Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ρο - Σίγμα

Πήγαινε κάτω

Ρο - Σίγμα           Empty Ρο - Σίγμα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:15

Ρ
ράβδαρτος: [ο] (ράβδος + άρτος) λευκό σταρένιο ψωμί ραβδοειδούς σχήματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα)
ραβδοψαλτήριο: [το] (ράβδος + ψαλτήριον) ανατολίτικο έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δύο λεπτές ράβδους (μτφ. δ. απο την τουρκ. santur = σαντούρι)
ραπτοκράτης: [ο] (ράβω + κρατώ) κορδέλα ιδιαίτερης ανθεκτικότητας που χρησιμοποιείται για να βαστάζει τις ραφές (μτφ. δ. απο τη γαλλική extrafort = εξτραφόρ)
ραχεψάνη: [η] (ράχος [ιων. ρηχός] + εψάνη) μεγάλος χάλκινος σφυρήλατος δίσκος, πιο μεγάλος και πιο ρηχός από το ταψί (μτφ. δ. απο την τουρκ. sini = σινί)
ράχυφο: [το] (ράκος + ὑφή) ανθεκτικό βαμαβακερό ύφασμα (μτφ. δ. απο την ιταλική drille = ντρίλι)
ρευματόμιτος: [ο] (ρεύμα + μίτος) καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα)
ρευματοφορέας: [ο] (ρεύμα + φορέας) καλώδιο μεγάλου μήκους που χρησιμεύει για τη σύνδεση κινητών ηλεκτρικών μηχανών και συσκευών με την ηλεκτρική πηγή (μτφ. δ. απο τη γαλλική baladeuse = μπαλαντέζα) (© Ju-87)
ριψοκινδύνευμα: [το] (ριψοκινδυνεύω + -μα) παρακινδυνευμένη ενέργεια (μτφ. δ. απο την ιταλική rischio = ρίσκο)
ροδάνυχο: [το] (ροδάνι + νύχι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
ροιώδες: [το] (ροιά + -ώδες) το χρώμα τού καρπού τής ροδιάς (μτφ. δ. απο τη γαλλική grenat = γκρενά)
ρομβόπτυχο: [το] (ρόμβος + πτυχή) επίθ. για κάτι που είναι επενδυμένο με βαμβακερό ή άλλο ύφασμα, στο οποίο τα γαζιά ή οι πτυχώσεις σχηματίζουν διάφορα σχέδια (μτφ. δ. απο τη γαλλική capitonné = καπιτονέ)
ρομβώτιο: [το] (ρόμβος + ὠτίον) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ)
ρομποτάνκ: [το] (ρομπότ + τανκ) μη επανδρωμένο ερπυστριοφόρο όχημα (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned ground vehicle) (© Hellegennes)
ρομπότης: [ο] (ρομπότ + -της) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
ρυμουλκάλως: [ο] (ρυμουλκώ + κάλως) σχοινί που χρησιμοποιείται στη ρυμούλκηση υποζυγίου ή λέμβου (μτφ. δ. απο την τουρκ. yedek =  γεντέκι)
ρυμουλκαχτίδα: [η] (ρυμουλκώ + αχτίδα) (ε.φ.) ακτίνα ρυμούλκησης σκαφών ή αντικειμένων (μτφ. δ. απο την αγγλική tractor beam)
ρυμούλκοτρο: [το] (ρυμουλκώ + -τρον) εξάρτημα, συνήθως πρόσθετο σε όχημα, με το οποίο γίνεται σύνδεση με άλλο όχημα (μτφ. δ. απο την ιταλική cozzare = κοτσαδόρος)
ρυπόπτυο: [το] (ρύπος + πτύον) εργαλείο συλλογής σκουπιδιών (μτφ. δ. απο την τουρκ. faras = φαράσι)
ρωγμοσφραγιστής: [ο] (ρωγμή + σφραγιστής) αυτός που σφραγίζει τις σχισμές ή ρωγμές των παλαιών ξύλινων πλοίων και βαρκών ή άλλων κατασκευών με ξεφτίσματα από κάβους και στουπί, στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα (μτφ. δ. απο την ιταλική calafato = καλαφάτης)
Σ
σαγμάθαπτο: [το] (σάγμα[σαμάρι] + ἅπτω) η ραφή του παντελονιού στο κάτω μέρος που ενώνει το αριστερό με το δεξιό μπατζάκι (μτφ. δ. απο την ιταλική cavalo = καβάλο)
σακάκιππος: [ο] (σακάκι + ίππος) παλτό ιππασίας ή επίσημο ανδρικό ένδυμα του οποίου το κόψιμο θυμίζει παλτό ιππασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική riding coat = ρεντινγκότα)
σακχαρωπώρα: [η] (σάκχαρο + οπώρα) καρποί βρασμένοι μέσα σε αραιό διάλυμα ζάχαρης (μτφ. δ. απο την ιταλική composta = κομπόστα)
σαλάρτυμα: [το] (σάλος + άρτυμα) συνοδευτικό πιάτο από ανακατεμένα λαχανικά μαζί με λάδι και πιθανόν ξίδι, λεμόνι, μαγιονέζα κλπ (μτφ. δ. απο την ιταλική insalata = σαλάτα)
σανίδισκος: [ο] (σανίδα + δίσκος) ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους (μτφ. δ. απο την τουρκ. tabla = ταμπλάς)
σαρκαυθέντημα: [το] (σάρξ + αυθέντημα) τρυφερό και άλιπο κρέας από το εσωτερικό της σπονδυλικής στήλης του μοσχαριού και χοιρινού (μτφ. δ. απο την ιταλική filetto = φιλέτο)  
σβουρέλικας: [ο] (σβούρα + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner) (© sys3x)
σβουροδάκτυλος: [ο] (σβούρα + δάκτυλος) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σειραποτύπωση: [η] (σειρά + αποτύπωση) κινημ. σειρά πλάνων που αποτελούν μια πλήρη ενότητα, με αρχή, μέσο και τέλος, από την άποψη δομής τής ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική séquence = σεκάνς)
σεληνάποικος: [ο] (σελήνη + άποικος) (ε.φ.) κάτοικος της Σελήνης (μτφ. δ. απο την αγγλική lunarian)
σεληνένδυμα: [το] (σελήνη + ένδυμα) (ε.φ.) αστροναυτική στολή κατάλληλη για τη Σελήνη (μτφ. δ. απο την αγγλική moonsuit)
σεληνούπολη: [η] (σελήνη + πόλη) (ε.φ.) οικισμός στη Σελήνη (μτφ. δ. απο την αγγλική luna City)
σιναπάρτυμα: [το] (σινάπιον + ἄρτυμα) καρύκευμα φαγητού με τσουχτερή γεύση φτιαγμένο με αλεύρι σιναπιού, ξίδι κ.α. (μτφ. δ. απο την ιταλική mostarda = μουστάρδα)  
σιωπωμοσία: [η] (σιωπῶ + ὄμνυμι) ο σχετικός με τη μαφία νόμος της σιωπής (μτφ. δ. απο την omerta = ομερτά)
σκέπαυρο: [το] (σκέπη + αὔρα) (ε.φ.) πεδίο δυνάμεων που προστατεύει απο επιθέσεις όπλων (μτφ. δ. απο την αγγλική force field)
σκευονιπτήρας: [ο] (σκεύος + νιπτήρας) μεγάλο δοχείο όπου πλένουν τα μαγειρικά σκεύη στα εστιατόρια (μτφ. δ. απο την ιταλική lenza = λάντζα)
σκευοτράπεζα: [η] (σκεύος + τράπεζα) τραπέζι γεύματος με ποικιλία εδεσμάτων, όπου τα φαγητά βρίσκονται σε πιατέλες και οι καλεσμένοι πηγαίνουν εκεί και σερβίρονται μόνοι τους στο πιάτο τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική buffet = μπουφές) (© Ju-87)
σκηνοκαθέκτης: [ο] (σκηνή + καθέκτης) (θεατρ.) κινητό σκηνικό μηχάνημα με το οποίο διευκολύνεται η παρουσίαση και η εξαφάνιση από τη σκηνή προσώπων ή πραγμάτων τού σκηνικού διακόσμου (μτφ. δ. απο την ιταλική trabochetto = τραμπουκέτο)
σκιοπρόσθετο: [το] (σκιά + πρόσθετο) εξάρτημα φακών ηλίου που προσδένονται στα οπτικά γυαλιά (μτφ. δ. απο την αγγλική clip-on)
σκλαβοειδές: [το] (σκλάβος + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© κάποιος_Νίκος)
σκληράκι: [το] (σκληρός [δίσκος] + -άκι) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ)
σκοθυμένας: [ο] (σκότος + ὑμήν) αντιηλιακή μεμβράνη αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο την αγγλική fumé = φιμέ)
σκοπελοτέχνης: [ο] (σκόπελος + τέχνη) ακροβάτης που αντικαθιστά (ντουμπλάρει) έναν ηθοποιό σε επικίνδυνες σκηνές μιας ταινίας (μτφ. δ. απο τη γαλλική cascadeur = κασκαντέρ) (© Ju-87)
σκυροδεματηγό: [το] (σκυρόδεμα + άγω) όχημα με περιστρεφόμενο κάδο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά έτοιμου σκυροδέματος (μτφ. δ. απο τη γαλλική bétonnière = μπετονιέρα)
σκυροδεματομείκτης: [ο] (σκυρόδεμα + -μείκτης) μηχάνημα με περιστρεφόμενο κάδο στον οποίο αναμειγνύονται τα υλικά που χρειάζονται για την παρασκευή του μπετόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική bétonnière = μπετονιέρα)
σκυροδεματοποιητής: [ο] (σκυρόδεμα + ποιώ) μηχάνημα με περιστρεφόμενο κάδο στον οποίο αναμειγνύονται τα υλικά που χρειάζονται για την παρασκευή του μπετόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική betoniere = μπετονιέρα) (© Ju-87)
σκυφίσκος: [ο] (σκύφος + -ίσκος) μικρή κούπα με λαβή -για να πίνει κάποιος τσάι, χαμομήλι, φλαμούρι, καφέ (μτφ. δ. απο την τουρκ. filcan = φλιτζάνι)
σοβαροδομικό: [το] (σοβαρός + δομή) κάτι το οποίο είναι ταυτόχρονα σοβαρό και εποικοδομητικό (μτφ. δ. απο την αγγλική λεξαποσκευή sercon < serious + constructive)
σπαθευσωμαγωδία: [η] (σπαθί + εύσωμος + μαγεία + ωδή) είδος ταινίας στην οποία κυριαρχεί το στοιχείο της μαγείας και των ξιφομαχιών μεταξύ μυωδών πολεμιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική sword & sorcery)
σπαθομαγωδία: [η] (σπαθί + μαγεία + ωδή) είδος ταινίας στην οποία κυριαρχεί το στοιχείο της μαγείας και των ξιφομαχιών μεταξύ μυωδών πολεμιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική sword & sorcery)
σπαρταρέλικας: [ο] (σπαρταρώ + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπαρταροβέμβικας: [ο] (σπαρταρώ + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπαρταρόδανο: [το] (σπαρταρώ + ροδάνι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπαρταρόσβιγα: [η] (σπαρταρώ + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπαρταρόσβουρα: [η] (σπαρταρώ + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπαρταροστρόφιγγας: [ο] (σπαρταρώ + στρόφιγγας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
σπερματοκάλυψη: [η] (σπέρμα + καλύπτω) ερωτική πρακτική κατα την οποία πολλοί άνδρες εκσπερματίζουν στο πρόσωπο μιάς γυναίκας (μτφ. δ. απο την ιαπωνική bukkake = μπουκάκε) (© Dwarven Blacksmith)
σπερματοπίδακας: [ο] (σπέρμα + πίδακας) είδος ταινιών πορνό όπου ο άνδρας εκσπερματίζει στο πρόσωπο ή στο στήθος της παρτενέρ (μτφ. δ. απο την αγγλική cumshot) (© Ju-87)
σπερματωπότητα: [η] (σπέρμα + ὤψ) ερωτική πρακτική κατα την οποία ο άνδρας εκσπερματίζει στο πρόσωπο της γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική facial)
σταθμευσίμετρο: [το] (στάθμευση + μέτρο) συσκευή που τοποθετείται σε δημόσιες θέσεις στάθμευσης και περιέχει έναν κερματοδέκτη, για να πληρώσει ο οδηγός για τη θέση, καθώς και ένδειξη της ώρας (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcomètre = παρκόμετρο)
σταυραδελφοειδύλλιο: [το] (σταυραδελφός + ϝειδύλλιο) μη ερωτική-έντονη φιλική σχέση μεταξύ δύο ανδρών (μτφ. δ. απο την αγγλική bromance)
σταυρόπλεκτο: [το] (σταυρός + πλεκτό) διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου (μτφ. δ. απο τη γαλλική carreau = καρό)
σταφυλομελωπώρα: [η] (σταφυλόμελο + οπώρα) ζαχαρόπηκτο γλυκό τού κουταλιού από οπωρικό βρασμένο με πετιμέζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. recel = ρετσέλι)
στεγάνημα: [το] (στεγανό + νήμα) σχοινί πλοίου (μτφ. δ. απο την ιταλική salmastra = σαλαμάστρα)
στεγοδιαμέρισμα: [το] (στέγη + διαμέρισμα) ο τελευταίος, ανώτερος όροφος κτηρίου, μικρότερος συνήθως από τους υπόλοιπους, τού οποίου η πρόσοψη δεν φτάνει ως την πρόσοψη τού άλλου οικοδομήματος και ο οποίος έχει συνήθως μεγάλη βεράντα, το διαμέρισμα σε αυτόν τον όροφο (μτφ. δ. απο τη γαλλική retiré = ρετιρέ)
στερεοπός: [ο] (στέρεος + ὀπός) ημιδιαφανές γλύκισμα που γίνεται κυρίως με τη χρήση ζελατίνης (μτφ. δ. απο τη γαλλική gelee = ζελέ) (© Ju-87)
στερεοχυμόζη: [η] (στέρεος + χυμός + -όζη) πολυσακχαρίτης που προέρχεται από φύκη (red algae) και χρησιμοποιείται συχνά στη ζαχαροπλαστική (μτφ. δ. απο την αγγλική agarose = αγαρόζη) (© Ju-87)
στιβαδoγαλάκτωμα: [το] (στιβάδα + γαλάκτωμα) κρέμα απο γάλα και αλεύρι που τοποθετείται σε στρώσεις απο φαγητά (μτφ. δ. απο τη γαλλική bechamel = μπεσαμέλ) (© Ju-87)
στιλφνυπόδημα: [το] (στιλπνός + ὑπόδημα) είδος χαμηλού παπουτσιού με γυαλιστερή επιφάνεια (μτφ. δ. απο την ιταλική scarpino = σκαρπίνι)  
στίλφνυφο: [το] (στιλπνός + ὑφή) είδος υφάσματος, συνήθως μεταξωτού, με στιλπνή και κυματοειδή όψη (μτφ. δ. απο τη γαλλική moiré = μουαρέ)
στιχθηλιοβόλο: [το] (στικτός + ἣλιος + βολή) (ε.φ.) λέιζερ ακτινοβολίας γάμμα (μτφ. δ. απο την αγγλική graser)
στοιχειοταινία: [η] (στοιχείο + ταινία) κινηματογραφική ταινία μικρού ή μεσαίου μήκους πληροφοριακού, εκπαιδευτικού ή ψυχαγωγικού χαρακτήρα, η οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει πραγματικά γεγονότα (μτφ. δ. απο τη γαλλική documentaire = ντοκυμαντέρ)
στοιχειοφαντία: [η] (στοιχεία + φαίνομαι) κακόβουλη δημοσιοποίηση στοιχείων ενός προσώπου στο διαδίκτυο (μτφ. δ. απο την αγγλική doxxing)
στοχολίθαρο: [το] (στόχος + λιθάρι) πέτρα ή άλλο σταθερό σημάδι που χρησιμοποιείται σαν βάση σε παιχνίδια με μπίλιες ή στις αμάδες (μτφ. δ. απο την τουρκ. basta = μπάστακας)
στοχοσφαίριση: [η] (στόχος + σφαίρα) παιχνίδι που παίζεται με ξύλινα ραβδιά (που μοιάζουν κάπως με σφυριά), μπάλες, και σύρματα σε σχήμα ημικυκλίου τοποθετημένα στο έδαφος ώστε να περάσουν οι μπάλες μέσα από αυτά (μτφ. δ. απο τη γαλλική croquet = κροκέ) (© Ju-87)
στρατοδιάκονος: [ο] (στρατός + διάκονος) στρατιώτης που εκτελεί χρέη ακόλουθου αξιωματικού (μτφ. δ. απο την ιταλική ordinanza = ορντινάντσα)
στρατοφαντασιακό: [το] (στρατός + φαντασιακός) είδος επιστημονικής φαντασίας όπου δίνεται βαρύτητα στην όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική περιγραφή μελλοντικών πολεμικών συρράξεων (μτφ. δ. απο την αγγλική military science fiction)
στρογγυλόψωμο: [το] (στρογγυλός + ψωμί) ψωμί σε σχήμα κυκλικό (μτφ. δ. απο την ιταλική caravella = καρβέλι)
στροφαλόχορδο: [το] (στρόφαλο + χορδή) μηχανικό μουσικό λαϊκό όργανο, κρουστό, φορητό, όπου ο πλανόδιος μουσικός γυρίζει ένα στρόφαλο κι έτσι περιστρέφεται ένας κύλινδρος με καρφωμένα στην επιφάνειά του καρφιά, τα οποία κρούουν τις χορδές (μτφ. δ. απο την τουρκ. laterna = λατέρνα)
στροφανός: [ο] (στροφή + φανός) φώτα δείκτη κατεύθυνσης, αλλά και το καθένα από τα φώτα οχήματος που αναβοσβήνει με συγκεκριμένη συχνότητα για να προειδοποιήσει τους άλλους ότι το όχημα θα στρίψει αριστερά ή δεξιά (μτφ. δ. απο την αγγλική flash = φλας)
στροφελάχιστο: [το] (στροφο- + ελάχιστο) ο ρυθμός λειτουργίας μιας μηχανής αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας στις χαμηλότερες δυνατές στροφές ανά λεπτό, όταν δηλαδή ο χειριστής δεν πατάει καθόλου το γκάζι (μτφ. δ. απο τη ιταλική ralenti = ρελαντί)
στροφιόθυρο: [το] (στροφείο + θύρα) περιστρεφόμενος μηχανισμός από μέταλλο ο οποίος τοποθετείται στην είσοδο δημοσίων χώρων κι επιτρέπει να εισέρχεται σε αυτόν ένα άτομο κάθε φορά (μτφ. δ. απο τη γαλλική tourniquet = τουρνικέ)
στροφομεταδοτής: [ο] (στροφο- + μεταδοτής) το κιβώτιο ταχυτήτων τού αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική changement = σασμάν)
στροφόνιο: [το] (στροφο- + -νιο) στοιχειώδες ή σύνθετο σωματίδιο με ακέραιο ή μηδενικό σπιν (μτφ. δ. απο την αγγλική boson = μποζόνιο) (© Ju-87)
στροφονιοπύκνωμα: [το] (στροφο- + -νιο + πύκνωμα) κατάσταση της ύλης που δημιουργείται όταν μποζόνια περιοριστούν από ένα εξωτερικό δυναμικό και ψυχθούν σε θερμοκρασίες πολύ κοντά στο απόλυτο μηδέν (μτφ. δ. απο την αγγλική Bose-Einstein Condensate = συμπύκνωμα Μπόζε-Άινσταϊν) (© Ju-87)
στρωσιδόστοιβα: [η] (στρωσίδι + στοίβα) κοίλωμα σε τοίχο όπου τοποθετούνται τα κλινοσπεπάσματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. oyuk = γιούκος)
συγγευματισμός: [ο] (συν + γευματισμός) συνεισφορά για τα έξοδα κοινού γεύματος (μτφ. δ. απο την τουρκ. refene = ρεφενέ)
συγκρατίδα: [η] (συγκράτηση + -ίδα) λουρίδα από ύφασμα ή λάστιχο για να συγκρατεί ρούχα (μτφ. δ. απο την ιταλική tirante = τιράντα)
συγκρουσωρεία: [η] (σύγκρουση + -σωρεία) η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω στο άλλο (μτφ. δ. απο την ιταλική carambola = καραμπόλα)
συγχορδεύω: [ρ.] (συγχορδία + -ευω) το να συνοδεύω μια μελωδία παίζοντας ακομπανιαμέντα (συγχορδίες) (μτφ. δ.  απο την ιταλική accompagnare = ακομπανιάρω)
συγχυσιοποσία: [η] (συν + χύνω + -ποσία) ερωτική πρακτική κατα την οποία μια γυναίκα πίνει το σπέρμα πολλών ανδρών μέσα απο ένα ποτήρι (μτφ. δ. απο την ιαπωνική gokkun)
συζυγομορία: [η] (σύζυγος + μείρομαι) η ομάδα των γυναικών που θεωρούνται σύζυγοι ενός μωαμεθανού και ο χώρος στον οποίο ζουν (μτφ. δ. απο την τουρκ. harem = χαρέμι)
συθαμπάχλη: [η] (σύθαμπο + αχλή) υγρή καταχνιά που εμφανίζεται κατα το σούρουπο (μτφ. δ. απο την τουρκ. pus = πούσι)
συμβαντευθυντής: [ο] (συμβάν + ευθυντής) άτομο που ασχολείται με την διαχείριση και διοίκηση γεγονότων και εκδηλώσεων (μτφ. δ. απο την αγγλική event manager)
συμμοριογαμήσι: [το] (συμμορία + γαμήσι) ταυτόχρονη ερωτική-συναινετική συνεύρεση πολλών ανδρών με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική gangbang) (© Alchemist501 )
συμμοριτοπάταγος: [ο] (συμμορία + πάταγος) ταυτόχρονη ερωτική-συναινετική συνεύρεση πολλών ανδρών με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική gangbang) (© Τζακ Πάλανς)
συμμυρτώρυξη: [η] (συν + μύρτος [αιδοίο] + όρυξη) ερωτική πρακτική κατα την οποία δύο άντρες εισχωρούν ταυτόχρονα στον κόλπο μίας γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double vaginal penetration)
συμπάγιο: [το] (συμπαγές + -ιο) (ε.φ.) υλικό ή στοιχείο ανυπέρβλητης ανθεκτικότητας και πυκνότητας (μτφ. δ. απο την αγγλική collapsium)
συμπαντoπύλη: [η] (σύμπαν + πύλη) (ε.φ.) πύλη πρόσβασης σε διαφορετικά σημεία του σύμπαντος ή σε παράλληλα σύμπαντα (μτφ. δ. απο την αγγλική gateway)
συμπληρωτισμός: [ο] (συμπληρώνω + -ισμός) είδος συλλεκτικής μανίας, όπου κάποιος επιθυμεί να συμπληρώσει τη συλλογή του με όλα τα αντικείμενα μίας συγκεκριμένης ομάδας αντικειμένων, π.χ. τα βιβλία ενός συγκεκριμένου συγγραφέα (μτφ. δ. απο την αγγλική completism)
συμπληρωτιστής: [ο] (συμπληρώνω + -ισμός) άτομο που διακατέχεται απο συμπληρωτισμό (μτφ. δ. απο την αγγλική completist)
συμπροσευχηγός: [ο] (συν + προσευχή + άγω) μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός, δάσκαλος του ιερού νόμου, που καλεί από τον μιναρέ τους πιστούς μουσουλμάνους για προσευχή (μτφ. δ. απο την τουρκ. imam = ιμάμης)
συμφορημάγγελμα: [το] (συμφόρημα + άγγελμα) ηλεκτρονική διαφήμιση που εμφανίζεται χωρίς εξουσιοδότηση από το χρήστη (μτφ. δ. απο την αγγλική spam = σπαμ) (© κάποιος_Νίκος)
συμφορηματαγγέλτης: [ο] (συμφόρημα + άγγελμα) άτομο που αποστέλνει διαφημίσεις σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις χωρίς εξουσιοδότηση απο τους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική spammer = σπάμερ) (© κάποιος_Νίκος)
συναισχύνομαι: [ρ.] (συν + αισχύνομαι) το να ντρέπομαι για την επαίσχυντη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος (μτφ. δ. απο τη γερμανική fremdschämen)
συναπτόφθογγα: [επιρρ.] (συνάπτω + φθόγγος) η σύνδεση τών διαδοχικών φθόγγων μιας μουσικής φράσης χωρίς μεσολάβηση κενού, χωρίς διακοπή (μτφ. δ. απο την ιταλική legato = λεγκάτο) (© Άχθος Αρούρης)
συνάφθηλος: [ο] (συνάπτω + ἧλος) μεταλλικός σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για τη μόνιμη συναρμογή μεταλλικών μερών σε κατασκευές (μτφ. δ. απο την τουρκ. percin = πριτσίνι)
συνδετίνη: [η] (συνδέω + -ίνη) συνδετική πρωτεΐνη των κυττάρων (μτφ. δ. απο την αγγλική nectin = νεκτίνη) (© Ju-87)
συνδιακωμώδηση: [η] (συν + διακωμώδηση) ομαδική κοροϊδία εις βάρος κάποιου (μτφ. δ. απο την ιταλική caso = καζούρα)
συνεδρότρηση: [η] (συν + έδρα + τρήσης) ερωτική στάση ταινιών πορνό κατα την οποία δύο άντρες εισχωρούν ταυτόχρονα στον πρωκτό μίας γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική double anal penetration)
συνεντρέπομαι: [ρ.] (συν + εν + τρέπομαι) το να ντρέπομαι για την επαίσχυντη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος άλλος (μτφ. δ. απο τη γερμανική fremdschämen) (© Sophistes)
συνθετοτραγουδιστής: [ο] (συνθέτης + τραγουδιστής) πλανόδιος λυρικός ποιητής και τραγουδιστής τού μεσαίωνα στη Γαλλία, Ισπανία και βόρεια Ιταλία (μτφ. δ. απο τη γαλλική troubadour = τροβαδούρος) (© Ju-87)
συνθημαθίστιο: [το] (σύνθημα[το] + ἵστιο) πανί ορθογώνιου σχήματος και αρκετά μεγάλων διαστάσεων, πάνω στο οποίο γράφεται ένα σύνθημα· στις δύο του άκρες στερεώνονται δύο ξύλα ώστε να μεταφέρεται από διαδηλωτές ή να τοποθετηθεί σε κάποιο σημείο (μτφ. δ. απο τη γαλλική panneau = πανό)
συννυφάδιασμα: [το] (συννυφάδα + -ιασμα) σεξουαλική πράξη όπου συμμετέχουν πολλές γυναίκες και ένας άνδρας (μτφ. δ. απο την αγγλική reverse gangbang)
συνοδόρρυθμα: [επιρρ.] (συνοδός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την συνοδεία μιας ανεξάρτητης φωνής ελευθερία στον ρυθμό (μτφ. δ.  απο την ιταλική colla parte = κόλα πάρτε)
συνοπτίδιο: [το] (σύνοψη + -ίδιο) μικρό κομμάτι χαρτιού στο οποίο αναγράφονται συνοπτικές πληροφορίες (μτφ. δ. απο τη γαλλική étiquette = ετικέτα)
συντάραγμα: [το] (συν + τάραγμα) (ιατρ.) το σύνολο των διαταραχών που προκαλούνται από βίαιες μεταβολές της κατάστασης του οργανισμού (σημ. δ. απο τη γαλλική choc = σοκ)
συντηκτωθητήρας: [ο] (σύντηξη + ωθητήρας) (ε.φ.) κινητήρας διαστημοπλοίου που λειτουργεί με πυρηνική σύντηξη (μτφ. δ. απο την αγγλική torch)
συντηκτωθούμαι: [ρ.] (σύντηξη + ωθούμαι) (ε.φ.) το να κινούμαι στο διάστημα μέσω συντηκτωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική torch)
συντηκτωθούμενο: [το] (σύντηξη + ωθούμαι) (ε.φ.) διαστημόπλοιο κινούμενο με συντηκτωθητήρα (μτφ. δ. απο την αγγλική torchship)
συνυπενθυμιστής: [ο] (συν + υπενθυμιστής [nomenclator]) όρος που αναφέρεται επικριτικά στα στελέχη που κατέχουν νευραλγικές θέσεις στην κρατική μηχανή (μτφ. δ. απο τη λατινική nomenclatura = νομενκλατούρα)
συρθαλιέας: [ο] (σύρτης + ἁλιεία) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
συρθαλιεία: [η] (σύρτης + ἁλιεία) το να χρησιμοποιεί κάποιος πονηρά προκλητικές, σκόπιμα ανόητες ή επιτηδευμένα εκτός θέματος θέσεις και απόψεις σε μία διαδικτυακή συζήτηση με πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει άλλους συμμετέχοντες ή να επιφέρει διαταραχή σε μια διαδικτυακή συζήτηση για οποιοδήποτε θέμα και να πετύχει μια αλυσίδα αντιδράσεων από άλλους χρήστες (μτφ. δ. απο την αγγλική trolling = τρολάρισμα)
συρθαλιεύω: [ρ.] (σύρτης + ἁλιεία) το να τρολάρω (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ)
συριγγίδα: [η] (σύριγγα + -ίδα) μουσικό όργανο με φυσητήρα και σειρά μεταλλικών γλωσσίδων, καθεμιά από τις οποίες παράγει διαφορετικό τόνο (μτφ. δ. απο την ιταλική fisarmonica = φυσαρμόνικα)
συρμέξεδρο: [το] (συρμός + εξέδρα) ειδική εξέδρα πάνω στην οποία τα μανεκέν κάνουν επίδειξη μόδας (μτφ. δ. απο τη γαλλική passerelle = πασαρέλα)
συρμέρισμα: [το] (συρμός + μέρισμα)  σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα (μτφ. δ. απο την ιταλική vagone = βαγόνι)
συρμιαίος: [ο] (συρμός + -ιαίος) αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό (μτφ. δ. απο την ιταλική moderno = μοντέρνος)
συρμοδιαμέρισμα: [το] (συρμός + διαμέρισμα) διαμέρισμα σιδηροδρομικής άμαξας με μία μόνο σειρά καθισμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupe = κουπέ) (© Ju-87)
συρμόδωμα: [το] (συρμός + δώμα) διαμέρισμα σιδηροδρομικής άμαξας με μία μόνο σειρά καθισμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική coupe = κουπέ)
συρμοκόμος: (συρμός + -κόμος) σχεδιαστής νέων μοντέλων ρούχων (μτφ. δ. απο τη γαλλική modéliste = μοντελίστ)
συρμότμημα: [το] (συρμός + τμήμα) σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα (μτφ. δ. απο την ιταλική vagone = βαγόνι) (© Ju-87)
συρμοφάνια: [η] (συρμός + φαίνω) επίδειξη μόδας υψηλής ραπτικής (μτφ. δ. απο τη γαλλική défilé = ντεφιλέ)
συρμώχημα: [το] (συρμός + όχημα) σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα (μτφ. δ. απο την ιταλική vagone = βαγόνι) (© Ju-87)
σφαιριδιοτυψία: [η] (σφαιρίδιο + τύπτω) παιχνίδι κατά το οποίο ο κάθε παίκτης προσπαθεί, με ένα ειδικό μπαστούνι, να βάλει ένα μπαλάκι σε μια σειρά από τρύπες κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα χτυπήματα (μτφ. δ. απο την αγγλική golf)
σφαιροβίβαση: [η] (σφαίρα + βιβάζω) (αθλ.) η μεταβίβαση της μπάλας σε συμπαίκτη (μτφ δ. απο την ιταλική passare = πάσα)
σφαιροκόμιση: [η] (σφαίρα + κομίζω) (αθλ.) (ιδίως στο βόλεΰ, στο τένις και στο πινγκ πονγκ) η πρώτη βολή τής μπάλας, η πρώτη μπαλιά (μτφ. δ. απο τη γαλλική service = σερβίς)
σφαιροκώπη: [η] (σφαίρα + κώπη [κουπί]) όργανο που χρησιμοποιείται για το χτύπημα της σφαίρας στις αθλοπαιδιές του τένις και του πινγκ πονγκ (μτφ. δ. απο την ιταλική racchetta = ρακέτα)
σφαιροτύπτης: [ο] (σφαίρα + τύπτω) μακρύ ραβδί που χρησιμοποιούν οι παίκτες του μπιλιάρδου (μτφ. δ. απο την ιταλική stecca = στέκα)
σφιχθηλίδα: [η] (σφικτός + ἧλος) είδος μεταλλικής λαβίδας που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση, σύλληψη, αφαίρεση κτλ. αντικειμένου (μτφ. δ. απο την ιταλική pince = πένσα)
σφιχτοκρύπτης: [ο] (σφιχτός + κρύπτης) είδος φανέλας που φοριόταν πάνω από τον κορσέ και κάτω από το ρούχο (μτφ. δ. απο τη γαλλική cache‐corset = κασκορσέ)
σφοντυλάμυλο: [το] (σφοντύλι + άμυλο) άμυλο από ασφόδελο, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή της κόλλας των τσαγκάρηδων (μτφ. δ. απο την τουρκ. ciris = τσιρίσι)
σφυροσφαίριση: [η] (σφυρί + σφαίρα) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο κάθε παίκτης προσπαθεί με ένα ξύλινο σφυρί να περάσει μια ξύλινη μπάλα μέσα από μικρά τόξα χωμένα στο έδαφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική croquet = κροκέ)
σχάρυφο: [το] (σχάρα + υφή) είδος ανθεκτικού υφάσματος, η επιφάνεια τού οποίου σχηματίζει ανάγλυφες ραβδώσεις, μικρού ή μεγαλύτερου πλάτους, που διαμορφώνονται με κούρεμα τού πέλους (μτφ. δ. απο τη γαλλική côtelé = κοτλέ)
σχισματοφράζω: [ρ.] (σχίσμα + φράζω) το να επιχρίω με στόκο (μτφ. δ. απο την ιταλική stoccare = στοκάρω)
σωκρατίσκος: [ο] (Σωκράτης + -ίσκος) αυτός που τρολάρει (μτφ. δ. απο την αγγλική troll = τρολ) (© clot)
σωματωμοιότυπο: [το] (σώμα + ομοιότυπο) τεχνητό αντίγραφο ενός ανθρωπίνου σώματος (μτφ. δ. απο την αγγλική morph)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης