Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Ταυ - Ύψιλον

Πήγαινε κάτω

Ταυ - Ύψιλον Empty Ταυ - Ύψιλον

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:16

Τ
ταγηνήδεσμα: [το] (τάγηνον + έδεσμα) έδεσμα παρασκευασμένο σε μικρό τηγάνι (μτφ. δ. απο την τουρκ. sahan = σαγανάκι)
ταινιόδειγμα: [η] (ταινία + δείγμα) σύντομη κινηματογραφική ταινία που περιέχει επιλεγμένες σκηνές ή άλλα ενημερωτικά στοιχεία και προβάλλεται με διαφημιστικό σκοπό (μτφ. δ. απο την αγγλική trailer = τρέιλερ) (© Ju-87)
ταινιοκολλητής: [ο] (ταινία + κολλώ) είδος διάφανης κολλητικής ταινίας για χρήση γραφείου (μτφ. δ. απο την αγγλική sellotape = σελοτέιπ) (© Ju-87)
ταινιομορφότυπο: [το] (ταινία + μορφότυπο) μορφότυπο ανταλλαγής γραφικών (μτφ. δ. απο την αγγλική Graphics Interchange Format = gif)
ταλερωτοειδές: [το] (Τάλως + ερωτοειδές) μηχανικό ομοίωμα ανθρώπου που χρησιμοποιείται για ερωτικές περιπτύξεις (μτφ. δ. απο την αγγλική sex robot) (© Ju-87)
ταλωειδές: [το] (Τάλως + -ειδές) αυτόματη συσκευή που λειτουργεί με αυτοματισμό ή τηλεχειρισμό και υποκαθιστά τον άνθρωπο σε διάφορες εργασίες (βιομηχανικές, επιστημονικές, κοπιαστικές, επικίνδυνες κ.λπ.). Συνήθως, έχει τη μορφή ανθρώπου, ζώου ή ανθρωποειδούς, σχήμα βραχίονα ή μηχανικής συσκευής (μτφ. δ. απο την τσέχικη robot = ρομπότ) (© Ju-87)
ταμειοθραύστης: [ο] (ταμείο + θραύω) κινηματογραφικό έργο με τεράστιες ταμειακές εισπράξεις (μτφ. δ. απο την αγγλική block buster)
ταξιδοϊστολόγηση: [η] (ταξείδιον + ἱστολόγηση) ανάρτηση σε ιστολόγιο απο βίντεο ή φωτογραφίες παρμένες σε ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική travel vlogging)
ταξιδοϊστολογίζω: [ρ.] (ταξείδιον + ἱστολογίζω) το να αναρτώ σε ιστολόγιο βίντεο ή φωτογραφίες παρμενες σε ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική travel vlogging)
ταξιδορρηνάρτηση: [η] (ταξιδι + ϝεῑδος > ειδος + ῥοή + ανάρτηση) ανάρτηση σε ιστολόγιο απο βίντεο (ειδορροές) παρμένα σε ταξίδια (μτφ. δ. απο την αγγλική travel vlogging)
ταξιδόσακος: [ο] (ταξίδι + σάκος) ταξιδιωτικός σάκος (μτφ. δ. απο τη γαλλική sac de voyage = σακ βουαγιάζ)  (© κάποιος_Νίκος)
ταπητίδα: [η] (τάπητας + -ίδα) τύπος υποδήματος ανοιχτού, συνήθως αλλ' όχι πάντα στο πίσω μέρος· φοριέται μέσα στο σπίτι, χωρίς κάλτσες συνήθως και είναι πολύ βολική (μτφ. δ. απο την ιταλική pantofola = παντόφλα)
ταρσοϋψωτής: [ο] (ταρσός + ὕψος) υπερυψωμένο τμήμα του παπουτσιού ακριβώς κάτω από τη φτέρνα (μτφ. δ. απο την ιταλική taccone = τακούνι)
ταυρισμός: [ο] (ταύρος + -ισμός) επαναλαμβανόμενες επιθετικές, βίαιες ή εκφοβιστικές πράξεις και συμπεριφορές ενός ατόμου ή συνόλου ατόμων προς κάποιο πρόσωπο που (ενδεχομένως) για κάποιο λόγο ξεχωρίζει ή διαφέρει από τον θύτη ή τους θύτες (μτφ. δ. απο την αγγλική bullying = μπούλινγκ) (© Εσχατόγερος)
ταχιστόρρυθμα: [επιρρ.] (τάχιστος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν την μέγιστη δυνατή ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική prestissimo = πρεστίσιμο)
ταχυτέρρυθμα: [επιρρ.] (ταχύτερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν πάρα πολύ γρήγορη ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική presto = πρέστο)
τεγοπέδιο: [το] (τέγος + πεδίο) η επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, συνήθως πολυκατοικίας (μτφ. δ. απο την βενετική terrazza = ταράτσα)
τεκμηριεκπομπή: [η] (τεκμήριο + εκπομπή) κινηματογραφική ταινία μικρού ή μεσαίου μήκους πληροφοριακού, εκπαιδευτικού ή ψυχαγωγικού χαρακτήρα, η οποία παρουσιάζει και ερμηνεύει πραγματικά γεγονότα (μτφ. δ. απο τη γαλλική documentaire = ντοκυμαντέρ) (© Ju-87)
τελικιαίος: [ο] (τελικός + -ιαίος) αυτός που καταφέρνει να φτάσει στο τέλος ενός διαγωνισμού (μτφ. δ. απο τη γαλλική finaliste = φιναλίστ)
τελωραΐζω: [ρ.] (τέλος + ὡραΐζω) το να επεξεργάζομαι επιμελώς την τελική εμφάνιση ενός προϊόντος (μτφ. δ. απο την ιταλική finire = φινίρω)
τενθρήνιο: [το] (τενθρήνιον [σφηκοφωλιά]) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα (σημ. δ. απο την αγγλική drone) (© Sophistes)
τεραδυφιόγραμμα: [το] (τερα- + δυφίο + -γράμμα) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 12η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Terrabyte) (© Spiros252)
τεραλλόχθονο: [το] (τέρας + αλλόχθονο) (ε.φ.) εξωγήινο τέρας (μτφ. δ. απο την αγγλική alien = άλιεν)
τερατογδήκιστο: [το] (τέρας + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 12η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Terrabyte)
τερατοφάι: [το] (τέρας + φαΐ) τροφή προερχόμενη απο γονιδιακά μεταλλαγμένους οργανισμούς (μτφ. δ. απο την αγγλική frankenfood)
τερψαλγία: [η] (τέρψη + -αλγία) το να απολαμβάνει κανείς να προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό στους άλλους (μτφ. δ. απο τη γαλλική sadisme = σαδισμός) (© Ju-87)
τεσσεροπάρτουζο: [το] (τέσσερα + παρτούζα) ερωτικό όργιο με τέσσερις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome) (© clot)
τεταρτόλειψο: [το] (τέταρτο + λείπω) που δεν καλύπτει το σύνολο επιφάνειας σώματος (για ρούχα, εξαρτήματα ένδυσης) ή που εμφανίζει το αντικείμενο που φωτογραφίζεται σε κλίση, ώστε να είναι ορατά τα τρία τέταρτα της συνολικής επιφάνειας (μτφ. δ. απο τη γαλλική trois quarts = τρουακάρ)
τετραβεμβικό: [το] (τέσσερα + βέμβικας) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που διαθέτει τέσσερα στροφεία (μτφ. δ. απο την αγγλική quacopter)
τετραγυνανδροχεία: [η] (τέσσερα + γυνή + ανήρ + ὀχεία) ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τεσσάρων γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffffm)
τετραγύνοιφος: [ο] (τέσσερα + γυνή + οἴφω) άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται ερωτικά με τέσσερις γυναίκες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική ffffm lucky guy)
τετραγυνόργιο: [το] (τέσσερα + γυνή + όργιο) είδος ταινιών πορνό όπου γίνεται ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τεσσάρων γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο ffffm) (© Ju-87)
τετρακισογδήκιστο: [το] (τετράκις + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 30η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική  Geopbyte)
τετραλειχάλυσος: [η] (τέσσερα + λείχω + άλυσος) σεξουαλική πράξη τεσσάρων, όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome daisy chain)
τετρανδροδόχος: [η] (τέσσερα + γυνή + ανήρ + -δόχος) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με τέσσερις άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmmmm lady)
τετράπελος: [ο] (τέσσερα + τραπελός) η δεσμίδα των παιγνιοχάρτων (μτφ. δ. απο την ιταλική trappola = τράπουλα)
τετραπλευρόκοσμο: [το] (τετράπλευρο + κοσμώ) διακοσμητικό μοτίβο σε σχήμα ρόμβου ή τετραγώνου (μτφ. δ. απο τη γαλλική carreau = καρό) (© Ju-87)
τετραπλοβάτεμα: [το] (τετραπλός + βατεύω) ερώτικη πράξη όπου συμμετέχουν τέσσερις άνδρες και μία γυναίκα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fmmmm)
τετραστερίτης: [ο] (τέσσερα + αστέρας + -ίτης) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα τετραπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumquaternary planet)
τετροχεία: [η] (τέσσερα + ὀχεία) ερωτικό όργιο με τέσσερις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική foursome)
τεχναρίστευμα: [το] (τέχνη + αρίστευμα) εξαιρετική εμφάνιση ή ερμηνεία κάποιου (ομάδας, αθλητή, ηθοποιού, κ.λπ.) (μτφ. δ. απο τη γαλλική récital = ρεσιτάλ)
τεχνογητεία: [η] (τέχνη + γητεία) βαθιά συγκίνηση από ένα μοναδικό έργο τέχνης (μτφ. δ. απο την ισπανική duende) (© Ju-87)
τεχνολογητεία: [η] (τεχνολογία + γητεία) (ε.φ.) τρίτος νόμος του Άρθουρ Κλαρκ που λεει πως κάθε προηγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να διακριθεί απο την μαγεία (μτφ. δ. απο την αγγλική Clarke's Third Law)
τεχνοπάθεια: [η] (τέχνη + -πάθεια) (ε.φ.) συνομιλία δύο ή περισσοτέρων ατόμων μέσω της σκέψης τους, η οποία αναμεταδίδεται με τεχνητά μέσα, κυρίως μέσω εγκεφαλικών εμφυτευμάτων, τεχνητή τηλεπάθεια (μτφ. δ. απο την αγγλική synthetic telepathy) (© Spiros252)
τεχνοσέντονο: [το] (τέχνη + σινδών) (ε.φ.) επεξηγηματικό κείμενο περι της αναφερομένης τεχνολογίας εντός ενός μυθιστορήματος (μτφ. δ. απο την αγγλική expository lump)
τηγανοτινάζω: [ρ.] (τηγάνι + τινάζω) το να μαγειρεύω με τρόπο κατα τον οποίο το φαγητό να τηγανίζεται με ελάχιστο ή καθόλου λάδι ή μαγειρικό λίπος (μτφ. δ. απο τη γαλλική sauter = σοτέ)
τηγανοτίναχτο: [το] (τηγάνι + τινάζω) σοταρισμένο φαγητό (μτφ. δ. απο τη γαλλική sauté = σοτέ)
τηλεβελόνα: [η] (τηλε- + βελόνα) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
τηλεδρομέας: [ο] (τηλε- + δρομέας) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© don't speak)
τηλεκαταδότης: [ο] (τηλε- + καταδότης) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
τηλεκατευθυντήρας: [ο] (τηλε- + κατευθηντήρας) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
τηλεκτροπάθεια: [η] (τηλε- + ηλεκτρο- + -πάθεια) (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα μέσω της οποίας είναι δυνατός ο έλεγχος μηχανημάτων, ηλεκτρονικών συσκευών ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική technopathy) (© Spiros252)
τηλενδοσυναίσθηση: [η] (τηλε- + ενδο- + συναίσθηση) (ε.φ.) η εξ τεραστίας αποστάσεως συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση ενός άλλου ατόμου, και η κατανόηση της συμπεριφοράς και των κινήτρων του (μτφ. δ. απο την αγγλική telempathic)
τηλεοχεία: [η] (τηλε- + οχεία) αποστολή αισθησιακών μηνυμάτων, φωτογραφιών ή βίντεο μέσω υπολογιστή ή κινητού τηλεφώνου (μτφ. δ. απο την αγγλική sexting)
τηλεπαΐων: [ο] (τηλε- + επαΐων) ο ανήκων σε ομάδα ανθρώπων που είναι (ή θεωρούνται) ειδήμονες σε κάποιο θέμα κι έχουν κληθεί για να μιλήσουν σε μια δημόσια συζήτηση (π.χ. τηλεοπτική, συνεδριακή κ.λπ.) για αυτό (μτφ. δ. απο την αγγλική panel = πάνελ) (© Ju-87)
τηλετεχνολογοπάθεια: [η] (τηλε- + τεχνολογία + -παθεια) (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα μέσω της οποίας είναι δυνατός ο έλεγχος μηχανημάτων, ηλεκτρονικών συσκευών ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική technopathy) (© killerbee)
τηλευθυντήρας: [ο] (τηλε- + ευθήνω + -τήρας) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© Nostalgia)
τηλεωρίτης: [ο] (τηλε- + ἀείρω + -τής) μη επανδρωμένο (τηλεκατευθυνόμενο) ιπτάμενο όχημα που χρησιμοποιείται για παρακολούθηση (μτφ. δ. απο την αγγλική observation drone)  
τιμαλφοκούτι: [το] (τιμαλφές + κυτίον) μικρή θήκη στην οποία τοποθετούνται χρυσαφικά (μτφ. δ. απο την ιταλική cassettina = κασετίνα)
τιτανοκέλυφος: [το] (τίτανας + κέλυφος) υποθετική μεγακατασκευή η οποία περικλείει έναν αστέρα και συσσωρεύει την ενέργεια που ο αστέρας εκπέμπει (μτφ. δ. απο την αγγλική dyson sphere = σφαίρα του Ντάισον) (© κάποιος_Νίκος)
τοίχαπτο: [το] (τοίχος + άπτω) τραπέζι με δύο πόδια, που από την άλλη πλευρά του στηρίζεται σε τοίχο, ημιτραπέζιο έπιπλο με μαρμάρινη επιφάνεια (μτφ. δ. απο τη γαλλική console = κονσόλα)
τοιχοδορά: [η] (τοίχος + δορά) επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης (μτφ. δ. απο την ιταλική tappezzeria = ταπετσαρία)
τοιχοδοραλείβω: [ρ.] (τοίχος + δορά + αλείβω) το να καλύπτω εσωτερικό τοίχο με επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης (μτφ. δ. απο την ιταλική tappezzare = ταπετσάρω)
τοιχοκνημίδα: [η] (τοίχος + κνημίδα) το πλαίσιο από σανίδια, πλάκες ή μάρμαρα στο κάτω μέρος τών εσωτερικών τοίχων οικοδομής για διακόσμηση τών τοίχων και για προφύλαξή τους από φθορά (μτφ. δ. απο την ιταλική passamento = πασαμέντο)
τοιχόλυχνο: [το] (τοίχος + λύχνος) φωτιστικό φτιαγμένο ειδικά για να τοποθετηθεί στον  (μτφ. δ. απο τη γαλλική applique = απλίκα)
τοιχοφημία: [η] (τοίχος + φήμη) φύλλο χαρτιού (ή από άλλο υλικό) που κολλιέται σε τοίχους ή ειδικούς χώρους και με το οποίο γνωστοποιείται ή ανακοινώνεται κάτι δημόσια (μτφ. δ.  απο την γαλλική affiche = αφίσα)
τορνάμμιλος: [η] (τόρνος + άμμιλος [γλυκό γενεθλίων]) γλυκό με βασικά συστατικά αλεύρι, ζάχαρη, αβγά και λάδι ή βούτυρο, συχνά με άλλα πρόσθετα όπως φρούτα, που φτιάχνεται στο φούρνο· σερβίρεται ειδικά σε γενέθλια, ονομαστικές γιορτές (μτφ. δ. απο την λατινική torta = τούρτα)
τραχυδέτης: [ο] (τραχύς + δένω) το χριτς χρατς, δυο επιφάνειες η μια με μικροσκοπικές θηλιές η άλλη με μικροσκοπικά γαντζάκια που όταν εφάπτονται με ελαφρή πίεση σταθεροποιούνται για να κλείσουν παπούτσια, ρούχα, τσάντες, θήκες κ.α. (μτφ. δ. απο την αγγλική εμπορική ονομασία velcro)
τριανδροδόχος: [η] (τρία- + ανήρ + -δόχος) γυναίκα η οποία συνευρίσκεται ερωτικά με τρεις άνδρες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmmm lady)
τριανδρόργιο: [το] (τρία- + ανήρ + όργιο) είδος ταινιών πορνό όπου τρεις άνδρες συνευρίσκονται ερωτικά με μία γυναίκα (μτφ. δ. απο την αγγλική fmmm) (© Ju-87)
τριανταφυλλίσκος: [ο] (τριαντάφυλλο + -ίσκος) δαχτυλίδι με μικρά πετράδια σε σχήμα ρόδου, γλυπτό ρόδο, έμβλημα παρασήμου σε σχήμα μικρού ρόδου που φοριέται στο πέτο (μτφ. δ. απο την ιταλική rosetta = ροζέτα)  
τριαστερίτης: [ο] (τρία- + αστέρας + -ίτης) πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα τριπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumternary planet)
τριβαρόσβουρο: [το] (τρία- + βάρος + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριβεμβικό: [το] (τρία- + βέμβικας) μη επανδρωμένο ιπτάμενο όχημα που διαθέτει τρία στροφεία (μτφ. δ. απο την αγγλική tricopter)
τριγυνανδροχεία: [η] (τρία- + γυνή + ανήρ + οχεία) ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm)
τριγύνοιφος: [ο] (τρία- + γυνή + οἴφω) άνδρας ο οποίος συνευρίσκεται ερωτικά με τρεις γυναίκες ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fffm lucky guy)
τριγυνόργιο: [το] (τρία- + γυνή + όργιο) είδος ταινιών πορνό όπου γίνεται ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm) (© Ju-87)
τριγωνόψωμο: [το] (τρίγωνο + ψωμί) σάντουϊτς τριγωνικού σχήματος με μεγάλη ποικιλία υλικών στη γέμιση (μτφ. δ. απο την αγγλική club sandwich = κλαμπ σάντουϊτς) (© Ju-87)
τριθήλανδρο: [το] (τρία- + θῆλυς + ανήρ) ταυτόχρονη ερωτική συνεύρεση τριών γυναικών με έναν άνδρα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fffm) (© clot)
τριλειχάλυσος: [η] (τρία + λείχω + άλυσος) σεξουαλική πράξη τριών ατόμων όπου έκαστος συμμετέχων κάνει στοματικό έρωτα σε έναν άλλον, σχηματίζοντες έτσι μια κλειστή αλυσίδα (μτφ. δ. απο την αγγλική threesome daisy chain)
τριμέρισμα: [το] (τρία- + μέρισμα) διαμέρισμα με ένα δωμάτιο, που νοικιάζεται συνήθως σε εργένηδες, φοιτητές, κ.α (μτφ. δ. απο τη γαλλική garçonnière = γκαρσονιέρα)
τριμυριόφυλλο: [το] (τρία- + μύριος + φύλλο) γλυκό με συνήθως τρείς στρώσεις φύλλων σφολιάτας που εναλλάσσονται με κρέμα ζαχαροπλαστικής, πασπαλισμένο με άχνη (μτφ. δ. απο τη γαλλική mille‐feuille = μιλφέιγ)
τριοπληστία: [η] (τρι + οπή + -πληστία) ερωτική πράξη κατα την οποία μία γυναίκα συνουσιάζεται, σοδομίζεται και πεοθηλάζει ταυτόχρονα (μτφ. δ. απο την αγγλική airtight sex)
τριοχεία: [η] (τρία- + οχεία) ερωτικό όργιο με τρεις συμμετέχοντες (μτφ. δ. απο την αγγλική threesome) (© Yochanan)
τριπλοβάτεμα: [το] (τριπλός + βατεύω) ερώτικη πράξη όπου συμμετέχουν τρεις άνδρες και μία γυναίκα (μτφ. δ. απο το αγγλικό ακρωνύμιο fmmm)
τρισηλιόχθονας: [ο] (τρία- + ήλιος + χθών) γαιόμορφος πλανήτης ο οποίος βρίσκεται σε τροχιά γύρω απο ένα τριπλό αστρικό σύστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική circumternary earth-like planet)
τρισογδήκιστο: [το] (τρις + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 27η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική  Brontobyte)
τριτωδοντόστοιχο: [το] (τρίτος +  ὀδών [δόντι] + στοίχος) τεχνητή επικολλούμενη οδοντοστοιχία (μτφ. δ. απο την ιταλική mascella = μασέλα)
τριφυλλέλικας: [ο] (τρίφυλλο + έλικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλοβέμβικας: [ο] (τρίφυλλο + βέμβικας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλορόδανο: [το] (τρίφυλλο + ροδάνι) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλόσβιγα: [η] (τρίφυλλο + σβίγα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλόσβουρα: [η] (τρία- + φύλλο + σβούρα) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλοστρόφιγγας: [ο] (τρίφυλλο + στρόφιγγας) ελικοειδής επίπεδη σβούρα με στηριζόμενο σε κυλισιοτριβέα περιστρεφόμενο άξονα (μτφ. δ. απο την αγγλική fidget spinner)
τριφυλλόστρωτο: [το] (τρίφυλλο + στρώνω) γλυκό με συνήθως τρείς στρώσεις φύλλων σφολιάτας που εναλλάσσονται με κρέμα ζαχαροπλαστικής, πασπαλισμένο με άχνη (μτφ. δ. απο τη γαλλική mille‐feuille = μιλφέιγ) (© Ju-87)
τριχοθηρίο: [το] (θριξ + θηρίο) γιγάντιο θηλαστικό που έχει εκλείψει από το πλειστόκαινο και έμοιαζε στη μορφή του με τον ελέφαντα (μτφ. δ. απο τη γαλλική mammuth = μαμούθ) (© Ju-87)
τρομουργία: [η] (τρόμος + έργο) σκηνή, ή υπόθεση τρόμου, αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός κινηματογραφικών έργων τρόμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική grand‐guignol = γκρανγκινιόλ)
τροφεκθέτης: [ο] (τροφή + εκθέτω) μεγάλο ρηχό πιάτο για σερβίρισμα (μτφ. δ. απο την ιταλική piattella = πιατέλα)
τροφοκυτίο: [το] (τροφή + κυτίο) μεταλλικό στεγανό δοχείο που περιέχει τρόφιμα (μτφ. δ. απο την ιταλική conserva = κονσέρβα) (© Ju-87)
τρόφολπο: [το] (τροφή + ὄλπη) τρόφιμο ή άλλο προϊόν που αλλοιώνεται εύκολα, διατηρημένο σε καλή κατάσταση μέσα σε αεροστεγές δοχείο μετά από κατάλληλη επεξεργασία (μτφ. δ. απο την ιταλική conserva = κονσέρβα)
τροχαλωθονίζω: [ρ.] (τροχαλός + οθόνη + -ίζω) το να κινώ κείμενο (ιστοδελίδας) προς τα πάνω ή προς τα κάτω, στην οθόνη του υπολογιστή (μτφ. δ. απο την ιταλική rollare = ρολάρω)
τροχαλωτό: [το] (τροχαλός + -ωτό) είδος κλωστής, κυρίως για κέντημα (μτφ. δ. απο τη γαλλική moulinée = μουλινέ)
τροχήλεγχο: [το] (τροχός + έλεγχος) το τιμόνι του αυτοκινήτου (μτφ. δ. απο τη γαλλική volant = βολάν) (© Ju-87)
τροχηρίδα: [η] (τροχός + ἔρεισμα) βοηθητικός τροχός παιδικών ποδηλάτων, η ροδίτσα
τροχόδραμα: [το] (τροχός + δράμα) είδος δραματικής ταινίας που εκτυλίσσεται κατα την διάρκεια ενός αυτοκινητιστικού ταξιδιού (μτφ. δ. απο την αγγλική road movie)
τροχοπρατήριο: [το] (τροχός + πρατήριο) αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά (μτφ. δ. απο την ιταλική cantina = καντίνα)
τροχοπτέρυγο: [το] (τροχός + -πτέρυγο) ιπτάμενο αυτοκίνητο (μτφ. δ.  απο την αγγλική aerocar)
τροχορυμούλκα: [η] (τροχός + ρυμούλκα) μεγάλο φορτηγό με ρυμουλκούμενη καρότσα (μτφ. δ. απο την τουρκ. telika = νταλίκα)
τσουχτρεύωδο: [το] (τσουχτερός + ευωδία) οινοπνευματώδες αρωματικό υγρό που επαλείφεται στο δέρμα μετά το ξύρισμα (μτφ. δ. απο την αγγλική after shave = άφτερ-σείβ)
τυμπαναλτήρας: [ο] (τύμπανο + -αλτήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα  (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
τυμπανοβατήρας: [ο] (τύμπανο + βατήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα  (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
τυπτακονητής: [ο] (τύπτω + ακονητής) η κιμωλία με την οποία ακονίζεται το κεφάλι της στέκας του μπιλιάρδου (μτφ. δ. απο την τουρκ. tαbαsir = τεμπεσίρι)
τυπτήρας: [ο] (τύπτω + -ήρ) σιδερένιος κοντός κόπανος για το χτύπημα, το μαλάκωμα και την πλάτυνση τού κρέατος (μτφ. δ. απο την τουρκ. tokmak = τοκμάκι)
τυπτοψία: [η] (τύπτω + όψη) χειρονομία απελπισίας όπου η παλάμη χτυπάει ελαφρώς το πρόσωπο (μτφ. δ. απο την αγγλική facepalm) (© Ju-87)
τυροβουκρεόψωμο: [το] (τυρί + βους + κρέας + ψωμί) σάντουιτς με στρογγυλό ψωμάκι και μπιφτέκι από κρέας (μτφ. δ. απο την αγγλική cheeseburger = τσίζμπουργκερ) (© Ju-87)
τυροδισκέψημα: [το] (τυρί + δίσκος + ἕψημα) στρώμα ζύμης, συνήθως στρογγυλό, με διάφορα υλικά από πάνω, όπως τυρί, ντομάτα, ζαμπόν, μανιτάρια κ.λπ. ή ό,τι άλλο επιθυμείται, το οποίο ψήνεται στο φούρνο (μτφ. δ. απο την ιταλική pizza = πίτσα) (© Ju-87)
τυροδισκεψηματίας: [ο] (τυρί + δίσκος + ἕψημα + -τίας) άτομο που εργάζεται σε πιτσαρία (μτφ. δ. απο την ιταλική pizza = πιτσαδόρος) (© Ju-87)
τυρόπομφο: [το] (τυρί + πομφός) είδος φαγητού που περιέχει διάφορα τυριά και, καθώς ψήνεται στο φούρνο, φουσκώνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική soufflé = σουφλέ)
τυχαιοθετημένα: [επιρρ.] (τυχαίος + τίθημι) απερίσκεπτα, χωρίς υπολογισμό, στην τύχη (μτφ. δ. απο την τουρκ. goturu = κουτουρού)
τυχεραγωγός: [ο] (τυχερός + αγωγός) άνθρωπος, αντικείμενο ή ζώο που θεωρείται ότι φέρνει τύχη (μτφ. δ. απο τη γαλλική mascotte = μασκότ) (© Ju-87)
τυχεύρημα: [το] (τύχη + εύρημα) τυχαία ανακάλυψη ή εφεύρεση (μτφ. δ. απο την αγγλική serendipity) (© Ju-87)

Υ
υαλάγυνος: [ο] (ὕαλος + λάγυνος) επιτραπέζια γυάλινη φιάλη (μτφ. δ. απο την ιταλική caraffa = καράφα)
υαλόδημα: [το] (ὕαλος + δέω) γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας, τα λουστρίνια, παπούτσια απ’ αυτό το δέρμα (μτφ. δ. απο την ιταλική lustrino = λουστρίνι)
υαλοπροθήκη: [η] (ὕαλος + προθήκη) η προθήκη καταστήματος όπου τοποθετούνται επιλεγμένα εμπορεύματα πίσω από τζάμι, ώστε να είναι ορατά από το δρόμο (μτφ. δ. απο τη γαλλική vitrine = βιτρίνα)
υβρίδεσμος: [ο] (υβρίδιο + δεσμός) φιλική σχέση δύο ατόμων, όπου ο μεν επιθυμεί να μετατραπεί σε ερωτική ο δε όχι (μτφ. δ. απο την αγγλική friendzone)
υγραναπνοή: [η] (υγρός + αναπνοή) αναπνοή μέσω καταλλήλου υγρού που κατακλύει τους πνεύμονες (μτφ. δ. απο την αγγλική liquid breathing)
υδραυλοκλειδοκύμβαλο: [το] (υδραυλικό + κλειδοκύμβαλο) μηχανικό πιάνο του οποίου τα πλήκτρα κινούνται με κατάλληλο μηχανισμό (μτφ. δ. απο την ιταλική pianola = πιανόλα)
υδρελαιίνη: [η] (ὕδωρ + έλαιον + -ίνη) ιατρική λιπαντική ουσία (μτφ. δ. απο τη γαλλική vaseline = βαζελίνη) (© Ju-87)
υδρερημίκτιδα: [η] (κουνάβι [ἴκτις] της Σιβηρίας [su ber = υδάτινη έρημος στα τουρκοταταρικά]): σαρκοφάγο ζώο της οικογένειας των μουστελιδών που απαντάται κυρίως στη Σιβηρία (μτφ. δ. απο την τουρκ. samur = σαμούρι)
υδροβομβίσκος: [ο] (ὕδωρ + βόμβος + -ίσκος) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
υδρογονάντλιο: [το] (υδρογόνο + αντλώ) (ε.φ.) χωνοειδές εξάρτημα υλαδραχτηγού διαστημοπλοίου (ramjet) το οποίο συλλέγει τα μόρια υδρογόνου του διαστρικού χώρου (μτφ. δ. απο την αγγλική ramscoop)
υδροζίγγος: [ο] (ὕδωρ + ζίγγος) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
υδροθροΐσκος: [ο] (ὕδωρ + θροΐσκος) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
υδροϊθύνωπο: [το] (ὕδωρ + ιθύνων + ὤψ) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle)
υδρομβώτιο: [το] (ὕδωρ + ρόμβος + ὠτίον) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle)
υδρόμηλο: [το] (ὕδωρ + μήλο) ο εδώδιμος καρπός της ντοματιάς (μτφ. δ. απο την ισπανική tomate = ντομάτα) (© Ju-87)
υδρομπότ: [το] (ὕδωρ + ρομπότ) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (μτφ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Hellegennes)
υδροπεπονόκηπος: [ο] (υδροπέπων + κήπος) φυτεία καρπουζιών (μτφ. δ. απο την τουρκ. bostan = μποστάνι)
υδροπύραυλος: [ο] (ὕδωρ + πύραυλος) υποβρύχιο βλήμα που εκτοξεύεται από υποβρύχια ή πλοία επιφανείας με σκοπό την ανατίναξη εχθρικών πλοίων (μτφ. δ. απο τη γαλλική torpille = τορπίλη) (© Αlchemist501)
υδροταλωειδές: [το] (ὕδωρ + ταλωειδές) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Ju-87)
υδροτενθρήνιο: [το] (ὕδωρ + τενθρήνιο) μη επανδρωμένο σκάφος επιφανείας (σημ. δ. απο την αγγλική unmanned surface vehicle) (© Sophistes)
υδροχαύνω: [ρ.] (ὕδωρ + χαύνω) το να βάζω κάτι σε υγρό συνήθως για να μαλακώσει (μτφ. δ. απο την ισπανική molliare = μουλιάζω)
υλαδραχτηγό: [το] (ύλη + αδράχνω + άγω) υποθετικό διαστημόπλοιο, που χρησιμοποιεί ως καύσιμο του κινητήρα-αντιδραστήρα σύντηξης την διαστρική ύλη, η οποία συγκεντρώνεται κατα την κίνηση του σκάφους με ένα χωνοειδές μαγνητικό πεδίο που βρίσκεται στην πλώρη του διαστημοπλοίου (μτφ. δ. απο την αγγλική Bussard ramjet)
υλογιστρόνιο: [το] (ύλη + λογιστής + -όνιο) (ε.φ.) μορφή ύλης η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ηλεκτρονικός υπολογιστής (μτφ. δ. απο την αγγλική computronium) (© Spiros252)
υλοπάγουρο: [το] (ύλη + παγούρι) ξύλινο δοχείο κρασιού (μτφ. δ. απο την ιταλική ciotola = τσότρα)
υλόρρυτο: [ο] (ύλη + ῥυτόν) ξύλινο δοχείο για κρασί (μτφ. δ. απο την ιταλική flaska = πλόσκα)
υμεναλτήρας: [ο] (υμένας + αλτήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
υμενοβατήρας: [ο] (υμένας + βατήρας) τυμπανοειδές όργανο γυμναστικής στο οποίο εκτινάζεται ένας αθλητής επιτυγχάνοντας ψηλά επι τόπου άλματα (μτφ. δ. απο την ιταλική trampolino = τραμπολίνο)
υμενοτυπία: [η] (υμένας + τύπος) διάφανη μεμβράνη με εικόνα, που μπορεί να κολληθεί σε λεία επιφάνεια, συνήθως μόνο με νερό (μτφ. δ. απο την ιταλική decalcomania = χαλκομανία)
υπαιθρόγευμα: [το] (ύπαιθρος + γεύμα) προχειρο υπαίθριο γεύμα, σε εκδρομή (μτφ. δ. απο τη γαλλική pique-nique = πικνίκ)
υπάμφισκο: [το] (υπο + άμφιο + -ισκο) είδος φαρδιού και ελαφρού γυναικείου πουκάμισου, ευρύχωρος γυναικείος χιτώνας (μτφ. δ. απο την ιταλική camisole = καμιζόλα)
υπαρκτηριγμός: [ο] (υπαρκτός + έρεισμα) (ε.φ.) η σχέση με την επιστημονική πραγματικότητα ενός έργου ε.φ. – ο βαθμός “σκληρότητας” ενός έργου ε.φ. (μτφ. δ. απο την αγγλική subjunctivity)
υπεδώδιμο: [το] (υπο + ἐδώδιμος) τραπεζομάντηλο μαζί με όλα τα επιτραπέζια σκεύη (μτφ. δ. απο τη γαλλική couvert = κουβέρ)
υπεραδρανειακό: [το] (υπερ + αδράνεια) (ε.φ.) πεδίο μέσα στο οποίο ακινητοποιούνται όλα τα σώματα (μτφ. δ. απο την αγγλική stasis field)
υπεραντικλείδι: [το] (υπερ + αντικλείδι) κλειδί με το οποίο μπορούν να ανοιχτούν όλες οι κλειδαριές (μτφ. δ. απο τη γαλλική passe‐partout = πασπαρτού)
υπερδιακοσμισμός: [ο] (υπερ + διακοσμώ + -ισμός) καλλιτεχνική τεχνοτροπία του 17ου-18ου αιώνα που εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά την Αναγέννηση και χαρακτηρίζεται από μια υπερβολή στην πολυτέλεια και τη διακόσμηση που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος (μτφ. δ. απο τη γαλλική baroque = μπαρόκ) (© Ju-87)
υπερεκπομπή: [η] (υπερ + εκπομπή) είδος εκπομπής που αναφέρεται στη αποστολή ενός μηνύματος - πακέτου σε όλους τους δέκτες που ανήκουν στο υποδίκτυο ενός δικτύου υπολογιστών (μτφ. δ. απο την αγγλική broadcast) (© Sophistes),
υπερηχόβλημα: [το] (υπέρηχος + βλήμα) πύραυλος που κινείται ταχύτερα του ήχου (μτφ. δ. απο την αγγλική supersonic missile) (© κάποιος_Νίκος)
υπερκρασία: [η] (υπερ + κρᾶσις) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της θερμοκρασίας, η Πλανκ θερμοκρασία (© Spiros252)
υπερλυκωκύτητα: [η] (υπερ + λύκη + ωκύτητα) ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (μτφ. δ. απο τη γερμανική Überlichtgeschwindigkeit)
υπερνεολαμφοδεύω: [ρ.] (υπερνεολαμπής + ὁδεύω) (ε.φ.) το να πορεύεται ένα άστρο στο να εκραγεί ως υπερνεολαμπές (μτφ. δ. απο την αγγλική go nova)
υπερτοιχισμός: [ο] (υπερ + τοίχος + -ισμός) είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcours = παρκούρ)
υπερυθραπορροφητήρας: [ο] (υπέρυθρος + απορροφητήρας) μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial) (© Spiros252),
υπερυθρηστής: [ο] (υπέρυθρο + -έστης [κατα το ωμηστής]) μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial)
υπερφωτώθηση: [η] (υπερ + φως + ώθηση) κίνηση με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική faster than light)
υπερφωτωθητήρας: [ο] (υπερ + φως + ώθηση) κινητήρας με τον οποίον επιτυγχάνονται ταχύτητες μεγαλύτερες εκείνης του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική overdrive)
υπερωθητήρας: [ο] (υπερ + φως + ώθηση) (ε.φ.) μηχανισμός ώθησης διαστημοπλοίων που τα επιτρέπει να μεταβαίνουν σε ένα παράλληλο ή ανώτερο διαστατικά σύμπαν και να κινούνται ταχύτερα του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική hyperdrive)
υπερωκύτητα: [η] (υπερ + ωκύτητα) (ε.φ.) ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική hyperspeed)
υποαιθέρας: [ο] (υπο + αιθέρας) (ε.φ.) υποθετικό μέσο που καταλαμβάνει όλο το σύμπαν και αλληλεπιδρά ασθενώς με την ηλεκτρομαγνητική δύναμη (μτφ. δ. απο την αγγλική sub-ether) (© Alchemist501)
υποβαθρεπιβάτης: [ο] (υπόβαθρο + επιβάτης) άτομο το οποίο εσκεμμένα ή μη καταστρέφει με την φυσική του παρουσία την αισθητική του φόντου μιας φωτογράφισης (μτφ. δ. απο την αγγλική photo bomber)
υποβαθρεπιβίβαση: [η] (υπόβαθρο + επιβίβαση) η εισβολή στο φόντο μιας ξένης φωτογράφισης (μτφ. δ. απο την αγγλική photobomb)
υποβαθρότυπο: [το] (υπόβαθρο + τύπος) επαναλαμβανόμενο, συνήθως, διακοσμητικό στοιχείο σε μια σύνθεση (μτφ. δ. απο την ιταλική motivo = μοτίβο)
υποβαθροχαλαστής: [ο] (υπόβαθρο + χαλαστής) άτομο το οποίο εσκεμμένα ή μη καταστρέφει με την φυσική του παρουσία την αισθητική του φόντου μιας φωτογράφισης (μτφ. δ. απο την αγγλική photo bomber)
υποβαθροχαλάστρα: [η] (υπόβαθρο + χαλάστρα) η εισβολή στο φόντο μιας ξένης φωτογράφισης (μτφ. δ. απο την αγγλική photobomb)
υποδεκτήριο: [το] (υποδέχομαι + -ήριο) ευρύχωρος χώρος, συνήθως σε θέατρο, κινηματογράφο ή άλλο μέρος κοινωνικών εκδηλώσεων, ο οποίος εξυπηρετεί την υποδοχή των θεατών ή των επισκεπτών αλλά και την παραμονή τους σε περιόδους διαλειμμάτων (μτφ. δ. απο τη γαλλική foyer = φουαγιέ)
υποδυτήριο: [το] (υποδύομαι + -ήριο) δωματιάκι στα παρασκήνια ενός θεάτρου, που εξυπηρετεί τους ηθοποιούς (μτφ. δ. απο την ιταλική camerino = καμαρίνι)
υποκέντιο: [το] (υπο + κεντώ) βαμβακερό ύφασμα, συνήθως με προσχέδιο, πάνω στο οποιο γίνεται το κέντημα (μτφ. δ. απο τη γαλλική étamine = εταμίνα)
υποκόχλιο: [το] (υπο + κοχλίας) μικρός κύκλος από δέρμα, καουτσούκ ή μέταλλο που χρησιμεύει για το καλύτερο σφίξιμο της βίδας (μτφ. δ. απο την ιταλική rondella = ροδέλα)
υπολυκωκέως: [επιρρ.] (υπο + λύκη + ωκύς) για κάτι του οποίου η ταχύτητα είναι μικρότερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική sublight)
υπολυκωκύς: [ο] (υπο + λύκη + ωκύς) (ε.φ.) επίθ. για κάποιον που κινείται με ταχύτητα μικρότερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική sublight)
υπολυκωκύτητα: [η] (υπο + λύκη + ωκύτητα) ταχύτητα μικρότερη του φωτός (μτφ. δ. απο την αγγλική sublight)
υπολυχνόφαντο: [το] (υπο + λύχνος + φαίνομαι) ημιδιάφανο σχέδιο που με ειδική τεχνική αποτυπώνεται στη μάζα χαρτιού και είναι εμφανές, όταν κρατήσει κανείς το χαρτί κόντρα στο φως (μτφ. δ. απο τη γαλλική filigrane = φιλιγκράν)
υπομακρόρρυθμα: [επιρρ.] (υπο + μακρύς + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν βαριά ταχύτητα (λίγο πλατιά) στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική larghetto = λαργκέτο)
υπομετριόρρυθμα: [επιρρ.] (υπο + μέτριος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν ακόμα λιγότερο αργή ως και μεσαία ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική andantino = ανταντίνο)
υποπήχιο: [το] (υπο + πήχυς) το μπράτσο την καρέκλας ή της πολυθρόνας (μτφ. δ. απο την ιταλική braccio = μπράτσο)
υπορρυθμεντατικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + ἔντασις) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού, συγκεκριμένα την ταυτόχρονη αύξηση της έντασης (μτφ. δ. απο την ιταλική allargendo = αλαργκέντο)
υπορρυθμοβραδυτικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + βραδύνω) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού και σταδιακή σίγαση (μτφ. δ. απο την ιταλική ralletando = ραλετάντο)
υπορρυθμοδιστακτικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + διστάζω) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την διστακτική επιβράδυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική ritenende = ριτενέντε)
υπορρυθμοκατασιγακτικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + διστάζω) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού με ταυτόχρονη κατασίγαση (μτφ. δ. απο την ιταλική sledanto = σλεντάντο)
υπορρυθμοκινητικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + κίνηση) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού, συγκεκριμένα την ταυτόχρονη μείωση της κινητικότητας (μτφ. δ. απο την ιταλική meno mosso = μένο μόσο)
υπορρυθμοκλιμακωτά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + κλιμακώνω) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού, συγκεκριμένα την σταδιακή μείωση της έντασης (μτφ. δ. απο την ιταλική ritardanto = ριταρντάντο)
υπορρυθμοπλατυτικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + πλατύνω) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού, συγκεκριμένα την ταυτόχρονη μείωση της έντασης και την πλάτυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική largando = λαργκάντο)
υπορρυθμοσιγαστικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + σίγαση) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την επιβράδυνση του ρυθμού, συγκεκριμένα την ταυτόχρονη μείωση ρυθμού και έντασης (μτφ. δ. απο την ιταλική calando = καλάντο)
υπορρυθμοσυγκρατητικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + συγκρατώ) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την συγκρατημένη επιβράδυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική ritenuto = ριτενούτο)
υπορρυθμοσυρτικά: [επιρρ.] (υπο + ῥυθμός + σύρομαι) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που δηλώνει την συρόμενη επιβράδυνση του ρυθμού (μτφ. δ. απο την ιταλική strascinando = στραστσινάντο)
υποστεγοδιάδρομος: [το] (υπόστεγο + διάδρομος) μακρόστενος εξωτερικός σκεπασμένος εξώστης λαϊκής κατοικίας (μτφ. δ. απο την τουρκ. hayat = χαγιάτι)
υποστήγυρις: [η] (υπόστεγο + ἄγυρις) η σκεπαστή αγορά υφασμάτων αλλά και άλλων εμπορευμάτων (μτφ. δ. απο την τουρκ. bedesten = μπεζεστένι)
υπόσυμπαν: [το] (υπο + σύμπαν) (ε.φ.) σύμπαν το οποίο συνυπάρχει με το γνωστό και στο οποίο όμως ισχύουν διαφορετικοί φυσικοί νόμοι, όπως π.χ. το ότι είναι δυνατή διαμέσω αυτού μια ταχύτερη του φωτός τηλεπικοινωνία (μτφ. δ. απο την αγγλική subspace)
υποσυμπάντιος: [ο] (υπο + σύμπαν) άτομο που κατοικεί στην επιφάνεια ενός πλανήτη, αντίθετα με κάποιον που διαμένει στο διάστημα (μτφ. δ. απο την αγγλική dirtsider)
υποτροχιόδρομος: [ο] (υπο + τροχιόδρομος) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, υπόγειος ή ημιυπόγειος, που εξυπηρετεί μια μεγάλη πόλη (μτφ. δ. απο τη γαλλική métro = μετρό)
υποφαιδρόρρυθμα: [επιρρ.] (υπο + φαιδρός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν μεσαία ως και λίγο γρήγορη ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική allegretto = αλεγκρέτο)
υπωμίδα: [η] (υπο + ώμος + -ίδα) στρώμα υλικού, συνήθως από βαμβάκι, που μπαίνει κάτω από το εξωτερικό ύφασμα, για να ενίσχυσει κάποιο σημείο, συνήθως τους ώμους (μτφ. δ. απο την ιταλική ovatta = βάτα)
υστεραγχίνοια: [η] (ύστερος + αγχίνοια) καθυστερημένα ειπωμένη κατάλληλη απάντηση (μτφ. δ. απο τη γαλλική l’esprit de l’escalier)
υστερονεωτερισμός: [ο] (ύστερος + νεωτερισμός) καλλιτεχνικό ή γενικότερα πνευματικό ρεύμα που αμφισβητεί τις σύγχρονες συνήθειες, θεωρίες και πρακτικές και αναζητά κάτι καινούργιο (μτφ. δ. απο την αγγλική metamodernism = μεταμοντερνισμός)
υφηρεμόρρυθμα: [επίρρ.] (υπο + ἥμερος + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν αργή (λίγο ήρεμη) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική adagietto = αντατζιέτο)
υφιμάτιο: [το] (υπο + ἱμάτιον) πρόσθετη λουρίδα υφάσματος που ράβεται για μάκρεμα, φάρδεμα ή διακόσμηση στο κύριο ύφασμα (μτφ. δ. απο την ιταλική fascia = φάσια)
υφοδοτώ: [ρ.] (ύφος + δίδωμι) το να δημιουργώ καλλιτεχνικό έργο με ορισμένη τεχνοτροπία (μτφ. δ. απο την ιταλική stilizzare = στιλιζάρω)
υψιθέσιο: [το] (ὕψι + -θέσιο) κάθισμα που μοιάζει με καρέκλα αλλά συνήθως υψηλότερο, χωρίς πλάτη και μπράτσα (μτφ. δ. απο τη γαλλική escabeau = σκαμπό)
υψικεράτιο: [το] (ὕψι + κεράτιο) το πνευστό ορειχάλκινο μουσικό όργανο, όμοιο με την τρομπέτα αλλά μικρότερων διαστάσεων και υψηλότερης τονικής έκτασης, που χρησιμοποιείται κυρίως στη σύγχρονη τζαζ (μτφ. δ. απο την ιταλική cornetto = κορνέτο)
υψοτονόφθογγα: [επίρρ.] (ύψος + τόνος + φθόγγος) μέθοδος μουσικής ανάγνωσης, που συνίσταται στο να διακρίνονται ακουστικά οι ρυθμικές και μελωδικές αξίες των φθόγγων (μτφ. δ. απο τη γαλλική solfège = σολφέζ)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης