Πλανκ θερμοκρασία (© Spiros252)
μεταθρίχιο: [το] (μετά + θρίξ) οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα(μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ)
μεταλλαγμενούργημα: [το] (μεταλλαγμένος + έργο) (ε.φ.) ον που προκύπτει απο έντονη γενετική μετάλλαξη και διαθέτει απο αλλοτριωμένη-τερατόμορφη εμφάνιση ως και τεράστιες σωματικές δυνάμεις (μτφ. δ. απο την αγγλική mutant)
μεταλλαγμενουργία: [η] (μεταλλαγμένος + έργο) (ε.φ.) η έντονη γενετική μετάλλαξη ενός βιολογικού οργανισμού που του προσδίδει τεράστιες αντοχές και δυνάμεις εις βάρος της εξωτερικής του εμφάνισης (μτφ. δ. απο την αγγλική mutation)
μεταλλέμβιο: [το] (μέταλλο + έμβιο) (ε.φ.) υβριδικό ον, μίγμα βιολογικού οργανισμού και μηχανής (μτφ. δ απο την αγγλική cyborg) (© Ju-87)
μεταλλεμβιοποίηση: [η] (μέταλλο + έμβιο + ποιώ) (ε.φ.) διαδικασία μετατροπής ενός βιολογικού οργανισμού σε ημιμηχανικό (μτφ. δ. απο την αγγλική cyborging) (© Ju-87)
μεταλλοποίκιλμα: [το] (μέταλλο + ποίκιλμα) κόσμημα που κρέμεται από μια αλυσίδα περασμένη στο λαιμό και μπορεί να περιέχει μια θήκη, πχ για μικρή φωτογραφία (μτφ. δ. απο τη γαλλική médaillon = μενταγιόν) (© Ju-87)
μεταλλύαλος: [ο] (μέταλλο + ὕαλος) (ε.φ.) ανθεκτικό διάφανο υλικό με ανθεκτικότητα μετάλλου (μτφ. δ. απο την αγγλική glassite)
μεταλουτρίδα: [η] (μετά + λουτρίδα) πρόχειρο γυναικείο μακρύ ρούχο που κουμπώνει μπροστά (μτφ. δ. απο την ιταλική roba = ρόμπα)
μετάξυρο: [το] (μετά + ξυρόν) οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα (μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ) (© LOUROS)
μετεργάρικο: [το] (μετά + ϝέργον [κατα το κάτεργο] + -άρης) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
μετευστάθιο: [το] (μετά + ευσταθής) υποθετικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 126, το οποίο έχει μια σχετικά τεράστια περίοδο ημιζωής (μτφ. δ. απο τη λατινική Unbihexium = Ουνμπιέξιο)
μετευστοχία: [η] (μετά + εὔστοχος) καθυστερημένα ειπωμένη κατάλληλη απάντηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική l’esprit de l’escalier)
μετεωρύχος: [ο] (μετέωρο + ὀρύσσω) (ε.φ.) κάτοικος της ζώνης των αστεροειδών, που εργάζεται πάνω στην εξόρυξη των μεταλλευμάτων τους (μτφ, δ. απο την αγγλική belter)
μετριόρρυθμα: [επιρρ.] (μέτριος + ῥυθμός) μουσικός όρος τής ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν μέτρια ταχύτητα στην εκτέλεσή τους, δηλ. ούτε αργή ούτε γρήγορη (μτφ. δ. απο την ιταλική moderato = μοντεράτο)
μετρόρρυθμα: [επιρρ.] (μέτρο + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επαναφορά του ρυθμού, συγκεκριμένα στην αυστηρή τήρηση του μέτρου (μτφ. δ. απο την ιταλική misurato = μιζουράτο)
μηκισθήλια: [επιρρ.] (μήκιστον + ἥλιος) (ε.φ.) για κάτι που συμβαίνει πολύ μακριά απο το ηλιακό σύστημα της γής (μτφ. δ. απο την αγγλική off-earth adv)
μηλαυράρτυμα: [το] (μήλον + αύρον [χρυσό] + άρτυμα) έτοιμη σάλτσα από ντομάτα, ζάχαρη και ξίδι (μτφ. δ. απο την αγγλική ketchup = κέτσαπ)
μήλαυρο: [το] (μήλο + αύρον [χρυσός]) η τομάτα (μτφ. δ. απο την αζτεκική tomatl)
μηλαυρόπολτος: [ο] (μήλο + αύρον [χρυσός] + πολτός) συμπυκνωμένος πολτός ντομάτας, ελαφρά αλατισμένος για να συντηρείται (μτφ. δ. απο την τουρκ. pelte = πελτές)
μηληθόκλειθρο: [το] (μη + λήθη + κλείθρο) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
μήναρτος: [ο] (μήνη + άρτος) σφολιατοειδές αρτοσκεύασμα σε σχήμα μισοφέγγαρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική croissant = κρουασάν)
μηνήκαρπος: [ο] (μήνη + καρπός) φρούτο στενόμακρο, σε σχήμα μισοφέγγαρου, είναι πράσινη όταν είναι άγουρη και κίτρινη όταν ωριμάσει, έχει παχιά φλούδα που ανοίγει σε 4-5 κομμάτια, λευκή τρυφερή και γλυκιά σάρκα (μτφ. δ. απο την πορτογαλική banana = μπανάνα) (© Ju-87)
μητρονύμφη: [η] (μήτηρ + νύμφη) γυναίκα ώριμης ηλικίας που ελκύει ερωτικά τους εφήβους συνομήλικους φίλους του γιού της (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο milf = μιλφάρα)
μηχανατραπία: [η] (μηχανή + άτραπος) τύπος αγώνα με μοτοσυκλέτες, κατά τον οποίο οι αναβάτες μοτοσυκλετιστές εκτελούν διαδρομή σημειωμένη σε ανοιχτό έδαφος και έξω από τους υπάρχοντες δρόμους (μτφ. δ. απο την αγγλική motocross = μοτοκρός) (© Ju-87)
μηχανδρείκελο: [το] (μηχανή + ανδρείκελο) υβριδικό ον, μίγμα βιολογικού οργανισμού και μηχανής (μτφ. δ απο την αγγλική cyborg) (© Alchemist501)
μηχανδροποιημένος: [ο] (μηχανή + ανήρ + ποιώ) (ε.φ.) επίθ. για βιολογικό οργανισμό που έχει μεταβληθεί σε ημιμηχανικό (μτφ. δ. απο την αγγλική cyborged)
μηχανδροποίηση: [η] (μηχανή + ανήρ + ποιώ) διαδικασία μετατροπής ενός βιολογικού οργανισμού σε ημιμηχανικό (μτφ. δ. απο την αγγλική cyborging)
μηχάνδρωπο: [το] (μηχανή + ἀνήρ + ὤψ): υβριδικό ον, μίγμα βιολογικού οργανισμού και μηχανής (μτφ. δ απο την αγγλική cyborg)
μηχανεκκινητής: [ο] (μηχανή + εκκινητής) μηχανισμός αυτοκινήτου που θέτει τον κινητήρα σε λειτουργία (μτφ. δ. απο τη γαλλική mise = μίζα)
μηχανήνανδρο: [το] (μηχανή + εν + ἀνήρ) γιγαντοειδής ανθρωπόμορφος μηχανισμός για εκτέλεση βαριών εργασιών, ο οποίος περικλείει τον χρήστη του ως εξωσκελετός (μτφ. δ. απο την αγγλική mech)
μηχανοχλός: [ο] (μηχανή + μοχλός) ο μοχλός τού κιβωτίου ταχυτήτων τού αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική levier = λεβιές)
μηχανωλίσθηρο: [το] (μηχανή + ολισθηρός) λίπος για τη λίπανση των μηχανών (μτφ. δ. απο την ιταλική grasso = γράσο)
μηχανωροφή: [η] (μηχανή + οροφή) το κάλυμμα τού κινητήρα αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική capot = καπό)
μικρομοίωμα: [το] (μικρός + ὅμοιος) προσχέδιο οικοδομήματος, μηχανήματος ή έργου τέχνης σε μικρογραφία (μτφ. δ. απο την ιταλική macchietta = μακέτα)
μικροψηφιοφυλάκιο: [το] (μικρός + ψηφιακός + φυλάκιο) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ) (© stavmanr)
μισθεπιβράβευμα: [το] (μισθός + επιβράβευμα) έκτακτη επιπρόσθετη αμοιβή (μτφ. δ. απο τη γαλλική prime = πριμ)
μνήμαυλος: [ο] (μνήμη + αυλός) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ) (© Spiros252)
μνημοθηκάκι: [το] (μνήμη + θήκη) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
μνημολμίσκος: [ο] (μνήμη + ὅλμος) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
μνήμολπο: [το] (μνήμη + ὄλπη) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
μνησιαλγία: [η] (μνήμη + άλγος) το αίσθημα νοσταλγίας για το παρελθόν και η θλίψη γιατί αυτές οι στιγμές έγιναν αναμνήσεις και δεν υπάρχουν πια (μτφ. δ. απο την ιαπωνική natsukashii) (© Ju-87)
μνηστηροστάσιο: [το] (μνηστήρας + -στάσιο) φιλική σχέση δύο ατόμων, όπου ο μεν επιθυμεί να μετατραπεί σε ερωτική ο δε όχι (μτφ. δ. απο την αγγλική friendzone)
μολυβαλάντιο: [το] (μολύβι + βαλάντιο) μικρή θήκη στην οποία τοποθετούνται σχολικά γραφικά είδη (μτφ. δ. απο την ιταλική cassettina = κασετίνα)
μοναχοδρυμεντρέχεια: [η] (μοναχός + δρυμός + ἐντρέχεια) συναίσθημα μοναχικής γαλήνης μέσα στο δάσος (μτφ. δ. απο τη γερμανική waldeinsamkeit)
μονοθεατόργιο: [το] (μονο- + θεατής + όργιο) είδος ταινιών πορνό, όπου ο εικονολήπτης είναι ταυτόχρονα και συμμετέχων στις ερωτικές σκηνές (μτφ. δ. απο την αγγλική gonzo pornography) (© Ju-87)
μονοποδοστρόφιο: [το] (μονο- + πόδι + στροφή) χορευτική κίνηση κατά την οποία ο χορευτής στηρίζεται στο ένα πόδι και εκτελεί μιαν πλήρη, επιτόπου περιστροφή (μτφ. δ. απο τη γαλλική pirouette = πιρουέτα)
μονορατόργιο: [το] (μονο- + ορατός + όργιο) είδος ταινιών πορνό, όπου ο εικονολήπτης είναι ταυτόχρονα και συμμετέχων στις ερωτικές σκηνές (μτφ. δ. απο την αγγλική gonzo pornography) (© Ju-87)
μονοστρόφυλλο: [το] (μονο- + στροφή + φύλλο) περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tourniquet = τουρνικέ)
μουρόβοτρυς: [ο] (μούρο + βότρυς [τσαμπί]) ποώδες τροπικό φυτό με πολλαπλούς βρώσιμους καρπούς που αποτελείται από συνενωμένα μούρα (μτφ. δ. απο τη γαλλικη nana = ανανάς)
μουσεπίταξη: [η] (μουσο- + επίταξη) ένδειξη που καθιστά υποχρεωτική την εκτέλεση συνοδευτικών μερών μιας σύνθεσης, που αλλιώς θα ήταν προαιρετική (μτφ. δ. απο την ιταλική obbligato = ομπλιγκάτο)
μουσεπίτευγμα: [το] (μουσο- + επίτευγμα) μεγάλη μουσική επιτυχία (μτφ. δ. απο τη γαλλική succès = σουξέ)
μουσοβροντία: [η] (μουσο- + βροντή) διασκεδαστική φασαρία, αναταραχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. zelzele = τζερτζελές)
μουσομορφόκλασμα: [το] (μουσο- + μορφόκλασμα) είδος πολυφωνικής μουσικής συνθέσεως κατά την οποία οι διάφορες φωνές ή όργανα επαναλαμβάνουν και αντιφωνούν με παραλλαγές την αρχική μελωδία (μτφ. δ. απο την ιταλική fuga = φούγκα)
μυαλοαντίτυπο: [το] (μυαλό + αντίτυπο) (ε.φ.) κασέτα ή μνημαποθηκευτικό μέσο στο οποίο έχουν αποθηκευτεί όλες οι αναμνήσεις, η νοημοσύνη και η συνείδηση ενός ατόμου (μτφ. δ. απο την αγγλική braintape)
μυαλογισμικό: [το] (μυαλό + λογισμικό) (ε.φ.) επίθ. για συσκευή ή εξάρτημα το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με το νευρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική neural)
μυαλογισμικομβιώνω: [ρ.] (μυαλό + λογισμικό + κόμβος) (ε.φ.) το να συνδέω άμεσα τον εγκέφαλο με μια ηλεκτρονική συσκευή ή με το διαδίκτυο (μτφ. δ. απο την αγγλική jack in)
μύθιστος: [ο] (μύθος + ιστός) διαδικτυακός αστικός μύθος (μτφ. δ. απο την αγγλική hoax = χόαξ)
μυστακεύωδο: [το] (μύσταξ + ευωδία) αρωματική αλοιφή για το μουστάκι (μτφ. δ. απο την ιταλική manteca = μαντέκα)
μυστήρας: [ο] (μυς + -τήρας) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Σπύρος)
Ν
ναυλήπηνη: [η] (ναύλο + ἀπήνη[άμαξα]) αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί)(μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi = ταξί)
ναυληπήνοχος: [ο] (ναύλο + ἀπήνη + ἔχω) οδηγός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi [chauffeur de] = ταξιτζής)
ναυλώχημα: [το] (ναύλο + όχημα) αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ταξίμετρο που μεταφέρει επιβάτες (συνήθως μέσα στην πόλη) έναντι κομίστρου (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi[mètre] = ταξί)
ναυλωχηματίας: [ο] (ναύλο + όχημα + -τίας) οδηγός ταξί (μτφ. δ. απο τη γαλλική taxi [chauffeur de] = ταξιτζής)
ναυσέλαιο: [το] (ναυς + έλαιο) υγρό καύσιμο, προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου (μτφ. δ. απο τη γαλλική mazout = μαζούτ) (© Ju-87)
ναυσοβώ: [ρ.] (ναυς + σοβέω [διώχνω]) το να απομακρύνω πλεούμενο από αγκυροβόλιο (μτφ. δ. απο την ιταλική a varare = αβαράρω)
ναυσυπτιάζω: [ρ.] (ναύς + υπτιάζω) το να ανατρέπεται ένα πλοίο (μτφ. δ. απο την ιταλική sovertire = σοβερτάρω)
ναυτοδιόπτρα: [η] (ναύτης + διόπτρα) φορητή ναυτική διόπτρα (μτφ. δ. απο την ιταλική cannocchiale = κανοκιάλι)
ναυτοπάθεια: [η] (ναύτης + -πάθεια) αρρώστια (συνήθως των ναυτικών) που εκδηλώνεται με πυρετό, καχεξία, αναιμία, αιμορραγίες και γαστρεντερίτιδες και οφείλεται σε έλλειψη βιταμίνης C (μτφ. δ. από την ιταλική scorbuto = σκορβούτο) (© Ju-87)
νεαρογράφημα: [το] (νεαρός + -γράφημα) πεζό αφηγηματικό λογοτεχνικό έργο με έκταση μεγαλύτερη από το διήγημα και μικρότερη από το μυθιστόρημα (μτφ. δ. απο την ιταλική novella = νουβέλα)
νεολαμφοδεύω: [ρ.] (νεολαμπής + ὁδεύω) (ε.φ.) το να πορεύεται ένα άστρο στο να εκραγεί ως νεολαμπές (μτφ. δ. απο την αγγλική go nova)
νευραλλοιωτικό: (νεύρο + αλλοιώνω) (ε.φ.) επίθ. για όπλο που πλήττει ή επηρεάζει το νευρικό σύστημα ή τον εγκέφαλο (μτφ. δ. απο την αγγλική neuronic)
νευροβέμβικας: [ο] (νεύρο + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νευρόδανο: [το] (νεύρο + ροδάνι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νευροκλονισμός: [ο] (νεύρο + κλονισμός) διαταραχή που προκαλείται απο ξάφνιασμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική choc = σοκ) (© Ju-87)
νευρόσβιγα: [η] (νεύρο + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νευρόσβουρα: [η] (νεύρο + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νευροστρόφιγγας: [ο] (νεύρο + στρόφιγγας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νηματολόγιο: [το] (νήμα + -λόγιο) διαδικτυακός χώρος δημόσιας συζήτησης για ένα ή περισσότερα θέματα (μτφ. δ. απο την αγγλική internet forum = φώρουμ) (© Ju-87)
νηματομπαίχτης: [ο] (νήμα + εμπαίζω) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
νηοσύρφετος: [ο] (ναῦς [νηός] + σύρφετος) πλήρωμα πλοίου, ή μετρίου μεγέθους πλήθος ανθρώπων (μτφ. δ. απο την βενετική ciurma = τσούρμο)
νήρρυθμα: [επιρρ.] (νη + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την άνευ ρυθμού ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a piacere = α πιατσέρε)
νησιδωχύρωμα: [το] (νησίδα + οχύρωμα) πυροβολείο ή φρούριο που βρίσκεται πάνω σε νησάκι και προστατεύει την είσοδο λιμανιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. burc = μπουρτζί)
νηχειρίδα: [η] (νη- + χείρ + -ίδα) (ενδυμασία) ρούχο χωρίς μανίκια και γιακά που κουμπώνει μπροστά, κυρίως αυτό που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κάτω από το σακάκι του κουστουμιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. yelek = γιλέκο)
νήχειρο: [το] (νη- + χειρ) κινητό τηλέφωνο το οποίο κρεμειέται στο αυτί αφήνοντας ελεύθερα τα χέρια (μτφ. δ. απο την αγγλική hands-free)
νικημέρθιππος: [ο] (νίκη + ιμερτός + ἵππος) άλογο που θεωρείται φαβορί για μια κούρσα στις ιπποδρομίες (μτφ. δ. απο τη γαλλική gagnant = γκανιάν)
νικήμερτος: [ο] (νίκη + ιμερτός) όποιο πρόσωπο,ζώο ή ομάδα συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει σε κάποιο αγώνισμα, αντιπαράθεση, διαγωνισμό (μτφ. δ. απο τη γαλλική favori = φαβορί)
νομισματοδοχείο: [το] (νόμισμα + δοχείο) κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση (μτφ. δ. απο την τουρκ. kumbara = κουμπαράς) (© Ju-87)
νυκτοπερίπολος: [η] (νύκτα + περίπολος) νυκτερινή αστυνομική περίπολος (μτφ. δ. απο την τουρκ. karakol = καρακόλι)
νυμφενάλλακτρο: [το] (νύμφη + εναλλαγή + -τρο) ερωτική στάση κατα την οποία ένας άνδρας συνευρισκόμενος ταυτοχρόνως με δύο γυναίκες διεισδύει εναλλάξ και στις δύο, καθώς η μία ξαπλώνει ανάσκελα μπροστά του και η δεύτερη μπρούμυτα επι της πρώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική double dip)
νυχαρπάζω: [ρ.] (νύχι + αρπάζω) το να πιάνω με τα νύχια, αρπάζω βίαια (μτφ. δ. απο την ιταλική grappare = γραπώνω)
νυχθημερογραμμή: [η] (νύκτα + ἡμέρα + γραμμή) η οριογραμμή νύχτας και ημέρας σε έναν πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική solar terminator)
νυχοβέμβικας: [ο] (νύχι + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νυχόσβιγα: [η] (νύχι + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νυχόσβουρα: [η] (νύχι + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
νυχοστρόφιγγας: [ο] (νύχι + στρόφιγγας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
Ξ
ξανθόμουρο: [το] (ξανθός + μούρο) ποώδες τροπικό φυτό με πολλαπλούς βρώσιμους καρπούς που αποτελείται από συνενωμένα μούρα (μτφ. δ. απο τη γαλλικη nana = ανανάς)
ξεβαμμάκομα: [το] (ξέβαμμα + κόμη) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του μερικού ή ολικού αποχρωματισμού των μαλλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική decapage = ντεκαπάζ) (© Ju-87)
ξεναλγία: [η] (ξένος + άλγος) η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh) (© Sophistes)
ξενοϋποδεκτήριο: [το] (ξένος + υποδεκτήριο) υπηρεσία, αίθουσα ή γραφείο υποδοχής κοινού ή πελατών (μτφ. δ. απο τη γαλλική réception = ρεσεψιόν)
ξενοϋποδέκτης: [ο] (ξένος + υποδέκτης) υπάλληλος που υποδέχεται τους πελάτες στην ρεσεψιόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική réceptionniste = ρεσεψιονίστ)
ξηροπωρόπολτος: [ο] (ξηρός + οπώρα + πολτός) είδος γλυκού πολτού απο ξεραμένα φρούτα (μτφ. δ. απο την τουρκ. pestil = πεστίλι)
ξιδέα: [η] (ξίδι [ποτό] + ιδέα) ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε να μπόρεσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© LOUROS)
ξυδάρτυμα: [το] (ξύδι + άρτυμα) ξινή σάλτσα ως καρύκευμα ψαριών (μτφ. δ. απο την ιταλική savore = σαβόρε)
ξυδοσκεύαστο: [το] (ξύδι + σκευάζω) αλμυρόξινο σκεύασμα λαχανικών (μτφ. δ. απο την τουρκ. tursu = τουρσί)
ξυλακτίνα: [η] (ξύλο + ακτίνα) ξύλινη ακτίνα τροχού τών παλαιών αμαξών (μτφ. δ. απο την τουρκ. parmak = παρμάκι)
Ο
ογδήκιστο: [το] (οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ)
οδοθρόμβωση: [η] (οδός + θρόμβωση) ακινητοποίηση αυτοκινήτων λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (μτφ. δ. απο τη γαλλική embouteillage = μποτιλιάρισμα) (© κάποιος_Νίκος)
οδόνιο: [το] (οδός + -όνιο) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης του μήκους, το Πλανκ μήκος (σημ. δ. απο τη γερμανική Planck-Länge = μήκος Πλανκ) (© Spiros252)
οδορροπηξία: [η] (οδός + ῥέω + πήγνυμι) το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton)
οδυσσεϊσμός: [ο] (Οδυσσέας + -ισμός) η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh) (© fagano)
οδωστισμός: [ο] (οδός + ωστίζομαι) το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton)
οθόνηβος: [ο] (οθόνη + ἥβη) έφηβος που στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με το διαδίκτυο ή με ηλεκτρονικά παιχνίδια και είναι έτσι προσκολλημένος στην οθόνη του υπολογιστή του (μτφ. δ. απο την αγγλική screenager)
οθονοσκόπιο: [το] (οθόνη + -σκόπιο) διαδραστική οθόνη διαστημοπλοίου που χρησιμεύει για τις τηλεπικοινωνίες, η οποία σε λειτουργία αναμονής απεικονίζει όσα θα έδειχνε ένα παράθυρο στη θέση της (μτφ. δ. απο την αγγλική viewscreen)
οικειόσυμπαν: [το] (οικείος + σύμπαν) σύμπαν στο οποίο ισχύουν οι γνωστοί φυσικοί νόμοι, σε αντίθεση με άλλα σύμπαντα μέσω των οποίων είναι δυνατά τα ταξίδια στο χρόνο ή οι μετακινήσεις με ταχύτητες μεγαλύτερες του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική normal space)
οικοδιάκονος: [ο] (οίκος + διάκονος) πολύ κοντινός, οικείος φίλος (μτφ. δ. απο την αγγλική home boy) (© κάποιος_Νίκος)
οικοκασσάνδρα: [η] (οικολογία + Κασσάνδρα) (ε.φ.) άτομο που προλέγει οικολογικές καταστροφές (μτφ. δ. απο την αγγλική doomwatcher)
οικόπαιδο: [το] (οίκος + παίς) πολύ κοντινός, οικείος φίλος (μτφ. δ. απο την αγγλική home boy) (© Σπυρος)
οικουμενόδισκος: [ο] (οικουμένη + δίσκος) (ε.φ.) υποθετική κατοικούμενη μεγακατασκευή δισκοειδούς σχήματος που καταλαμβάνει όλο το επίπεδο ενός ηλιακού συστήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική Alderson disk)
οιναλαμπή: [η] (οίνος + αναλαμπή) ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε θα μπορούσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© Ju-87)
οινοφάνεια: [η] (οίνος + -φάνεια) ιδεά η οποία ακούγεται τόσο παράλογη ώστε να μπόρεσε να γεννηθεί μόνο υπο την επήρεια οινοπνεύματος (μτφ. δ. απο τη γερμανική schnapsidee) (© άραξον)
οκλαδονέστιο: [το] (οκλαδόν + εστία) χαμηλό, στρόγγυλο τραπέζι γύρω απο το οποίο καθονται στο πάτωμα, το χαμοτράπεζο (μτφ. δ. απο την τουρκ. sofra = σοφράς)
οκταδυφίο: [το] (οκτώ + δυφίο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 8 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική byte = μπάιτ) (© Spiros252)
οκτακισογδήκιστο: [το] (οκτάκις + οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 42η byte
οκτωδία: [η] (οκτώ + ωδή) μουσική σύνθεση για οχτώ όργανα ή φωνές (μτφ. δ. απο την ιταλική ottetto = οκτέτο)
ολεσίαστρο: [το] (ὄλλυμι + άστρο) (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει ένα ολόκληρο άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική star destroyer)
ολεσίκοσμο: [το] (ὄλλυμι + κόσμος) (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει έναν ολόκληρο πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-buster)
ολογράφωνο: [το] (ολόγραφο + -φωνο) συσκευή τηλεπικοινωνίας όπου οι συνομιλούντες απεικονίζονται σε ολόγραμμα (μτφ. δ. απο την αγγλική comlink)
ομαδοδιαχωριστής: [ο] (ομάδα + διαχωριστής) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική filet = φιλέ) (© Ju-87)
ομόδεμα: [το] (ὁμός + δέμα) ενιαίο σύνολο απόψεων, προτάσεων, όρων κ.λ.π. (μτφ. δ. απο την ιταλική pacchetto = πακέτο)
ομόδεσμος: [ο] (ὁμός + δεσμός) δέσμη από ομοειδή πράγματα (μτφ. δ. απο την ιταλική mazzo = μάτσο)
ομοιένδυμα: [το] (όμοιος + ένδυμα) γυναικείο ένδυμα, αποτελούμενο από σακάκι και φούστα (ή παντελόνι) του ίδιου στιλ (μτφ. δ. απο τη γαλλική tailleur = ταγέρ) (© Ju-87)
ομοιόπλεγμα: [το] (όμοιο + πλέγμα) δικτυωτό κατασκεύασμα σε ομοιόμορφο, επαναλαμβανόμενο μοτίβο (μτφ. δ. απο την αγγλική lattice)
ομόσκοπο: [το] (ὁμός + σκοπός) σύνολο αντικειμένων που χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό (μτφ. δ. απο την τουρκ. takim = τακίμι)
ομόσυμπαν: [το] (ὁμός + σύμπαν) (ε.φ.) φανταστικός κόσμος στον οποίο εκτυλίσσονται τα έργα πολλών συγγραφεών (μτφ. δ. απο την αγγλική shared world)
ομόυφο: [το] (ὁμός + ὑφή) σύνολο ρούχων από το ίδιο ύφασμα, που περιλαμβάνει παντελόνι,σακάκι και μερικές φορές γιλέκο (μτφ. δ. απο την ιταλική costume = κοστούμι)
ομφαλεφιστόντας: [ο] (ομφαλός + εφιστών) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
οπισθηρίδα: [η] (όπισθεν + έρεισμα) στάση που παίρνει ένα τετράποδο ζώο όταν στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του, ή οδήγηση ενός δίτροχου οχήματος με τον μπροστινό τρόχο να σηκώνεται στον αέρα (μτφ. δ. απο την ιταλική suso = σούζα)
οπογλύκισμα: [το] (οπός + γλύκισμα) ημιδιαφανές γλύκισμα που γίνεται κυρίως με τη χρήση ζελατίνης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gelee = ζελέ) (© Ju-87)
οπωράμμιλος: [η] (οπώρα + άμμιλος [τούρτα]) είδος γλυκού με ζύμη και κρέμα, γαρνιρισμένο με μαρμελάδα, φρούτα ή άλλα υλικά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tarte = τάρτα)
οπωρογλυχύαλος: [ο] (οπώρα + γλυκό + ὓαλος) γλύκισμα όπου τα φρούτα περιβάλλονται απο ένα στρώμα λιωμένης διαφανούς ζάχαρης (μτφ. δ. απο τη γαλλική fruit glacé = φρουί γκλασέ)
οργανωσιοκόμος: [ο] (οργάνωση + -κόμος) άτομο που προγραμματίζει, διοργανώνει και διευθύνει διάφορες εκδηλώσεις (μτφ. δ. απο την αγγλική event manager)
ορέξοινος: [ο] (όρεξη + οίνος) (γαστρονομία) (αλκοολούχο) ποτό που το πίνουμε πριν από κάποιο γεύμα, προκειμένου να μας ανοίξει η όρεξη (μτφ. δ. απο τη γαλλική apéritif = απεριτίφ)
ορθηλάγρα: [η] (όρθια + θήλυ + άγρα) ερωτική στάση κατα την οποία μία γυναίκα βασταζομένη διασκελώς στον αέρα απο δύο όρθιους άνδρες, συνουσιάζεται κατα φύσιν και παρα φύσιν απ' αυτούς ταυτοχρόνως [κατα το ηλάγρα = τανάλια] (μτφ. δ. απο την αγγλική standing double penetration)
ορμηφορίζω: [ρ.] (ορμή + φόρα) το να κινούμαι με αυτοκίνητο με την ορμή που έχει αποκτήσει χωρίς να χρησιμοποιείται η ισχύς του κινητήρα του (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
οροφόλυχνο: [το] (οροφή + λύχνος) είδος πολύφωτου της οροφής (μτφ. δ. απο τη γαλλική plafonnier = πλαφονιέρα)
οροφότιμο: [το] (οροφή + τιμή) η μέγιστη τιμή πώλησης - διάθεσης αγαθών, ή υπηρεσιών (μτφ. δ. α πο τη γαλλική plafond = πλαφόν)
ορυοτοξίνεση: [η] (ορύα [λουκάνικο] + τοξίνη + ένεση) αισθητική επέμβαση για την αντιμετώπιση των ρυτίδων του προσώπου με την έγχυση ειδικής πρωτεΐνης σε κατάλληλα σημεία (μτφ. δ. απο την αγγλική botox = μπότοξ)
ορφανίτης: [ο] (ορφανός + -ίτης) πλανήτης μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο, περιφερόμενος στο σύμπαν (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue planet) (© clot)
ορφνέψημα: [το] (ὀρφνός [σκουρόχρωμος] + ἕψημα) το ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. kahve = καφές) (© Ju-87)
ορφνεψηματοπωλείο: [το] (ὀρφνός + ἕψημα + πωλώ) χώρος αναψυχής, συνήθως για άντρες, όπου σερβίρεται κυρίως καφές, αναψυκτικά και γλυκά του κουταλιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. kahvehane = καφενείο) (© Ju-87)
ορφνυδροποιητής: [ο] (ὀρφνός + ὕδωρ + ποιώ) οικιακή συσκευή που φτιάχνει το ρόφημα του καφέ (μτφ. δ. απο την ιταλική caffettiera = καφετιέρα) (© Ju-87)
ορφνυδροπωλείο: [το] (ὀρφνός + ὕδωρ + πωλώ) χώρος αναψυχής, συνήθως για άντρες, όπου σερβίρεται κυρίως καφές, αναψυκτικά και γλυκά του κουταλιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. kahvehane = καφενείο) (© Ju-87)
ορφνυδροσκόπος: [ο] (ὀρφνός + ὕδωρ + σκοπέω) αυτή που προσπαθεί να μαντέψει τα μελλούμενα μέσα από το υπόλειμμα του καφέ στο φλυτζάνι (μτφ. δ. απο την τουρκ. kahveci = καφετζού) (© Ju-87)
οστεοσυνδετίνη: [η] (οστό + συνδέω) συνδετική πρωτεΐνη των οστεϊκών κυττάρων (μτφ. δ. απο την αγγλική osteonectin = οστενεκτίνη) (© Ju-87)
ουδετερονιακό: [το] (ουδετερόνιο + -ιακό) υλικό αποτελούμενο μόνο απο νετρόνια (μτφ. δ. απο την αγγλική neutronium)
ουδετερονίδα: [η] (ουδετερόνιο + ίδα) (ε.φ.) σπαθί του οποίου η λεπίδα αποτελείται απο καθαρά νετρόνια (μτφ. δ. απο την αγγλική neutronium sword)
ουραναπός: [ο] (Ουρανός + -απός) (ε.φ.) κάτοικος του πλανήτη Ουρανού (μτφ. δ. απο την αγγλική uranian)
οφθαλμεταιρικό: [το] (οφθαλμός + εταιρικός) αυτό που ταιριάζει οπτικά με κάτι άλλο (μτφ. δ. απο τη γαλλική assorti = ασορτί)
οχηματέλαιο: [το] (όχημα + έλαιο) υγρό με πτητική κι εύφλεκτη ιδιότητα και με χαρακτηριστική και έντονη οσμή, το οποίο παράγεται από την επεξεργασία του αργού πετρελαίου και χρησιμοποιείται ως καύσιμο σε μηχανές εσωτερικής καύσεως (μτφ. δ. απο τη γερμανική benzin = βενζίνη) (© Ju-87)
οχηματοσυσσώρευση: [η] (όχημα + συσσώρευση) το μποτιλιάρισμα- φάντασμα που δημιουργείται όχι λόγω ελάττωσης των λωρίδων κυκλοφορίας αλλά λόγω αναμεταδιδόμενης ελάττωσης της ταχύτητας των οχημάτων (μτφ. δ. απο την αγγλική jamiton) (© stavmanr)
οχηματοφαγείο: [το] (όχημα + -φαγείο) αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά (μτφ. δ. απο την ιταλική cantina = καντίνα)
οχλοβάτεμα: [το] (όχλος + βατεύω) ταυτόχρονη ερωτική-συναινετική συνεύρεση πολλών ανδρών με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική gangbang)
οψηδίκευμα: [το] (ὄψον + ειδίκευμα) εκλεκτό φαγητό ή γλυκό που παρασκευάζεται με ιδιαίτερο τρόπο, καθετί που απαιτεί ιδιαίτερη ικανότητα και γνώση για να γίνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική spécialité: = σπεσιαλιτέ)
οψοδώρημα: [το] (ὄψον + δώρο) δώρο, κυρίως από είδη φαγώσιμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. peskes = πεσκέσι)
οψοκομίζω: [ρ.] (ὄψον + κομίζω) το να προσφέρω φαγητό ή ποτό σε κάποιον (μτφ. δ. απο την ιταλική servire = σερβίρω)
οψοκόμιστρο: [το] (ὄψον + κόμιστρο) το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται σε εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη (μτφ. δ. απο τη γαλλική couvert = κουβέρ)
οψοκόσμηση: [η] (ὄψον + κοσμώ) οτιδήποτε έχει διακοσμητικό σκοπό σε γεύμα ή κείμενο (μτφ. δ. απο τη γαλλική garnir = γαρνίρισμα)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης