Εργαστήριο πρωτολογισμών
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Φι - Ωμέγα

Πήγαινε κάτω

Φι - Ωμέγα Empty Φι - Ωμέγα

Δημοσίευση από Ζενίθεδρος 4/5/2019, 02:17

Φ
φαγητοθήκη: [η] (φαγητο + θήκη) στρογγυλό ή τετράγωνο πλαστικό ή γυάλινο δοχείο με καπάκι για τη φύλαξη φαγητού στο ψυγείο (μτφ. δ. απο την αγγλική bowl = μπολ) (© Ju-87)
φαγοπρεπίδι: [το] (φαΐ + πρεπίδι) το κάθετι πρόσθετο για λόγους διακόσμησης ενός φαγητού (μτφ. δ. απο τη γαλλική garniture = γαρνιτούρα)
φαιδρόρρυθμα: [επιρρ.] (φαιδρός + ῥυθμός) μουσικός όρος της ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν ελαφρώς γρήγορη (πρόσχαρη) ταχύτητα στην εκτέλεσή τους (μτφ. δ. απο την ιταλική allegro = αλέγκρο)
φαιογλυχύαλος: [ο] (φαιός + γλυκός + ὓαλος) είδος κρυσταλλικής σκουρόχρωμης ζάχαρης (μτφ. δ. απο την ιταλική candi = κάντιο)
φαιόπυρρo: [το] (φαιός + πυρρός) σκούρο ξανθό χρώμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική cendré = σαντρέ)
φαλαντίνη: [η] (φαλός [γιαλιστερός] + -ίνη) είδος λιπαρού καλλυντικού σε παχύρρευστη κατάσταση, που χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για να προσδώσει στα μαλλιά στιλπνότητα και να συγκρατεί το χτένισμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική brillantine = μπριγιαντίνη) (© Ju-87)
φαλλόζωνο: [το] (φαλλός + ζώνη) προσδεόμενο ομοίωμα πέους (μτφ. δ. απο την αγγλική strapon = στράπον) (© Ju-87)
φαντασιακόλουθος: [ο] (φαντασιακό + ακόλουθος) (ε.φ.) οπαδός του φαντασιακού μυθιστορήματος ή της επιστημονικής φαντασίας, ο οποίος συμμετέχει ενεργά σε σχετικές εκδηλώσεις ή είναι μέλος σχετικής ομάδας (μτφ. δ. απο την αγγλική actifan)
φαντασιακοφανές: [το] (φαντασιακό + -φανές) είδος λογοτεχνίας ή κινηματογράφου που μοιάζει μεν με τα αντίστοιχα είδη επιστημονικής φαντασίας, αλλα ανήκει στο κυρίαρχο ρεύμα (μτφ. δ. απο την αγγλική slipstream)
φαντασιδίωμα: [το] (φαντασία + ιδίωμα) αργκώ των οπαδών επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική fanspeak)
φαντασιομελόδραμα: [το] (φαντασία + μελόδραμα) (ε.φ.) είδος επιστημονικής φαντασίας με μελό περιεχόμενο, που αποσκοπεί δηλαδή στην εύκολη συγκίνηση τών αναγνωστών (μτφ. δ. απο την αγγλική feelie)
φαντασιοπαδισμός: [ο] (φαντασία + οπαδισμός) (ε.φ.) ο φανατισμός για την επιστημονική φαντασία (μτφ. δ. απο την αγγλική fannishness)
φαντασιοπαδός: [ο] (φαντασία + οπαδισμός) (ε.φ.) οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική fanning)
φελλοκοχλίας: [ο] (φελλός + κοχλίας) σπειροειδές εργαλείο σαν τρυπάνι που μπήγεται στα πώματα από φελλό και βοηθά στον αποπωματισμό, ο εκπωματιστήρας φελλών (μτφ. δ. απο τη γαλλική tire‐bouchon = τιρμπουσόν)
φερελπιδομάναρο: [το] (φέρελπις + μανάρι) ο προστατευόμενος φέρελπις (μτφ. δ. απο τη γαλλική poulain = πουλέν)
φιλεμπειρία: [η] (φίλος + εμπειρία) η λαχτάρα για ταξίδια σε ξένα μέρη (μτφ. δ. απο τη γερμανική fernweh)
φιλεύγεστος: [ο] (φίλος + εύγεστος) αυτός που του αρέσουν τα ωραία και δημιουργημένα με μεράκι πράγματα (μτφ. δ. απο την τουρκ. merakli = μερακλής)
φιλόφιλος: [ο] (φίλος + φίλος) άτομο με το οποίο συνευρίσκεται κάποιος, αραιά και που, αποκλειστικά και μόνο για να συνουσιάζεται μαζί του (μτφ. δ. απο την αγγλικη fuckbuddy) (© Τζακ Πάλανς)
φλοιογίγαντας: [ο] (φλοιός + γίγαντας) γιγαντιαίος πλανήτης χωρίς πυρήνα αποτελούμενος απο έναν πετρώδη φλοιό (μτφ. δ. απο την αγγλική giant rocky mantle)
φορτοδιάδρομος: [ο] (φορτώνω + διάδρομος) κεκλιμένο επίπεδο, τοποθετημένο έτσι που να επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ δύο οριζόντιων επιπέδων, όταν αυτά βρίσκονται σε διαφορετικό ύψος (μτφ. δ. απο τη γαλλική rampe = ράμπα)
φουσκόγευμα: [το] (φούσκα + γεύμα) είδος φαγητού που περιέχει διάφορα τυριά και, καθώς ψήνεται στο φούρνο, φουσκώνει (μτφ. δ. απο τη γαλλική soufflé = σουφλέ) (© Ju-87)
φραγματοδρομία: [η] (φράγμα + δρομώ) είδος εξτρέμ αθλήματος που εκτελείται συνήθως σε αστικό περιβάλλον και κατά το οποίο οι ασχολούμενοι διανύουν μια διαδρομή από ένα σημείο σε άλλο ξεπερνώντας οποιαδήποτε εμπόδια, πχ. μάντρες, τείχη, κλπ. χωρίς τη χρήση εργαλειών (μτφ. δ. απο τη γαλλική parcours = παρκούρ)
φρακτεπαδαμάντινο: [το] (φρακτός + επί + αδάμας) η τεχνική τής περίκλειστης σμάλτωσης καθώς και τα προϊόντα τής τεχνικής αυτής, η οποία συνίσταται σε συγκόλληση επάνω σε μεταλλική επιφάνεια, σύμφωνα με το περίγραμμα τού σχεδίου, λεπτών μεταλλικών λωρίδων και στο γέμισμα με σμάλτο τών δημιουργούμενων κυψελωτών χώρων, τών αποκαλούμενων κλουαζόν (μτφ. δ. απο τη γαλλική cloisonné = κλουαζονέ)
φρηναυδία: [η] (φρήν + αὐδῶ) (ε.φ.) συνομιλία δύο ή περισσοτέρων ατόμων μέσω της σκέψης τους, η οποία αναμεταδίδεται με τεχνητά μέσα, κυρίως μέσω εγκεφαλικών εμφυτευμάτων, η τεχνητή τηλεπάθεια (μτφ. δ. απο την αγγλική synthetic telepathy)
φρηναυδώ: [ρ.] (φρήν + αὐδῶ) (ε.φ.) το να συνομιλώ μέσω τεχνητής τηλεπάθειας (μτφ. δ. απο την αγγλική synthetic telepathy)
φρυγαναρτιά: [η] (φρύγανο + άρτος) πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (μτφ. δ. απο την αγγλική toast = τοστ) (© Ju-87)
φρυγανένδυτο: [το] (φρύγανο + ένδυτο) σφαιρικό ή κυλινδρικό παρασκεύασμα από πουρέ πατάτας, κιμά, ψάρι κ.λπ., πασπαλισμένο με τριμμένη φρυγανιά και βουτηγμένο σε χτυπημένο αβγό πριν από το τηγάνισμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική croquette = κροκέτα)
φρυγανόψωμο: [το] (φρύγανο + ψωμί) πρόχειρο φαγητό από δύο φέτες ψωμί όχι απαραίτητα τετράγωνου σχήματος γεμισμένες με φέτες από τυρί, ζαμπόν ή κάτι άλλο· ψήνεται σε συσκευή με δύο μαντεμένιες πλάκες (μτφ. δ. απο την αγγλική toast = τοστ) (© Ju-87)
φτεροβόας: [ο] (φτερό + βόας) γυναικείο περιλαίμιο με χρωματιστά φτερά (μτφ. δ. απο τη γαλλική boa = μποά)
φυγοφρουρώ: [ρ.] (φεύγω + φρουρώ) το να αλλάζω ευμενώς βάρδια φρουράς (μτφ. δ. απο την ιταλική scansare = σκαντζάρω)
φυλλανοιχτής: [ο] (φύλλο + ανοίγω) υπάλληλος χαρτοπαικτικής λέσχης που επιβλέπει το ποντάρισμα τών παικτών, μοιράζει τα κέρδη στους παίκτες και συγκεντρώνει τα χρήματα τού πάγκου (μτφ. δ. απο τη γαλλική croupier = κρουπιέρης)
φυλλοκράτηση: [η] (φύλλο + κρατώ) χαρτοπαικτικός όρος που δηλώνει ότι οι παίκτες δεν θέλουν να αλλάξουν φύλλα (μτφ δ. απο τη γαλλική servi = σερβί)
φυλλοπλήθον: [το] (φύλλο + πλήθω) φαγητό που φτιάχνεται τυλίγοντας ρύζι με ή χωρίς κιμά σε αμπελόφυλλα ή φύλλα λάχανου (μτφ. δ. απο την τουρκ. dolma = ντολμάς)
φυλοδιαφορισμός: [ο] (φύλο + διαφορά + -ισμός) οι διακρίσεις και η προκατάληψη που βασίζονται στο φύλο (μτφ. δ. απο την αγγλική sexism = σεξισμός) (© Ju-87)
φυλοδιαφοριστής: [ο] (φύλο + διαφορά + -ισμός) άτομο με προκαταλήψεις που βασίζονται στο φύλο (μτφ. δ. απο την αγγλική sexist = σεξιστής) (© Ju-87)
φωταντλητής: [ο] (φως + αντλώ) (ε.φ.) σμήνος αληλοσυνδεομένων δορυφόρων που σχηματίζουν νέφος τριγύρω απο ένα άστρο και αντλούν ενέργεια απο την ακτινοβολία του (μτφ. δ. απο την αγγλική stellar engine)
φωτερυθροφάγος: [ο] (φως + ερυθρό + -φάγος) μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial) (© Spiros252),
φωτονιοφάγος: [ο] (φωτόνιο + -φάγος) μονωτικό υλικό το οποίο απορροφά την υπέρυθρη ακτινοβολία (μτφ. δ. απο την αγγλική infrared absorption metamaterial) (© Spiros252),
φωτοστικταγγέλλω: [ρ.] (φως + στικτός + αγγέλω) το να στέλνω πληροφορίες μέσω φωτοστικταγγέλτη, δηλαδή ακτινοβολία λέιζερ (μτφ. δ. απο την αγγλική tight-beam v)
φωτοστικταγγέλτης: [ο] (φως + στικτός + αγγέλω) εξάρτημα το οποίο μεταδίδει πληροφορίες μέσω ακτινοβολίας λέιζερ (μτφ. δ. απο την αγγλική tight-beam)
φωτοστικτοβόλο: [το] (φως + στικτός + -βολο) (ε.φ.) όπλο που εκπέμπει ακτινοβολία λέιζερ (μτφ. δ. απο την αγγλική laser gun)
φωτοσφαίριο: [το] (φως + σφαίρα) το ημισφαίριο ενός πλανήτη με σύγχρονη περιστροφή, που είναι στραμμένο πάντα προς το άστρο (μτφ. δ. απο την αγγλική dayside) (© Spiros252)
φωτοσφαιροβόλο: [το] (φως + σφαίρα + -βολο) (ε.φ.) όπλο το οποίο εκσφενδονίζει ακτινοβολία με τη μορφή σφαιρικών παλμών (μτφ. δ. απο την αγγλική disruptor)
Χ
χαλαρόλικνο: [το] (χαλαρός + λίκνο) επικλινές βρεφικό κάθισμα (μτφ. δ. απο την αγγλική relax = ριλάξ)
χαρτονίδιο: [το] (χαρτόνι + -ίδιο) κομμάτι χαρτονιού, μικρών διαστάσεων (μτφ. δ. απο την ιταλική carta = κάρτα)
χαρτονίσκος: [ο] (χαρτόνι + -ίσκος) κάρτα στην οποία καταγράφονται διάφορα δεδομένα και η οποία φυλάσσεται μαζί με άλλες καρτέλες, συνήθως ειδικά ταξινομημένες (μτφ. δ. απο την ιταλική cartella = καρτέλα)
χειλοβαφέας: [ο] (χείλος + βάφω) ειδικό μολύβι για το βάψιμο των χειλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική crayon = κραγιόν) (© Ju-87)
χειλογραφίδα: [η] (χείλος + γραφίδα) σκεύασμα ερυθρού, συνήθως, χρώματος με το οποίο οι γυναίκες βάφουν τα χείλη τους, το κοκκινάδι (μτφ. δ. απο τη γαλλική crayon = κραγιόν)
χειλομόλυβο: [το] (χείλος + μολύβι) ειδικό μολύβι για το βάψιμο των χειλιών (μτφ. δ. απο τη γαλλική crayon = κραγιόν) (© Ju-87)
χειμαρροπλοΐα: [η] (χείμαρρος + πλέω) αθλητική και ψυχαγωγική ομαδική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την κωπηλασία σε ποτάμια με φουσκωτά σκάφη (μτφ. δ. απο την αγγλική rafting = ράφτινγκ)
χειραποξέστης: [ο] (χείρ + αποξέστης) οδοντωτή λίμα (μτφ. δ. απο την ιταλική raspa = ράσπα)
χειρεκκινητής: [ο] (χειρ + εκκινητής) χειροκίνητος μοχλός για την περιστροφή μηχανής (μτφ. δ. απο την ιταλική manovella = μανιβέλα)
χειροδείκτης: [ο] (χειρ + δεικνύω) συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης, το ποντίκι (μτφ. δ. απο την αγγλική mouse) (© m@stermind)
χειροτεροβελτιώνω: [ρ.] (χειροτερεύω + βελτιώνω) το να χειροτερεύω κάτι κατά την προσπάθεια να το βελτιώσω (μτφ. δ. απο τη γερμανική verschlimmbessern)
χειροφαλλία: [η] (χειρ + φαλλός) σεξουαλική πρακτική όπου το πέος μαλάσσεται χειρωνακτικά απο την ερωτική σύντροφο (μτφ. δ. απο την αγγλική handjob) (© Ju-87)
χερσαίοχος: [ο] (χερσαίος + ὄχος [όχημα]) τετράτροχο μονοθέσιο όχημα χωρίς οροφή κατάλληλο για ανώμαλο έδαφος (μτφ. δ. απο την αγγλική quad [γουρούνα]) (© κάποιος_Νίκος)
χθιζαλγία: [η] (χθιζός [χτεσινός] + άλγος) το αίσθημα νοσταλγίας για το παρελθόν και η θλίψη γιατί αυτές οι στιγμές έγιναν αναμνήσεις και δεν υπάρχουν πια (μτφ. δ. απο την ιαπωνική natsukashii)
χθονιώτης: [ο] (χθων + -ώτης) (ε.φ.) κάτοικος της Γης, χωρίς απαραίτητα να κατάγεται απο τη Γη (μτφ. δ. απο την αγγλική earthperson)
χθονοδέσμιος: [ο] (χθων + δέσμιος) (ε.φ.) άτομο που δεν έχει ταξιδέψει ποτέ εκτός της Γης (μτφ. δ. απο την αγγλική earthman)
χιλιογδήκιστο: [το] (χίλια + οκτώ + ἤκιστος) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 3η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Kilobyte)
χιλιοδυφιόγραμμα: [το] (χίλια + δυφίο + -γράμμα) μονάδα μέτρησης ποσότητας πληροφορίας στα υπολογιστικά συστήματα, που αντιστοιχεί σε 10 εις την 3η byte (μτφ. δ. απο την αγγλική Kilobyte) (© Spiros252)
χιονοδρομιώνας: [ο] (χιονοδρομία + -ώνας) ξενοδοχειακή εγκατάσταση η οποία προσφέρει ποικίλους τρόπους χειμερινής υπαίθριας αναψυχής στους επισκέπτες της (μτφ. δ. απο την αγγλική winter resort)
χλευωλεθρία: [η] (χλεύη + όλεθρος) πλήρης αποτυχία (μτφ. δ. απο την ιταλική fiasco = φιάσκο)
χλιδένδυμα: [το] (χλιδή + ένδυμα) επίσημο ή/και πολυτελές γυναικείο φόρεμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική toilette = τουαλέτα) (© Ju-87)
χλιδοσκήνωση: [η] (χλιδή + σκηνή) πολυτελής κατασκήνωση (μτφ. δ. απο την αγγλική glamping)
χλιδωμάτιο: [το] (χλιδή + δωμάτιο) πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου (μτφ. δ. απο τη γαλλική suite = σουίτα)
χλιδωροικία: [η] (χλιδή + όρος + οίκος) εξοχικό σπίτι στο βουνό που αντιγράφει ελβετικό πρότυπο (μτφ. δ. απο τη γαλλική chalet = σαλέ)
χλιδώχημα: [το] (χλιδή + όχημα) πολυτελές αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική limousine = λιμουζίνα)
χλιδωχός: [ο] (χλιδή + ὄχος) πολυτελές αυτοκίνητο (μτφ. δ. απο τη γαλλική limousine = λιμουζίνα)
χλωροξειδώστρωση: [η] (χλωρός + οξείδωση + στρώνω) στρώμα οξειδώσεως με πρασινωπό χρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια παλιών μεταλλικών αντικειμένων (μτφ. δ. απο την ιταλική patina = πατίνα)
χοιρειόπαστο: [το] (χοίρειος + παστός) το παστό χοιρομέρι (μτφ. δ. απο τη γαλλική jambon = ζαμπόν)
χοντροπροτομίδα: [η] (χοντρός + προτομή + -ίδα) είδος αμάνικης μπλούζας (μτφ. δ. απο την ιταλική casaca = καζάκα)
χορδαγχόνη: [η] (χορδή + αγχόνη) το κινητό μικρό ραβδί που προσαρμόζεται κάθετα στο ανώτερο σημείο τής λαβής μερικών έγχορδων οργάνων, κυρίως τού μαντολίνου και τής κιθάρας, και χρησιμεύει στη ρύθμιση του ήχου τών χορδών τους (μτφ. δ. απο τη γαλλική capotasto = καποτάστο)
χορδεντομή: [η] (χορδή + εντομή) εντομή βέλους όπου μπαίνει η χορδή του τόξου (μτφ. δ. απο την ιταλική cocca = κόκα)
χορδονυγματώδες: [το] (χορδή + νυγματώδες) (μουσ.) παραγωγή ήχου από έγχορδα όργανα με νύξη των χορδών (μτφ. δ. απο την ιταλική pizzicato = πιτσικάτο)
χορδοξεία: [η] (χορδή + οξεία) η χορδή ενός μουσικού οργάνου που δίνει τον λεπτότερο ήχο (μτφ. δ. απο την ιταλική cantino = καντίνι)
χορδοτύμπανο: [το] (χορδή + τύμπανο) είδος μικρού τυμπάνου το οποίο χρησιμοποιούν κυρίως οι φαντάροι (μτφ. δ. απο την ιταλική tamburlo = ταμπούρλο)
χορευθυντήρας: [ο] (χορός + -ευθυντήρας) μικρή ξύλινη ράβδος με την οποία ο αρχιμουσικός διευθύνει την ορχήστρα (μτφ. δ. απο την ιταλική bacchetta = μπαγκέτα)
χοροπέδιο: [το] (χορός + πεδίο) επίπεδος και συνήθως στρογγυλός χώρος σε κέντρο ψυχαγωγίας, κατάλληλος για χορό (μτφ. δ. απο τη γαλλική piste = πίστα)
χρηματοσύρταρο: [το] (χρήμα + συρτάρι) συρτάρι παντοπωλείου που χρησίμευε ως ταμείο (μτφ. δ. απο την τουρκ. bestahta = μπεζαχτάς)
χρονατραπός: [η] (χρόνος + ατραπός) (ε.φ.) η γραμμή την οποία διαγράφει ο κυλιόμενος χρόνος, ή η γραμμή την οποία διανύει ένας χρονοταξιδιώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική timepath)
χρονόνιο: [το] (χρόνος + -όνιο) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης του χρόνου, ο Πλανκ χρόνος (© Spiros252)
χρονόρρευμα: [το] (χρόνος + ῥεῦμα) (ε.φ.) η γραμμή την οποία διαγράφει ο κυλιόμενος χρόνος, ή η γραμμή την οποία διανύει ένας χρονοταξιδιώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική timepath) (© Spiros252)
χρονοταξιδοσκόπιο: [το] (χρονοτάξιδο + -σκόπιο) (ε.φ.) όργανο ένδειξης χρονικής τοποθεσίας που χρησιμοποιεί ένας χρονοταξιδιώτης (μτφ. δ. απο την αγγλική time viewer)
χρονοϋπαντή: [η] (χρόνος + ὑπάντησις) νυχτερινή γιορτή ή διασκέδαση την παραμονή τών Χριστουγέννων και τής Πρωτοχρονιάς (μτφ. δ. απο τη γαλλική réveillon = ρεβεγιόν)
χρυσόμηλο: [το] (χρυσός + μήλο) η τομάτα (μτφ. δ. απο την αζτεκική tomatl) (© κάποιος_Νίκος)
χρωστηρίζω: [ρ.] (χρωστήρας + -ίζω) το να βάφω με πινέλο (μτφ. δ. απο την ιταλική pennelare = πινελάρω)
χτενόπηνος: [ο] (χτένα + πήνος) ύφασμα που τοποθετούν οι γυναίκες στους ώμους κατά το χτένισμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική peignoir = πενιουάρ)
χυλόρυζο: [το] (χυλός + όρυζο) νερόβραστο χυλωμένο ρύζι (μτφ. δ. απο την τουρκ. lapa = λαπάς)
χυσαλλαξιά: [η] (χύσι + αλλαξιά) είδος σκηνής ταινιών πορνό όπου το κατακρατηθέν εις το στόμα σπέρμα της πεολείχουσας αποχρέμπτεται στο στόμα μιας άλλης γυναίκας (μτφ. δ. απο την αγγλική cumswap) (© Ju-87)
χωροεκπομπή: [η] (χώρος + εκπομπή) τεχνική διευθυνσιοδότησης και δρομολόγησης δικτύων, κατά τον οποίο τα πακέτα δρομολογούνται σε δέκτες που βρίσκονται σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (μτφ. δ. απο την αγγλική geocast)
χώρχερο: [το] (χωρίς + χέρι) κινητό τηλέφωνο το οποίο κρεμειέται στο αυτί αφήνοντας ελεύθερα τα χέρια (μτφ. δ. απο την αγγλική hands-free) (© LOUROS)
Ψ
ψαθόσακος: [ο] (ψάθος + σάκος) μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα, δέρμα ή ελαστικό υλικό (καουτσούκ) με μεγάλο στόμιο και δύο χειρολαβές, που χρησιμεύει για την πρόχειρη μεταφορά οικοδομικών υλικών, καυσόξυλων κ.λ.π. (μτφ. δ. απο την τουρκ. zembil = ζεμπίλι)
ψευδοπαδός: [ο] (ψευδής + οπαδός) (ε.φ.) ψεύτικος οπαδός της επιστημονικής φαντασίας (μτφ. δ. απο την αγγλική fakefan)
ψητόχωμα: [το] (ψητό + χώμα) σκληρός, ψημένος πηλός με μεγάλη περιεκτικότητα σιδήρου που χρησιμεύει ως υλικό κεραμεικής (μτφ. δ. απο την ιταλική terra-cotta = τερακότα)
ψηφιδοκωτό: [το] (ψηφίδα + δοκωτό) δάπεδο φτιαγμένο με μικρά τεμάχια επεξεργασμένου ξύλου (μτφ. δ. απο τη γαλλική parquet = παρκέ)
ψηφιομνημοφορέας: [ο] (ψηφίο + μνήμη + φέρω) (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών (μτφ. δ. απο την αγγλική stick = στικ) (© stavmanr)
ψιαθικό: [το] (ψίαθος + -ικό) γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει όταν ένα σύνολο από ευθείες ή καμπύλες γραμμές υπερκαλύπτεται από ένα άλλο σύνολο τέτοιων γραμμών (μτφ. δ. απο τη γαλλική moiré = μουαρέ)
ψίλαρτος: [ο] (ψιλός + άρτος) η λεπτή, αφράτη και μακρόστενη φραντζόλα ψωμιού (μτφ. δ. απο τη γαλλική baguette = μπαγκέτα) (© Ju-87)
ψιλίκωμα: [το] (ψιλικό + -ωμα) μικροποσό χρημάτων που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους ή που απαιτείται για τα καθημερινά μικροέξοδα κάποιου (μτφ. δ. απο την τουρκ. harclik = χαρτζιλίκι) (© Ju-87)
ψυλλόνιο: [το] (ψύλλος + -όνιο) η προταθείσα απο τον Πλανκ φυσική μονάδα μέτρησης της μάζας, η Πλανκ μάζα (© Spiros252)
ψυχοκλονισμός: [ο] (ψυχή + κλονισμός) διαταραχή που προκαλείται απο ξάφνιασμα (μτφ. δ. απο τη γαλλική choc = σοκ) (© Ju-87)
ψυχόρριγος: [το] (ψυχή + ῥῖγος) βαθυτάτη συγκίνηση από ένα μοναδικό έργο τέχνης (μτφ. δ. απο την ισπανική duende) (© Spiros252)
ψυχοτροπάθεια: [η] (ψυχοτρόπος + -πάθεια) (ε.φ.) τηλεπαθητική ικανότητα μέσω της οποίας είναι δυνατός ο έλεγχος μηχανημάτων, ηλεκτρονικών συσκευών ή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας (μτφ. δ. απο την αγγλική technopathy) (© Spiros252)
ψυχραγέρι: [το] (ψυχρός + αέρας) διαπεραστικός, κρύος άνεμος (μτφ. δ. απο την τουρκική ayaz = αγιάζι)
Ω
ωατίνη: [η] (ᾠόν + -τίνη) γλυκοπρωτεΐνη η οποία βρίσκεται στο λεύκωμα του αβγού (μτφ. δ. απο την αγγλική avidin = αβιδίνη) (© Ju-87)
ωθησαχτίδα: [η] (ώθηση + αχτίδα) (ε.φ.) ακτίνα η οποία προκαλεί ώθηση στο αντικείμενο στο οποίο πέφτει (μτφ. δ. απο την αγγλική pressor beam)
ωθησαχτιδοβόλο: [το] (ώθηση + αχτίδα + -βολο) (ε.φ) εξάρτημα που εκπέμπει ακτίνες οι οποίες προκαλούν ώθηση αντικειμένων (μτφ. δ. απο την αγγλική pressor)
ωκεανόχθονας: [ο] (ωκεανός + χθων) πλανήτης ο οποίος αποτελείται κυρίως απο νερό, έχει έναν παγωμένο πυρήνα και η επιφάνειά του καταλαμβάνεται απο έναν άνησο ωκεανό (μτφ. δ. απο την αγγλική ocean planet)
ωκυδρομία: [η] (ὠκύς + δρόμος) (αθλ.) αγώνας δρόμου (μτφ. δ. απο τη γαλλική course = κούρσα)
Ζενίθεδρος
Ζενίθεδρος
Admin

Αριθμός μηνυμάτων : 25
Ημερομηνία εγγραφής : 02/05/2019

https://neologismoi.webnode.gr/

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης