Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Πι

Πήγαινε κάτω

Πι                               Empty Πι

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:12

Π
παγκαλάκος: [ο] (Πάγκαλος [Θεόδωρος] + -άκος) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© clot)
παγωπώρα: [η] (πάγος + οπώρα) είδος παγωτού από χυμό φρούτων (μτφ. δ. απο την ιταλική granita = γρανίτα)
παλιλλόγχιο: [το] (πάλιν + λόγχη) (ε.φ.) αγχέμαχο όπλο με παλλόμενη λόγχη (μτφ. δ. απο την αγγλική vibroblade)
παλινδρομόπτωση: [η] (παλίνδρομος + πίπτω) άλμα από μια ψηλή κατασκευή με τον αθλητή δεμένο με ελαστικό σκοινί (μτφ. δ. απο την αγγλική bungee jumping = μπάντζι τζάμπινγκ) (© Ju-87)
παλλυχοδόγραμμα: [το] (παν + λύκη + ὁδός + γράμμα) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ)
παλλυχοδογράφος: [ο] (παν + λύκη + ὁδός + γράμμα) άτομο που αποστέλνει διαφημίσεις σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις χωρίς εξουσιοδότηση απο τους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική spammer = σπάμερ)
πάλμοιστρο: [το] (παλμός + οίστρος) (ε.φ.) όπλο χειρός που εκσφενδονίζει ριπές πλασματοποιημένου αερίου μέσω παλμών συμφασικής, μονοχρωματικής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική blaster)
παλμοιστροβολώ: [ρ.] (παλμός + οίστρος + βολώ) το να πυροβολώ με πάλμοιστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική blast off)
παμβελτιωτής: [ο] (παν + βελτιώνω) (ε.φ.) παρασκεύασμα που βελτιώνει την αντοχή, τη δύναμη, την ταχύτητα και γενικά τις σωματικές και διανοητικές ικανότητες ενός ατόμου (μτφ. δ. απο την αγγλική stim)
παναφανιστής: [ο] (παν + αφανίζω) πόλεμος που καταστρέφει έναν ολόκληρο πολιτισμό (μτφ. δ. απο την αγγλική blowup)
πανδουρίσκος: [ο] (πανδούρα + -ίσκος) τρίχορδο μουσικό όργανο με μικρό αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ σχετικά μπράτσο που συχνά συνοδεύει το μπουζούκι σε λαϊκές ορχήστρες (μτφ. δ. απο την τουρκ. baglama = μπαγλαμάς)
πανεδροκίνητο: [το] (παν + έδρα + κινητό) είδος οχήματος με πολλές θέσεις για επιβάτες και σχεδόν ελάχιστο χώρο για όρθιους (μτφ. δ. απο την αγγλική pulman = πούλμαν) (© Ju-87)
πανεδροφορείο: [το] (παν + έδρα + φέρω) είδος οχήματος με πολλές θέσεις για επιβάτες και σχεδόν ελάχιστο χώρο για όρθιους (μτφ. δ. απο την αγγλική pulman = πούλμαν) (© Ju-87)
πανεκπομπή: [η] (παν + εκπομπή) είδος εκπομπής που αναφέρεται στη αποστολή ενός μηνύματος - πακέτου σε όλους τους δέκτες που ανήκουν στο υποδίκτυο ενός δικτύου υπολογιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική broadcast) (© Spiros252)
πανηλιοσφαιρικός: [ο] (παν + ηλιόσφαιρα) (ε.φ.) επίθ. για κάτι που καταλαμβάνει ή αναφέρεται σε όλη την ηλιόσφαιρα-ένα ηλιακό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική system-wide)
πανήχαυλος: [ο] (παν + ήχος + αυλός) πύραυλος του οποίου η ταχύτητα ξςεπερνάει την πενταπλάσια του ήχου (μτφ. δ. απο την αγγλική hypersonic missile)
πανιστωλεθρία: [η] (παν + ιστός + όλεθρος) ολοκληρωτική πτώση του διαδικτύου (μτφ. δ. απο την αγγλική network collapse)
πανσπερματωπότητα: [η] (παν + σπέρμα + ὤψ) ερωτική πρακτική κατα την οποία πολλοί άνδρες εκσπερματίζουν στο πρόσωπο μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bukkake = μπουκάκε)
παντρυπόγιομα: [το] (παν + τρύπα + γεμίζω) ερωτική πράξη κατα την οποία μία γυναίκα συνουσιάζεται, σοδομίζεται και πεοθηλάζεται ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική airtight sex)
πανυπερηχόβλημα: [το] (παν + υπέρηχος + βλήμα) πύραυλος του οποίου η ταχύτητα ξςεπερνάει την πενταπλάσια του ήχου (μτφ. δ. απο την αγγλική hypersonic missile) (© κάποιος_Νίκος)
πανυπερκάκιστος: [ο] (παν + υπερ + κακός) (ε.φ.) χαρακτήρας μυθιστορήματος ή ταινίας που προσωποποιεί το απόλυτο κακό (μτφ. δ. απο την αγγλική doubleplusungood)
πανυποκαταστάτης: [ο] (παν + υποκαταστάτης) τραπουλόχαρτο που χρησιμοποιείται στη θέση οποιοδήποτε άλλου, έχοντας την ικανότητα να τα υποκαθιστά (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeur = μπαλαντέρ)
πανωφοριοθήκη: [η] (πανωφόρι + θήκη) έπιπλο, κατάλληλα διαμορφωμένο για την προσωρινή τοποθέτηση εξωτερικών ενδυμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική porte‐manteau = πορτμαντό)
παραβολοφόρο: [το] (παραβολή + φέρω) (ε.φ.) διαστημόπλοιο το οποίο ωθείται μέσω ενός ιστίου παραβολικού σχήματος που βάλλεται απο μικροκύματα (μτφ. δ. απο την αγγλική starwisp)
παραγλυκόσταγμα: [το] (παρα + γλυκό + στάγμα) είδος πολύ γλυκού ποτού (μτφ. δ. απο την τουρκ. serbet = σερμπέτι)
παραγρότης: [ο] (παρα + αγρότης) βοηθητικός έκτακτος εργάτης σε ξένα χωράφια (μτφ. δ. απο την τουρκ. perakende = παρακεντές)
παραδαιτυμόνας: [ο] (παρά + δαιτυμών) επισκέπτης που παρουσιάζεται κατά την ώρα τού φαγητού επίτηδες για να τον προσκαλέσουν να παρακαθήσει κι αυτός στο τραπέζι, ανεπιθύμητος μουσαφίρης (μτφ. δ. απο την τουρκ. dalkavuk = νταλκαβούκης)
παράδισκο: [το] (παρα + δίσκος) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
παραιδούμαι: [ρ.] (παρα + αιδούμαι) το να ντρέπεσαι για την επαίσχυντη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος (μτφ. δ. απο τη γερμανική fremdschämen) (© άραξον)
παρακλινοθήκη: [η] (παρα + κλίνη + θήκη) μικρό, συνήθως ξύλινο, έπιπλο, που τοποθετείται δίπλα στο κρεβάτι (μτφ. δ. απο την ιταλική comodino = κομοδίνο)
παράμελλον: [το] (παρα + μέλλον) (ε.φ.) εναλλακτική ροή του χρόνου στο μέλλον (μτφ. δ. απο την αγγλική alternate future)
παραμυθόδοση: [η] (παραμύθα [κοκαΐνη] + δόση) ποσότητα ναρκωτικής σκόνης που ρουφιέται από τη μύτη (μτφ. δ. απο την ιταλική presa = πρέζα)
παραπαύδηση: [η] (παρα + απαύδηση) καθυστερημένα ειπωμένη κατάλληλη απάντηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική l’esprit de l’escalier)
παρασκηνοπέτασμα: [το] (παρα + σκηνή + πέτασμα) το καθένα από τα πλάγια παραπετάσματα στη σκηνή θεάτρου, που αποκρύβουν τη θέα προς τα παρασκήνια (μτφ. δ. απο την ιταλική quinta = κουΐντα)
παράσκληρο: [το] (παρα + σκληρό) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
παρασυρμικός: [ο] (παρα + συρμός) ο εκτός μόδας, o παλιομοδίτικος (μτφ. δ. απο τη γαλλική démodé = ντεμοντέ)
παρατάκτης: [ο] (παρατάσσω + της) (προγραμματισμός) οριοθετημένη ομάδα στοιχείων π.χ. δεδομένων, εντολών προγράμματος ή και διατάξεων ή οργάνων που αντιμετωπίζονται —για κάποιο σκοπό— ως μία οντότητα (μτφ. δ. απο την αγγλική bloc = μπλοκ)
παραφιλογραφία: [η] (παραφιλία + -γραφία) πορνογραφικά κόμικς (μτφ. δ. απο την ιαπωνική hentai = χεντάι) (© Ju-87)
παρεπιβιβασμός: [ο] (παρα + επιβιβασμός) το να σταματάει κάποιος διερχόμενο ιδιωτικό όχημα και να επιβιβάζεται σε αυτό δωρεάν, απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντας με τον αντίχειρά του προς την επιθυμητή κατεύθυνση (μτφ. δ. απο την αγγλική auto‐stop = οτοστόπ)
παρυφισμός: [ο] (παρυφή + -ισμός) πολιτικό δόγμα ή σύστημα τών άκρων, που επιδιώκει την απόλυτη εφαρμογή τών αρχών του και αποκρούει κάθε συμβιβασμό (μτφ. δ. απο τη γαλλική extrémisme = εξτρεμισμός)
παρυφοκέντητο: [το] (παρυφή + κεντητό) κεντημένη διακοσμητική λωρίδα που μπορεί να ραφτεί ως παρυφή υφάσματος, φορέματος ή κουρτίνας (μτφ. απο τη γαλλική bordure = μπορντούρα)
παρυφόκοσμος: [ο] (παρυφή + κόσμος) (ε.φ.) πλανήτης που βρίσκεται στις άκρες ή εκτός του γαλαξία (μτφ. δ. απο την αγγλική rim world)
παρωραλογία: [η] (παρα- + ώρα + -λογία) καθυστερημένα ειπωμένη ή λογιζομένη κατάλληλη απάντηση ή ανέκδοτο (μτφ. δ. απο τη γαλλική l’esprit de l’escalier) (© Ju-87)
παταγοτάραχο: [το] (πάταγος + ταραχή) θορυβώδες επεισόδιο που δημιουργεί πάταγο (μτφ. δ. απο την ιταλική patatrac = πατατράκ)
παυσήμερο: [το] (παύση + ημέρα) ανάπαυση τών μισθωτών κατά τη διάρκεια τής εβδομάδας (μτφ. δ. απο τη γαλλική repos = ρεπό)
πελάγιστος: [ο] (πέλαγος + ιστός) αλιευτικό δίχτυ σχήματος κώνου, που ρίχνεται στα βαθιά της θάλασσας (μτφ. δ. απο την ιταλική a tratta = τράτα)
πελθήλιο: [το] (πέλτη + ἥλιος) η ομβρέλα που προφυλάσει από τις ακτίνες του ηλίου, το αλεξήλιο (μτφ. δ. απο την ιταλική parasole = παρασόλι)
πελθυέτη: [η] (πέλτη + ὑετός) το αλεξίβροχο (μτφ. δ. απο την αγγλική umbrella = ομπρέλα)
πελμίδα: [η] (πέλμα + -ίδα) χαμηλό υπόδημα σε σχήμα κάλτσας από χοντρό ύφασμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. terlik = τερλίκι)
πελμοφαλλία: [η] (πέλμα + φαλλός) σεξουαλική πρακτική κατα την οποία το πέος τρίβεται μέσω των πελμάτων της ερωτικής συντρόφου (μτφ. δ. απο την αγγλική footjob) (© Ju-87)
πενταγύνοιφος: [ο] (πέντε + γυνή + οἴφω) άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται ερωτικά με πέντε γυναίκες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fffffm lucky guy)
πεντακισογδήκιστο: [το] (πεντάκις + οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 33η byte
πεντανδροδόχος: [η] (πέντε + ανήρ + -δόχος) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με πέντε άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmmmmm lady)
πέντασμα: [το] (πέντε + άσμα) μουσική σύνθεση σε πέντε μέρη, σύνολο από πέντε μουσικά όργανα ή πέντε φωνές (μτφ. δ. απο την ιταλική quintetto = κουϊντέτο)
πενταστερίτης: [ο] (πέντε + αστέρας + -ίτης) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα πενταπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumquinary planet)
πεοβελισμός: [ο] (πέος + οβελίας) ερωτική στάση κατα την οποία μια γυναίκα σοδομίζεται απο έναν άντρα και πεοθηλάζει τον άλλον (μτφ. δ. απο την αγγλική sex spit roast)
πεπλόδεστρο: [το] (πέπλο + δένω + -τρο) νηματοειδές επίχρυσο ή αργυρό έλασμα για τη διακόσμηση τού πέπλου τής νύφης (μτφ. δ. απο την τουρκ. otra = οτρά)
περατοφοβία: [η] (πέρας + φόβος) φόβος ή ταραχή που δοκιμάζει κανείς όταν διαπιστώνει πως έχει περάσει ο χρόνος που μπορεί να πραγματοποιήσει κάποια του επιθυμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική torschlusspanik) (© Ju-87)
περησίνωτο: [το] (περι- + ερεισινωτό) αναπαυτικό κάθισμα με πλάτη και μπράτσα, για ένα άτομο (μτφ. δ. απο την ιταλική poltrona = πολυθρόνα)
περιάρτιο: [το] (περι- + άρτος) γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ ,το αμφίψωμο (μτφ. δ. απο την αγγλική sandwich = σάντουιτς) (© stavmanr)
περιαρτοχοίριο: [το] (περι- + άρτος + χοίρος) σάντουιτς με βραστό ή ψητό λουκάνικο (μτφ. δ. απο την αγγλική hot dog = χοτ ντογκ) (© stavmanr)
περιγλάστριο: [το] (περι- + γλάστρα) διακοσμητική θήκη της γλάστρας που συνήθως δεν έχει πάτο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache-pot = κασπό) (© Ju-87)
περιγοφίδα: [η] (περι- + γοφός + -ίδα) κοντό παντελονάκι που μοιάζει με φούστα (μτφ. δ. απο την αγγλική skort)
περιδερίδιο: [το] (περι- + δέρη + -ίδιο) κόσμημα που κρεμιέται από τον λαιμό με λεπτή αλυσίδα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pendentif = παντατίφ)
περιζύμιο: [το] (περι- + ζύμη) είδος κρεατόπιτας με γέμιση από λαχανικά και κρέας, κυνήγι ή ψάρι τα οποία περικλείονται στη ζύμη και ψήνονται στον φούρνο (μτφ. δ. απο τη γαλλική pâté = πατέ)
περιθάμνιο: [το] (περι- + θάμνος) πρόχειρο περίφραγμα από θάμνους και κλάδους όπου σταυλίζονται τα αιγοπρόβατα (μτφ. δ. απο την τουρκ. egrek = γρέκι)
περιθωριωδικός: [ο] (περιθώριο + ωδή) σχετικός με το είδος του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού που έχει ως κύριο όργανο το μπουζούκι και απηχεί επιρροές από τη βυζαντινή, τη δυτική και την ανατολίτικη μουσική (μτφ. δ. απο την τουρκ. rembet = ρεμπέτικος)
περιθωριωδός: [ο] (περιθώριο + ωδή) λαϊκός μουσικός που γράφει, τραγουδά ή παίζει ρεμπέτικα τραγούδια (μτφ. δ. απο την τουρκ. rembet = ρεμπέτης)
περικινητήριο: [το] (περι- + κινητήρας) το μεταλλικό κάλυμμα του αμαξώματος που καλύπτει το χώρο όπου είναι τοποθετημένη η μηχανή του αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική capot = καπό) (© Ju-87)
περικλειθροδόκιο: [το] (περι- + κλείθρο + δοκός) περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tourniquet = τουρνικέ)
περικορμίδα: [η] (περι- + κορμός + -ίδα) εξωτερικό ανδρικό, γυναικείο και παιδικό ένδυμα που περιβάλλει τον κορμό και κλείνει στο στήθος με κουμπιά (μτφ. δ. απο τη γαλλική jaquette = ζακέτα)
περιμαζίδα: [η] (περι- + μαζός [μαστός, ιων.]) το πάνω, συνήθως στενό, μέρος φορέματος που καλύπτει τον θώρακα (μτφ. δ. απο τη γαλλική corsage = κορσάζ)
περιμύγδαλο: [το] (περι- + αμύγδαλο) είδος νηστήσιμου αμυγδαλωτού γλυκίσματος από ζύμη παραγεμισμένη με καρύδι, μέλι κανέλα και άλλα υλικά (μτφ. δ. απο την ιταλική calzone = σκαλτσούνι)
περιπελάγηση: [η] (περι- + πέλαγος) τουριστικό ταξίδι με ειδικό πλοίο που περιπλέει διάφορα μέρη και αγκυροβολεί σε ορισμένα λιμάνια (μτφ. δ. απο τη γαλλική croisière = κρουαζιέρα)
περιπλαναοιδός: [ο] (περιπλανώ + αοιδός) πλανόδιος λυρικός ποιητής και τραγουδιστής τού μεσαίωνα στη Γαλλία, Ισπανία και βόρεια Ιταλία (μτφ. δ. απο τη γαλλική troubadour = τροβαδούρος) (© κάποιος_Νίκος)
περιπλόχμιο: [το] (περι- + πλοχμός) πλαίσιο γύρω από έναν καθρέφτη, πίνακα ζωγραφικής, κ.α. (μτφ. δ. απο την ιταλική quadro = κάδρο)
περιποδέτης: [ο] (περιπόδιο + δένω) γυναικείο εσώρουχο που έχει ιμάντες οι οποίοι συγκρατούν το καλσόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική jarretière = ζαρτιέρα) (© Ju-87)
περίπτυχο: [το] (περι- + πτυχή) φούστα καμπανοειδούς σχήματος με πολλές πτυχώσεις (μτφ. δ. απο τη γαλλική cloche = κλος)
περισκιαγραφή: [η] (περι- + σκιαγράφω) μορφή, άνθρωπος (ή σπανιότερα κάτι άλλο) του οποίου διακρίνεται μόνο το γενικό σχήμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική silhouette = σιλουέτα)
περισκυφίσκιο: [το] (περι- + σκύφος) μεταλλικό δικτυοειδές περίβλημα φλιτζανιού του καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. ζάρφι)
περισωματίδα: [η] (περι- + σώμα + -ίδα) μαγιώ που καλύπτει οπτικά και κρύβει αναγλυφικά όλο το σώμα μιάς γυναίκας και είναι έτσι σύμφωνο με τους κανόνες του Ισλάμ (μτφ. δ. απο την αγγλική burkini)
περιχειροδέτης: [ο] (περιχειρίδα + δέτης) κουμπί ραμμένο ή κινητό που χρησιμοποιείται στα μανίκια υποκαμίσων (μτφ. δ. απο τη γαλλική manchette = μανσέτα + κουμπί = μανικετόκουμπο)
πεσσάλυσος: [η] (πεσσός + άλυσος) παιχνίδι κατά το οποίο στήνονται πλακίδια όρθια το ένα δίπλα στο άλλο, ρίχνεται το πρώτο και στη συνέχεια αρχίζουν να πέφτουν όλα στη σειρά, συμπαρασύροντας το ένα το άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική domino = ντόμινο)
πεταδυφιόγραμμα: [το] (πετa- + δυφίο + γράφω) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 15η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Petabyte) (© Spiros252)
πετανογδήκιστο: [το] (πετα- + οκτώ + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 15η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Petabyte)
πετηλιδέραιο: [το] (πετηλίς + δέρη) είδος λαιμοδέτη που φοριέται με επίσημο ένδυμα και αποτελείται από μια ταινία ύφασμα που δένεται έτσι, ώστε να σχηματίζονται δυο συμμετρικοί φιόγκοι (μτφ. δ. απο τη γαλλική papillon = παπιγιόν) (© Ju-87)
πετηλιδόκομβος: [ο] (πετηλίς + κόμβος) τρόπος δεσίματος κορδέλλας κ.λπ. με διπλή θηλιά κι εύκολο λύσιμο, σε σχήμα πεταλούδας (μτφ. δ. απο την ιταλική fiocco = φιόγκος) (© Ju-87)
πετόδισκος: [ο] (πετώ + δίσκος) παιχνίδι ή άθλημα στο οποίο χρησιμοποιείται ένας δίσκος που ρίπτεται περιστροφικά και επιστρέφει στον παίκτη (μτφ. δ. απο την αγγλική frisbee) (© Ju-87)
πετοσφαίριστος: [ο] (πετόσφαιρα + ιστός) (αθλητισμός) το δίχτυ που χρησιμοποιείται σαν διαχωριστικό σε διάφορα αθλήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλική filet = φιλέ)
πετρορρηκτοδομώ: [ρ.] (πετρορρήκτης + δομώ) το να ετοιμάζω υπόνομο με γόμωση για έκρηξη (μτφ. δ. απο την ιταλική minare = μινάρω)
πηνήθερος: [ο] (πήνη + θέρος) (η) είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pareo = παρεό) (© Ju-87)
πηνίσκη: [η] (πήνη + -ίσκη) βιομηχανικό προϊόν που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες κατά την έμμηνη ρύση (σημ. δ. απο τη γαλλική serviette = σερβιέτα)
πηνοτυλιχτής: [ο] (πήνη + τυλίγω) τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων (μτφ. δ. απο την τουρκ. bohca = μποξάς)
πηχεοπλία: [η] (πῆχυς + ὅπλον) (ε.φ.) εξάρτημα τμηματικού εξωσκελετού που μπορεί και να φορειέται ακόμη και σαν γάντι (μτφ. δ. απο την αγγλική body-waldo)
πηχθηδές: [το] (πηκτός + ἡδύς) είδος γλυκίσματος που γίνεται με αλεύρι, αβγά και ζάχαρη (μτφ. δ. απο τη γαλλική poudingue = πουτίγκα)
πηχθήδυγρο: [το] (πηκτός + ἡδύς + υγρό) πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης (μτφ. δ. απο την τουρκική sirop = σιρόπι)
πήχθυδρο: [το] (πηκτό + ὕδωρ) ημιδιαφανές γλύκισμα που γίνεται κυρίως με τη χρήση ζελατίνης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gelee = ζελέ)
πιλέχιδνα: [η] (πίλος + έχιδνα) είδος δηλητηριώδους φιδιού της Iνδίας και της Aφρικής. Το χαρακτηριστικό του είναι ότι σηκώνει το μπροστινό μέρος του και το απλώνει σχηματίζοντας μια καλύπτρα (μτφ. δ. απο την πορτογαλική cobra = κόμπρα) (© Ju-87)
πιλόδεσμος: [ο] (πίλος + δεσμός) κάλυμμα τού κεφαλιού σε πολλούς μουσουλμανικούς λαούς, πλατιά λωρίδα υφάσματος που τυλίγεται στο κεφάλι, το σαρίκι (μτφ. δ. απο τη γαλλική turban = τουρμπάνι)
πιλοθύσανος: [ο] (πίλος + θύσανος) η φούντα του φεσιού (μτφ. δ. απο την τουρκ. papazi = παπάζι)
πιλόνυμφο: [το] (πίλος + νύμφη) γυναικείο νυφικό μαντίλι για την κεφαλή (μτφ. δ. απο τη γαλλική coiffe = κουάφ)
πιλοπέπονας: [ο] (πίλος + πέπων) επίσημο κοντό, στρογγυλοειδές καπέλο με περιφερειακό γείσο (μτφ. δ απο τη γαλλική melon = μελόν)
πινακοστοά: [η] (πίνακας + στοά) εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη (μτφ. δ. απο τη γαλλική atelier = ατελιέ)
πινακότυπο: [το] (πίνακας + -τυπο) τυπογραφική αναπαραγωγή ζωγραφικού πίνακα (μτφ. δ. απο τη γαλλική reproduction = ρεπροντιξιόν)
πινακώθονο: [το] (πίνακας + οθόνη) είδος φορητού υπολογιστή, μικρών διαστάσεων, χωρίς πληκτρολόγιο και με οθόνη αφής (μτφ. δ. απο την αγγλική tablet = τάμπλετ)
πλαγιαυλίσκος: [ο] (πλαγίαυλος + -ίσκος) μικρός πλαγίαυλος στη μουσική (μτφ. δ. απο την ιταλική piccolo = πίκολο)
πλαισιοκρηπίδα: [η] (πλαίσιο + κρηπίδα) το κάτω μέρος της πόρτας η παραθύρου (μτφ. δ. απο την τουρκ. pervaz = περβάζι)
πλακωθέλικας: [ο] (πλακωτός + ἓλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
πλανέμιος: [ο] (πλάνη + -έμιος) πλανήτης μη ευρισκόμενος σε τροχιά γύρω απο άστρο, περιφερόμενος στο σύμπαν (μτφ. δ. απο την αγγλική rogue planet) (© Spiros252)
πλανητοπάγιος: [ο] (πλανήτης + πάγιος) (ε.φ.) άτομο το οποίο δεν έχει ή δεν επιθυμεί να ταξιδέψει εκτός του πλανήτη όπου κατοικεί (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-bound)
πλανητωλετήρας: [ο] (πλανήτης + ολετήρας) (ε.φ.) όπλο ικανό να καταστρέψει έναν ολόκληρο πλανήτη (μτφ. δ. απο την αγγλική planet-buster)
πλανώπισθος: [η] (πλάνη + οπίσθια) γυναίκα της οποίας η πίσω όψη είναι όμορφη και απογοητεύει όταν δείχνει το πρόσωπό της (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bakkushan) (© Ju-87)
πλασμοβόλο: [το] (πλάσμα + βολή) (ε.φ.) όπλο χειρός που εκσφενδονίζει ριπές πλασματοποιημένου αερίου μέσω παλμών συμφασικής, μονοχρωματικής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική blaster) (© Ju-87)
πλασμοπίστολο: [το] (πλάσμα + πιστόλα) (ε.φ.) όπλο χειρός που εκσφενδονίζει ριπές πλασματοποιημένου αερίου μέσω παλμών συμφασικής, μονοχρωματικής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική blaster) (© killerbee)
πλαστόπιθος: [ο] (πλαστικός + πίθος) δοχείο για μεταφορά υγρών (μτφ. δ. απο τη γαλλική bidon = μπιτόνι)
πλεκτραπέζιο: [το] (πλεκτό + επιτραπέζιο) είδος εργόχειρου, κεντητού ή πλεκτού (με βελονάκι), που στρώνεται κυρίως σε τραπέζι, τηλεόραση, δίσκο σερβιρίσματος κ.α. (μτφ. δ. απο τη γαλλική chemin = σεμέν)
πλεξιδόκομο: [το] (πλεξίδα + κόμη) κόμμωση όπου όλα τα μαλλιά πλέκονται σε πολλές και μικρές πλεξούδες (μτφ. δ. απο την αγγλική raster = ράστα) (© Ju-87)
πλεχθόριο: [το] (πλεκτο + ὅριο) λεπτό διάτρητο πλέγμα από λινή, μεταξωτή ή βαμβκερή κλωστή και με επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά μοτίβα (μτφ. δ. απο τη γαλλική dentelle = δαντέλα)
πλεχθοριοειδές: [το] (πλεκτο + ὅριο) δικτυωτό ύφασμα, απομίμηση δαντέλας που χρησιμοποιείται για κουρτίνες και στορ (μτφ. δ. απο τη γαλλική guipure = γκιπούρ)
πλεχθυπόστρωμα: [το] (πλεκτός + ὑπόστρωμα) είδος μετάλλινου πλέγματος με ελατήρια, πάνω στο οποίο τοποθετείται το στρώμα τού κρεβατιού (μτφ. δ. απο τη γαλλική sommier = σομιές)
πληθοφοβία: [η] (πλήθος + φόβος) φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν εμφανίζεται σε πολύ κόσμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ) (© Ju-87)
πληθοφορείο: [το] (πλήθος + φέρω) είδος οχήματος με πολλές θέσεις για επιβάτες και σχεδόν ελάχιστο χώρο για όρθιους (μτφ. δ. απο την αγγλική pulman = πούλμαν) (© mec)
πληκτρολόγραμμα: [το] (πληκτρολόγιο + ολόγραμμα) πληκτρολόγιο του οποίου τα πλήκτρα είναι ολογράμματα (μτφ. δ. απο την αγγλική projection keyboard)
πληρόλυση: [η] (πλήρης + λύση) εγχειρίδιο όπου καταγράφεται η ολοκληρωτική λύση ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού (μτφ. δ. απο την αγγλική walkthrough)
πληροφοριοκοίλι: [το] (πληροφορία + κοιλιά) (ε.φ.) μακροσκελές επεξηγηματικό κείμενο εντός ενός μυθιστορήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική infodump)
πληροφοριοπίνακας: [ο] (πληροφορία + πίνακας) πίνακας με διάφορα όργανα ή μετρητές (μτφ. δ. απο τη γαλλική tableau = ταμπλώ) (© Ju-87)
πλινθόνιο: [το] (πλίνθος + -όνιο) ηλεκτρικά φορτισμένο στοιχειώδες σωματίδιο από το οποίο δημιουργούνται τα βαρυόνια και τα μεσόνια, επίσης σωματίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική quark = κουάρκ) (© Ju-87)
πλοκαδοφενάκη: [η] (πλοκάδα + φενάκη) θύσανος φτιαγμένος από τρίχες (τεχνητές ή φυσικές) που φοριέται πρόσθετα στην (γυναικεία) κόμη (μτφ. δ. απο τη γαλλική postiche = ποστίς)
πλοκαμόφθαλμο: [το] (πλοκάμι + οφθαλμός) (ε.φ.) εξωγήινο τερατόμορφο ον με μορφή χταποδιού και πολλά μάτια (μτφ. δ. απο την αγγλική dalek = ντάλεκ) (© Ju-87)
πλοκογραφία: [η] (πλοκή + -γραφια) το κείμενο που περιγράφει αναλυτικά την πλοκή, τις σκηνές και τους διαλόγους μιας κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής ταινίας (μτφ. δ. απο την ιταλική scenario = σενάριο)
πλουσιάμαξο: [το] (πλούσιος + αμάξι) πολυτελές αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική limousine = λιμουζίνα)
πνευματομιλητής: [ο] (πνεύμα + ομιλώ) μάγος, ιερέας, εκπρόσωπος αρχέγονης, παγανιστικής θρησκείας (μτφ. δ. απο τη γαλλική chaman = σαμάνος) (© Ju-87)
πνευματοσύγκραση: [η] (πνεύμα + συν + κράση) (ε.φ.) διαδικασία κατα την οποία ενώνονται δύο νοημοσύνες (μτφ. δ. απο την αγγλική mind-meld)
πνευματραπισμός: [ο] (πνεύμα + άτραπος + -ισμός) θρησκεία η οποία υποστηρίζει πως δείχνει στον άνθρωπο ένα μονοπάτι που τον οδηγεί στην απόλυτη ελευθερία (μτφ. δ. απο την αγγλική scientology = σαϊεντολογία) (© Ju-87)
ποδομηχανήλατο: [το] (πους + μηχανή + ἐλαύνω) ποδήλατο με προωθητικό κινητήρα (μτφ. δ. απο την ιταλική motosacco = μοτοσακό)
πόθητρο: [το] (πόθος + -τρο) αντικείμενο, ένδυμα ή μέλος σώματος που για τον φετιχιστή είναι φορέας γενετήσιας διέγερσης (μτφ. δ. απο την αγγλική fetish = φετίχ)
ποθητροπάθεια: [η] (πόθητρον + -πάθεια) μορφή παραφιλίας που συνίσταται στην ερωτική προσκόλληση σε ένα άψυχο αντικείμενο ή σε ένα μη ερωτικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος (μτφ. δ. απο την αγγλική fetishism = φετιχισμός)
ποθοκλύζομαι: [ρ.] (πόθος + κλύζομαι) το να κατακυριεύομαι απο πόθο (μτφ. δ. απο την τουρκ. merak = μερακλώνομαι)
ποικίλθυφο: [το] (ποικιλτός + ὑφή) βαρύ ύφασμα, πλούσια διακοσμημένο, συχνά με μετάξι και με χρυσά ή ασημένια κεντήματα (μτφ. δ. απο τη γαλλικη brocart = μπροκάρ)
ποιμενοφόρι: [το] (ποιμήν + -φόρι) πανωφόρι με κουκούλα από χοντροϋφασμένο μάλλινο ύφασμα, που συνήθως φορούν οι γεωργοί ή βοσκοί (μτφ. δ. απο την τουρκ. aba = αμπάς) (© Ju-87)
πολτωπώρα: [η] (πολτός + ὀπώρα) πολτώδες γλυκό παρασκεύασμα φτιαγμένο από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη (μτφ. δ. απο την αγγλική marmelade = μαρμελάδα)
πολυγίγγλυμο: [το] (πολύ + γίγγλυμος) ρομπότ που έχει το σχήμα βραχίονα και χρησιμοποιείται κυρίως ως συναρμολογητής αυτοκινήτων (μτφ. δ. απο την αγγλική arms & grippers robots)
πολύκρουση: [η] (πολύ + κρούση) η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα) (© stavmanr)
πολυπτυχίδα: [η] (πολύ + πτυχή + -ίδα) είδος ρούχων, κυρίως γυναικείων, με περίσσεια υφάσματος η οποία αφήνεται να πέφτει δημιουργώντας δίπλες για λόγους μόδας (μτφ. δ. απο τη γαλλική drapé = ντραπέ)
πολυτιμοειδές: [το] (πολύτιμο + -ειδές) κόσμημα που δεν είναι κατασκευασμένο από πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους ή από ευγενή μέταλλα, αλλά μοιάζει σαν να είναι (μτφ. δ. απο τη γαλλική faux bijou = φο μπιζού)
πολυφυλλόθηκο: [το] (πολύ + φύλλο + θήκη) θήκη για μικρές μερίδες φαγητού, φτιαγμένη απο ψημένη σφολιάτα (μτφ. δ. απο τη γαλλική vol‐au‐vent = βολοβάν)
ποντόμακρα: [επίρρ.] (πόντος + μακριά) (ναυτικός όρος) σε μακρινή απόσταση από την ακτή (μτφ. δ. απο την ιταλικη alla larga = αλάργα)
πορειόπηνος: [ο] (πορεία + πήνος) πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο (μτφ. δ. απο τη γαλλική panneau = πανό)
πορνοδότης: [ο] (πόρνος + δίδωμι) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Οργισμένος)
πορπίσκη: [η] (πόρπη + -ίσκη) λεπτεπίλεπτο μεταλλικό λαμπερό έλασμα, συνήθως στρογγυλό, με μια μικρή τρύπα στο κέντρο του, που χρησιμοποιείται μαζί με άλλα για να στολίσει ένα ένδυμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική paillette = παγιέτα)
ποσειδωνάποικος: [ο] (Ποσειδών + άποικος) κάτοικος του πλανήτη Ποσειδώνα (μτφ. δ. απο την αγγλική neptunian)
προβολίκριο: [το] (προβολέας + ίκριο) η σειρά τών φώτων σε όλο το πλάτος τού προσκηνίου ενός θεάτρου, από τις δύο μεριές τού υποβολείου (μτφ. δ. απο τη γαλλική rampe = ράμπα)
προβυθανάσπαστα: [επιρρ.] (προ + βυθός + ανάσπαστος) (ναυτικός όρος) κατάσταση κατά την οποία η άγκυρα πλοίου φέρεται έξω από τη θέση της, κρεμασμένη, έτοιμη για πόντιση (μτφ. δ. απο την ιταλική a picco = απίκο)
προεκτάτης: [ο] (προεκτείνω + -της) καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
προθετήριο: [το] (προ + τίθημι) μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση (μτφ. δ. απο την ιταλική banco = πάγκος)
προθηκοεξώστης: [ο] (προθήκη + εξώστης) σκεπαστός εξώστης σε πρόβολο κλεισμένος ολόγυρα με τζάμια, αρχιτεκτονικό στοιχείο σπιτιών της εποχής της Τουρκοκρατίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. sahnisin = σαχνισί)
προϊδεοποίηση: [η] (προϊδεάζω + ποιώ) σύντομη κινηματογραφική ταινία που περιέχει επιλεγμένες σκηνές ή άλλα ενημερωτικά στοιχεία και προβάλλεται με διαφημιστικό σκοπό (μτφ. δ. απο την αγγλική trailer = τρέιλερ)
προκεφάλαιο: [το] (προ + κεφάλαιο) αρχικό χρηματικό κεφάλαιο επιχείρησης (μτφ. δ. απο την τουρκ. sermaye = σερμαγιά)
προμελόδραμα: [το] (προ + μελόδραμα) αυτόνομη μουσική σύνθεση που ακούγεται συνήθως πριν σηκωθεί η αυλαία, σε μία όπερα ή σε ένα ορατόριο (μτφ. δ. απο τη γλλική ouverture = ουβερτούρα)
προμηθαποδόχος: [ο] (προμήθεια + αποδόχος) πρόσωπο που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορεύματα στην αγορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική placier = πλασιέ)
πρόρρυθμα: [επιρρ.] (προ + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επαναφορά του ρυθμού, συγκεκριμένα στον πρώην ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική a battuta = α μπατούτα)
προσβλήτρωση: [η] (προς + βλήτρο + -ώση) πρόσδεση διαστημοπλοίου σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking) (© Spiros252)
προσδετώλισβος: [ο] (προσδετός + ὄλισβος) προσδεόμενο ομοίωμα πέους (μτφ. δ. απο την αγγλική strapon = στράπον)
προσδοτικό: [το] (προσδίδω + -ικο) οπτικό, ηχητικό ή άλλο στοιχείο (σε κινηματογραφικό έργο, θεατρική παράσταση κ.λπ.) που (με εντυπωσιακό συνήθως τρόπο) τραβά την προσοχή κάποιου ή προσδίδει αληθοφάνεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική effet = εφέ)
προσέγερση: [η] (προς + έγερση) στάση που παίρνει ένα τετράποδο ζώο όταν στηρίζεται μόνο στα δύο πίσω πόδια του, ή οδήγηση ενός δίτροχου οχήματος με τον μπροστινό τρόχο να σηκώνεται στον αέρα (μτφ. δ. απο την ιταλική suso = σούζα)
προσεγκριτοδείκτης: [ο] (προς + έγκριτος + -δείκτης) λειτουργία ιστοσελίδων κοινωνικής δικτύωσης η οποία προσμετράει των αριθμό των χρηστών οι οποίοι επευφημούν ή εγκρίνουν την ανάρτηση ενός γεγονότος, μιάς φωτογραφίας ή ενός αποφθέγματος (μτφ. δ. απο την αγγλική like counter)
προσεισφράγιση: [η] (προς + εις + σφράγιση) πρόσδεση διαστημοπλοίου σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking)
προσευμένεια: [η] (προς + ευμένεια) συναίσθημα χαράς για κάτι αναμενόμενα ευχάριστο (μτφ. δ. απο τη γερμανική vorfreude) (© άραξον)
προσευχοκλήτης: [ο] (προσευχή + καλώ) θρησκευτικός λειτουργός των μουσουλμάνων που καλεί από το μιναρέ του τζαμιού τους πιστούς σε προσευχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. muezzin = μουεζίνης)
προσκομβιώνω: [ρ.] (προς + κομβίον) το να προσδένω διαστημόπλοιο σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking) (© Dwarven Blacksmith)
προσκομβίωση: [η] (προς + κομβίον) πρόσδεση διαστημοπλοίου σε διαστημικό σταθμό (μτφ. δ. απο την αγγλική space docking) (© Dwarven Blacksmith)
προσκομβιωτήρας: [ο] (προς + κομβίον + -τηρ) (ε.φ.) μηχανισμός πρόσδεσης διαστημοπλοίων (μτφ. δ. απο την αγγλική landing cradle)
προσοχοεπαίτης: [ο] (προσοχή + επαίτης) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© Άχθος Αρούρης)
προσοχοζήτης: [ο] (προσοχή + ζητώ) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
προσοχοζήτηση: [η] (προσοχή + ζητώ) το να επιζητεί κάποιος να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whoring = ατενσιονχοριλίκι)
προσοχοζήτουλας: [ο] (προσοχή + ζητώ) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© Custom_F)
προσοχοκράχτης: [ο] (προσοχή + κράζω) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
προσοχολιμάρα: [η] (προσοχή + λιμάρης) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© fagano)
προσοχολινάτσα: [η] (προσοχή + λινάτσα) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore)
προσοχοπορνίδιο: [το] (προσοχή + πορνίδιο) αυτός που επιζητεί να είναι διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής με κάθε τίμημα, λόγω υπέρμετρου ναρκισσισμού (μτφ. δ. απο την αγγλική attention whore) (© Εσχατόγερος)
πρόσπυγο: [το] (προς + πυγή) χαμηλό κάθισμα που μοιάζει με κυλινδρικό μαξιλάρι και τοποθετείται πάνω στο πάτωμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική pouf = πουφ)
προσυρμικός: [ο] (προ + συρμός) άτομο το οποίο εμμονικά επιλέγει συνεχώς τρόπο εμφάνισης, ένδυσης, κόμμωσης, διατροφής, διασκέδασης και γενικά ζωής, ώστε να μην ανήκει ή να είναι υπεράνω του κυριάρχου ρεύματος, παραλλήλως δε επεντρυφεί σε ό,τι τεχνολογικά και καλλιτεχνικά νεωτεριστικό ώστε να προκαταλαμβάνει το κυρίαρχο ρεύμα (μτφ. δ. απο την αγγλική hipster = χίπστερ)
προσφατοδείκτης: [ο] (πρόσφατος + δεικνύω) ενσωματωμένη σε ιστοσελίδα (φώρουμ) λειτουργία η οποία εμφανίζει τα νήματα στα οποία έχει προσφάτως αναρτηθεί κάποια δημοσίευση (μτφ. δ. απο την αγγλική recent posts widget)
προσωπιδοεσπερίδα: [η] (προσωπίδα + ϝεσπερίδα) χορός - και, γενικότερα, συγκέντρωση - όπου όλοι οι συμμετέχοντες φορούν μάσκες (μτφ. δ. απο τη γαλλική bal masqué = μπαλ μασκέ)
προσωποχειρία: [η] (πρόσωπο + χείρ) χειρονομία απελπισίας όπου η παλάμη χτυπάει ελαφρώς το πρόσωπο (μτφ. δ. απο την αγγλική facepalm) (© Ju-87)
προσωποχλέγχυση: [η] (πρόσωπο + όχλος + έγχυση) ερωτική πρακτική κατα την οποία πολλοί άνδρες εκσπερματίζουν στο πρόσωπο μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bukkake = μπουκάκε)
προσωποχλοχυσιά: [η] (πρόσωπο + όχλος + χυσιά) ερωτική πρακτική κατα την οποία πολλοί άνδρες εκσπερματίζουν στο πρόσωπο μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bukkake = μπουκάκε)
προταινία: [η] (προ + ταινία) σύντομη κινηματογραφική ταινία που περιέχει επιλεγμένες σκηνές ή άλλα ενημερωτικά στοιχεία και προβάλλεται με διαφημιστικό σκοπό (μτφ. δ. απο την αγγλική trailer = τρέιλερ)
προτομίδα: [η] (προτομή + -ίδα) (ενδυμασία) κοντό πανωφόρι το οποίο συνήθως κλείνει με φερμουάρ και είναι πιο εφαρμοστό στη μέση· μπορεί να είναι αδιάβροχο, υφασμάτινο ή δερμάτινο, να έχει επένδυση ή κουκούλα ή/και τίποτε από τα δύο και περιλαμβάνεται στην καθημερινή αλλά και στην αθλητική ενδυμασία (μτφ. δ. απο τη γαλλική bouffant = μπουφάν)
προϋλικολαβία: [η] (προ + υλικό + λαμβάνω) τρόπος ανάθεσης υπεργολαβίας, όπου ο υπεργολάβος πληρώνεται μόνο για την εργασία, ενώ τα υλικά παραγγέλνονται και πληρώνονται απευθείας από τον εργοδότη (μτφ. δ. απο την ιταλική fattura = φατούρα)
προχαίρομαι: [ρ.] (προ + χαίρομαι) το να συναισθάνομαι χαρά για κάτι αναμενόμενα ευχάριστο (μτφ. δ. απο τη γερμανική vorfreuen) (© Sοphistes)
πρωθήκιστο: [το] (πρώτο + ἥκιστο) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που ισοδυναμεί με 1 bit (μτφ. δ. απο την αγγλική bit = μπιτ)
πρωκτοχύσιμο: [το] (πρωκτός + χύνω) είδος ταινιών πορνό όπου η εκσπερμάτιση γίνεται εντός του πρωκτού (μτφ. δ. απο την αγγλική asscum) (© Ju-87)
πρωτεκτέλεστα: [επιρρ.] (πρώτος + εκτέλεση) επίρρ. για την εκτέλεση μουσικού κομματιού χωρίς προηγούμενη μελέτη (μτφ. δ. απο την ιταλική prima vista = πρίμα βίστα)
πρωτοετίδα: [η] (πρώτος + ϝέτος + -ίδα) νυχτερινή γιορτή ή διασκέδαση την παραμονή τών Χριστουγέννων και τής Πρωτοχρονιάς (μτφ. δ. απο τη γαλλική réveillon = ρεβεγιόν)
πρωτορριψιά: [η] (πρώτος + ῥίπτω) η εκτέλεση της πρώτης βολής σε αθλήματα όπως το βόλεϊ και το τένις (μτφ. δ. απο τη γαλλική service = σερβίς) (© Ju-87)
πρωτόρρυθμα: [επιρρ.] (πρώτος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επαναφορά του ρυθμού, συγκεκριμένα στον πρώτο ρυθμό (μτφ. δ. απο την ιταλική tempo primo = τέμπο πρίμο)
πρωτοφάνια: [η] (πρώτος + φαίνομαι) η πρώτη παράσταση θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου ή η πρώτη εκτέλεση μουσικής σύνθεσης (μτφ. δ. απο τη γαλλική première = πρεμιέρα)
πρωτοφοβία: [η] (πρώτος + φόβος) φοβος, ταραχή που δοκιμάζει κανείς, όταν πρόκειται να έρθει σε επαφή με κάτι πρωτόγνωρο (μτφ. δ. απο τη γαλλική trac = τρακ)
πτερήλατο: [το] (πτερόν + ελαύνω) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
πτεροβέμβικας: [ο] (πτερόν + βέμβικας) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική drone)
πτερόδολος: [ο] (πτερόν + δόλος) πετονιά με πολλά αγκίστρια τα οποία έχουν για δόλωμα φτερά και που χρησιμοποιείται για το ψάρεμα αφρόψαρων (μτφ. δ. απο την τουρκ. capari = τσαπαρί)
πτεροναυλώχημα: [το] (πτερόν + ναύλο + όχημα) (ε.φ.) ιπτάμενο ταξί (μτφ. δ. απο την αγγλική helicab)
πτερυγιόθυρο: [το] (πτερύγιο + θύρα) περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tourniquet = τουρνικέ)
πτιλοπεριλαίμιο: [το] (πτίλον + περιλαίμιο) στενόμακρο γυναικείο περιλαίμιο από γουναρικό ή φτερά, που φοριέται αυτοτελώς (μτφ. δ. απο τη γαλλική boa = μποά) (© Ju-87)
πτυσσομάχαιρο: [το] (πτύσσω + μαχαίρι) μαχαίρι στο οποίο η λεπίδα έχει τη δυνατότητα να διπλώνεται και να μπαίνει μέσα στη λαβή (μτφ. δ. απο την τουρκ. caki = σουγιάς) (© Ju-87)
πτυσσοριπίδα: [η] (πτύσσω + ριπίς) πτυσσόμενο αντικείμενο που χρησιμοποιείται για να κάνεις αέρα. Ανάλογα με τη χώρα προέλευσης, διαφέρει το σχήμα και τα υλικά κατασκευής. Συνηθέστερα η βάση είναι ξύλινη και το κυρίως σώμα υφασμάτινο (μτφ. δ. απο την ιταλική ventagliο = βεντάλια)
πτυχοσκελίδα: [η] (πτυχή + σκελίδα) (ενδυμασία) είδος παντελονιού που φτάνει μέχρι τα γόνατα και σχηματίζει πολύ φαρδιές πτυχώσεις (μτφ. δ. απο τη λατινική braca = βράκα)
πτυχώθονο: [το] (πτυχή + ὀθόνη) φορητός αναδιπλώμενος υπολογιστής (μτφ. δ. απο την αγγλική laptop = λάπτοπ)
πυγομαντεία: [η] (πυγή + μαντεία) είδος μαντικής τέχνης κατά την οποία από την παρατήρηση των οπισθίων ενός ατόμου προβλέπονται τα μέλλοντα να του συμβούν (μτφ. δ. απο την αγγλική rumpology)
πυλοκλειστοφοβία: [η] (πυλοκλείστης + φόβος) φόβος ή ταραχή που δοκιμάζει κανείς όταν διαπιστώνει πως έχει περάσει ο χρόνος που μπορεί να πραγματοποιήσει κάποια του επιθυμία (μτφ. δ. απο τη γερμανική torschlusspanik)
πυραχτίδα: [η] (πυρ + αχτίδα) (ε.φ.) ακτίνα ακτινοβόλου όπλου (μτφ. δ. απο την αγγλική needle beam)
πυραχτιδίζω: [ρ.] (πυρ + αχτίδα) (ε.φ.) το να πυροβολώ με ακτινοβόλο όπλο (μτφ. δ. απο την αγγλική needle)
πυραχτιδιστής: [ο] (πυρ + αχτίδα) (ε.φ.) ακτινοβόλο όπλο (μτφ. δ. απο την αγγλική needle gun)
πύρολμος: [ο] (πυρ + ὅλμος) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική bomba = μπόμπα)
πύρολπο: [το] (πυρ + ὄλπη) συσκευή γεμάτη εκρηκτικά, χρησιμοποιούμενη για την καταστροφή πραγμάτων (μτφ. δ. απο την ιταλική bomba = μπόμπα)
πυρολποντίζω: [ρ.] (πυρ + ὄλπη + ποντίζω) το να εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο (μτφ. δ. απο την ιταλική bombardare = βομβαρδίζω)
πυρολποντισμός: [ο] (πυρ + ὄλπη + ποντίζω) επίθεση εναντίον ενός στόχου ή μιας πόλης με τη ρίψη βομβών από αεροπλάνα ή πυροβολικό (μτφ. δ. απο τη γαλλική bombardement = βομβαρδισμός)
πύρριππος: [ο] (πυρρός + ίππος) όμορφο άλογο με κοκκινωπό τρίχωμα (μτφ. δ. απο την τουρκ. doru = ντορής)
πυρροκαρπιά: [η] (πυρρός + καρπός) εσπεριδοειδές αειθαλές δέντρο (μτφ. δ. απο την ιταλική portogallo = πορτοκαλιά) (© Ju-87)
πυρρόκαρπος: [ο] (πυρρός + καρπός) ο καρπός της πορτοκαλιάς (μτφ. δ. απο την ιταλική portogallo = πορτοκάλι) (© Ju-87)
πύχνυφο: [το] (πυκνό + ὑφή) μεταξένιο ύφασμα από λεπτό νήμα και πυκνή ύφανση (μτφ. δ. απο την τουρκ. tafta = ταφτάς)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης